Ο Πώς σε λένε κι η Με ποιόν είσαι τώρα

Το ήξερε. Ή μάλλον θα μπορούσε να το ξέρει. Αλλά δεν ήταν κιόλας σίγουρος, έτσι καθώς καθόταν ανακούρκουδα στο γυμνό πάτωμα κρατώντας το μεγάλο δάχτυλο του δεξιού του ποδιού με τα τρία δάχτυλα του χεριού του: αντίχειρα, μέσο και δείκτη. Τον έλεγαν Πως σε λένε. Αν και δεν απαντούσε ποτέ σ' αυτήν την ερώτηση, αφού δεν ήταν ερώτηση αλλά το όνομά του. Αυτός ήταν ο λόγος που δεν έκανε καλή εντύπωση στους ανθρώπους. Δεν μπορεί παρά να έχεις ένα όνομα καταφατικό. Πάντως δε μπορείς να έχεις ένα όνομα ερωτηματικό. Αυτό σ' εμποδίζει από το να βλέπεις όνειρα. Από το να περπατάς στο σκοτάδι χωρίς μαγκούρα με γυριστή λαβή. Αν το όνομά σου είναι Πως σε λένε, τότε μπορεί και να σε λένε Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Χούλιο Κορτάσαρ, Κουτσό σκυλί, στα σκαλοπάτια σου εγώ δεν ανεβαίνω... Αυτήν την έλεγαν Με Ποιον είσαι πάλι και είχε μια φίλη που όταν έπαιζαν πεντόβολα η Με Ποιον είσαι πάλι την έλεγε ΄Αει στο διάολο γιατί την κέρδιζε συνέχεια όταν έπαιζαν πάρτα όλα, μονόπολι, σκραμπλ ή όταν έλυναν και έδεναν ναυτικούς κόμπους. Η συνάντησή τους με τον Πως σε λένε έκανε την Άει στο διάολο να χαστουκίσει την Με ποιον είσαι πάλι. Αυτή η τελευταία είχε σε κάδρο πάνω απ' το προσκέφαλό της, εκεί που συνήθως βάζουν τα εικονίσματα τον Τι λες καλέ που είσαι ο Λούις Κάρολ και αυτός απαντούσε όταν η εικόνα ζωντάνευε Πού είναι η Αλίκη. Γενικώς δεν απαντά πολύς κόσμος κανένα στο δρόμο. Οι άνθρωποι κοιτάνε τη δουλειά τους, άντε πολύ πολύ και τα σκυλιά τους. Όταν γυρίζουν στο σπίτι δέρνουν τις Πώς τις λένε και μετά γονατίζουν μπροστά τους και ορκίζονται σ' όποιο θεό πιστεύουν, ποτέ πια. Και το κοράκι του Πόε κρώζει από μακριά σαν παπαγάλος. Γελοίος και μεγάλος: Never more. Σ' αυτή τη πόλη που ζούσε αυτός, αυτές και όλοι αυτοί συνέβαιναν παράξενα πράγματα, ανεξιχνίαστα, αινιγματικά, απίθανα, καταθλιπτικά, απ' αυτά που σ' αφήνουν ενεό και ας ξέχασες να κατέβεις στο σταθμό Νέος Εριναίος. Η πόλη είχε το όνομα Έως και οι κάτοικοι ήταν της φυλής Ως Πότε και στα στενά της και τα καλντερίμια δεν περίμεναν τους πελάτες οι πόρνες. Και όταν τα πλοία άραζαν στο μικρό λιμάνι δεν έπαιρναν ούτε έδιναν εντολές μέσα σ' αυτά οι καπετάνιοι στους ναύτες και έτσι οι τελευταίοι έκαναν ό,τι γούσταραν. Όπως και αυτός που καθόταν ανακούρκουδα γυμνός στο πάτωμα έχοντας πιάσει με τον αντίχειρα, τον δείκτη και τον μέσο το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού του που ήταν υπεύθυνο για όλα τα σουλάτσα που είχε πραγματοποιήσει ανάμεσα στις δύο γνωστές πόλεις την Έως και την Πότε στην οποία δεν είχε πάει ποτέ. Αντίθετα είχε επισκεφτεί πολλές φορές την πόλη που λεγόταν Πουθενά και τη χώρα Βαριέμαι. Άσε που το μόνο τραγούδι που ήξερε ήταν το Αχ! και το μόνο βιβλίο που είχε διαβάσει ποτέ του ήταν ενός συγγραφέα που είχε γεννηθεί το 1900 και είχε πεθάνει το 1900. Όχι ότι οι άλλοι είχαν διαβάσει τίποτα καλύτερο αφού ο εκδότης των βιβλίων λεγόταν Δεν Πάτε να πνιγείτε και πραγματικά όλοι οι συγγραφείς του είχαν πεθάνει από πνιγμό στο λιμάνι, στο ποτάμι, στη θάλασσα και στη κρεμάλα μαζί με τον Φρανσουά Βιγιόν γιατί ο Ηγεμόνας είχε διαβάσει Νικολό Μάκια - βέλη. Χωρίς πλάκα όμως ο βίος είναι αβίωτος, η πόρνη δεν σταυρώνει πελάτη και το αυτοκίνητο δε πέφτει πάνω στην κολόνα και η χορωδία τραγουδά το τραγούδι Αχ του Χαχα -Χαν. Γιατί στη πόλη έχει εξαπλωθεί ο υιός του Στάσου. Απ' το παράθυρό του μπήκε το αγιάζι και ο αγιασμός της Νεφέλης και η σειρήνα του είπε τα οφέλη σου είναι μηδαμινά. Κοίταξε ν' αλλάξεις όνομα γιατί στο λέω, ποτέ δεν θα με αποκτήσεις. Είναι δυνατόν να σε λένε Πώς σε λένε; Και αυτός απάντησε, μα είμαι ο βαφτιστικός του Σακελλαρίδη. Το βίο μου και την πολιτεία μου, την πολιτεία και τη μοναξιά μου, τα τραγούδια της πατρίδας μου, το μύθο και την αλητεία μου τα 'χει γράψει ο Κωστής Πας ή δεν Πας. Η Με ποιον είσαι τώρα, αφού με άκουσε να λέω όλα αυτά ο πυρετός της έφθασε 39 και τέσσερα. Αλλά κατά βάθος με κατάλαβε και γελούσε.