Η  Έντα εκ των υστέρων συνένοχος

Στην Εντυ, για την Έντυ ...

Απέφευγα να μιλήσω γι' αυτήν. Να την σκέφτομαι. Έστω, να την σκέφτομαι μπροστά σε κάποιον άλλον. Προσπαθούσα να την ξεχάσω. Τα κατάφερνα ίσως ... Καθώς φαντάζομαι όμως τη Μαρί - Νουάρ, όλα με φέρνουν πίσω στη Μπλανς. Έδωσα σιγά- σιγά σ' αυτή την κοπέλα απόψεις για τα διάφορα πράγματα, ενασχολήσεις, γνώσεις οι οποίες δεν ανταποκρίνονται... Συνήθισα να ανταποκρίνομαι στο βλέμμα της. Το βλέμμα της ήταν ψηλό όπως η ίδια η λήθη, όπως η θηλή της που κοκκίνιζε όταν την πιπίλιζα και εκείνη η τρίχα που ήταν πάνω στον κύκλο με τους πόρους γύρω-γύρω απ' αυτήν, γινόταν πιο κατσαρή και εγώ την έπιανα με τα δάχτυλά μου... Μακάρι να 'ξερες πού θα σε πάει, ποιος θα σε συνοδεύσει όταν έρθει η ώρα. Σου κρατάει το χέρι η Μαρί - Νουάρ, η Μαρί - Νουάρ. Νύχτα. Που να ξέρες πως το φρέαρ είναι ανοιχτό, χάσκει. Σε καλεί από το βάθος του. Εκεί στο βυθό θαμμένη η λήθη. Η Μπλανς που φοράει ρόμπα με τρουακάρ μανίκι και το χέρι της προβάλλει σαν το χέρι ενός ταχυδακτυλουργού. Τα νύχια του ψεύτικα. Την ίδια στιγμή ο σαλτιμπάγκος ανεβαίνει τη σκάλα, τη σιδερένια σκάλα. Ασθμαίνει και όταν το κεφάλι του φτάσει στο χείλος του φρέατος αντικρίζει τις κόκκινες γόβες της Ιάβα. Ναι! Χρησιμοποίησα την Μαρί - Νουάρ, την ήθελα σύμμαχό μου. Αλλά εκείνη συμμάχησε με την Μπλανς. Την ήθελα συνένοχό μου να παραμονεύει την Μπλανς να την κατασκοπεύει, να χαρχαλεύει το παρελθόν μας, αυτό που ξέχασε. Όταν το είδα θαμμένο στο φρέαρ. Αυτό που θυμάμαι όταν παπασπατεύω τη θηλή. Ελεονώρα που είσαι; Στο κουκλόσπιτό της. Θαμμένη ζωντανή. Νόρα, ένα σπιτικό. Το δικό της σπιτικό. Ύστερα είδα την Έντα να με σημαδεύει. Ποιον σημαδεύεις Έντα; Σημάδεψα το κεφάλι της. Το αίμα πότισε το άσπρο της φόρεμα. Έμμα γιατί παντρεύτηκες τον γιατρό; Τώρα ζω με τις ψευδαισθήσεις μου. Βλέπω το μαύρο τετράγωνο με την άκρη του ματιού μου. Εκεί μέσα την βλέπω να με σημαδεύει. Κάθομαι ακίνητος και εκείνη συνεχίζει να με σημαδεύει, σχεδόν αόρατη. Ύστερα, αυτή που ήρθε ύστερα, η Λούλου, ξεκοιλιασμένη με το παιδί - ένα έμβρυο στα ανοιχτά της σπλάχνα και κείνος χάθηκε στον μαυροπίνακα. Πάνω του με άσπρη κιμωλία: Έτσι σε τιμώρησε η λήθη. Κάθομαι εκεί κοιτώντας το μαυσωλείο που της έχτισε. Η Μπλανς πήγε για ψώνια, η Μπλανς θέλει να λησμονήσει αλλά ο Λουί δεν την αφήνει. Έβγαλα τον σκύλο μου Αραγκόν, προηγουμένως τον έλεγα Σκύλο και όταν τον φώναζα έλεγα, του έλεγα, Σκύλε μ' αγαπάς; Και κείνος δάκρυζε, έτσι μου φαινόταν. Κάποια μέρα θα ξαναρχίσω να καπνίζω. Θα μένω μέσα και θα καπνίζω. Θα μένω μέσα στο μαύρο τετράγωνο, στο άσπρο τετράγωνο, στην χρυσή κορνίζα της γιαγιάς. Χωρίς σύμμαχο, χωρίς συνένοχο. Κοιτάζω μέσα στην ψυχή μου τη σιωπή της Μπλανς, μέσα από τα μάτια που απέστρεφε η Μπλανς... Και, ταυτόχρονα, έπαιζα με τον εαυτό μου. Όπως έπαιζα πάντα. Έπαιζα όπως πάντα. Πάντα έπαιζα. Με όλα. Με όλους. Με μένα. Με την ψυχή μου. Έπαιζα με τον εαυτό μου. Όλη μου η ζωή ένα βλέμμα. Όλη μου η ζωή μια Ντάμα Κούπα. Από τότε που εμφανίστηκε διπλή με μια διαγώνια γραμμή να χωρίζει το πάνω και το κάτω, ένα είδωλο αντεστραμμένο. Ένα χτυποκάρδι. Μια κούπα. Μια κόκκινη καρδιά. Η καρδιά μου ξεγυμνωμένη. Όλα ήταν ένα παιχνίδι. Το έπαιζαν για μένα. Μια φάρσα. Και εγώ στεκόμουν εκεί, στο φεγγίτη του μυαλού. Κι εκείνος εκεί. Στο φεγγίτη. Πάνω μας τα αστέρια. Το στερέωμα. Δεν ήταν στερεωμένο καλά. Σαν την γέφυρα του Καλατράβα. Βαρκελώνη 1967. Κάποιον θάβουν. Κάποιος πέθανε. Κανείς δεν πήγε στη κηδεία. Μόνο οι δολοφόνοι ακονίζουν τα μαχαίρια τους. Μόνο η Έντα με σημαδεύει με το ρεβόλβερ της. Δεν μου μιλάει. Με κοιτάζει μόνο. Ακούγεται ένας άηχος πυροβολισμός. Η σφαίρα βγαίνει από το στόμα μου. Τη φτύνω. Γιατί στην πραγματικότητα είχα ανάγκη την δυστυχία μου. Γι' αυτό. Μια άλλη ημερομηνία: Δεκέμβρης 1966. Ο άγριος Νοέμβρης. Ορισμένως κάποτε θα γράψω τις εντυπώσεις ενός καπνιστή. Είμαι ένας μουγγός που θέλει να μιλήσει. Και κείνη μου γνέφει από μακριά. Γράφει με το δάχτυλό της στον αέρα μια λέξη. Μπερδεύομαι. Ήρθε η ώρα να μπερδευτώ. Μαζί της. Με την Μαρί - Νουάρ. Στο μεταξύ σκοντάφτω στο πρώτο σκαλοπάτι της νύχτας. Την ακολουθώ. Όταν φτάνω στην στροφή βλέπω το είδωλό μου στον καθρέφτη. Δεν ήξερα ότι έτσι είναι το πρόσωπό μου. Είχαν απαγορεύσει όλους τους καθρέφτες για 17 χρόνια. Τόσα ήταν τα χρόνια της. Δεκαεπτά χρόνια χαραγμένα στο σώμα της μνήμης μου, στο κορμί της. Γουίνι, πάνω στον φρυγμένο λόφο με την μαύρη ξεκοιλιασμένη ομπρέλα να την κρατάει ανάποδα Όπως σ' εκείνον τον πίνακα του Μαγκρίτ κρατώ ένα ποτήρι γεμάτο νερό πάνω από μια ανοιχτή ομπρέλα. Ταξιδεύω στην χώρα της λήθης. Θα την συναντήσω; Θα την αναγνωρίσω; Θα την δω; Θα την καταλάβω; Κατάκτησα το σώμα της και ύστερα την έχασα. Θα την ξαναβρώ; Πως σε λένε; Μ' ακούς; Πες μου το όνομά σου. Και κείνη απαντά: Ζαν, Ζαν με λένε. Είμαι η λησμονιά φερμένη από τους παγετώνες. Κάποτε πριν λιώσουν οι πάγοι, πριν σε λησμονήσω, πριν καν σε δω. Τώρα που δεν σε ξέρω, τώρα που έχω εσένα απέναντί μου, σε ερωτεύομαι ξανά. Σαν την πρώτη φορά. Σαν να μην υπήρξε άλλη φορά. Φοράς εκείνα τα παπούτσια που είδε ο σαλτιμπάγκος όταν το κεφάλι του πρόβαλε στο χείλος του φρέατος, τα κόκκινα παπούτσια. Θυμάσαι; Τα πέταξες στα πόδια μου πριν φύγεις, γυρνώντας μου τη πλάτη. 

Θα σε σκοτώσω! Θα σκοτώσω εσένα, την όψη σου, τη φωνή σου, εσένα, τη μνήμη σου, τη θύμησή σου, θα σε λησμονήσω. Και ύστερα, θα χαθώ.  Αλλά θα επιστρέψω σκοτεινός. Φωτεινός. Υπέργειος. Υπόγειος. Τρυφερός. Στοργικός. Δικός σου. Νεκρός. Ζωντανός. Πίσω από τον τοίχο. Αριστερά από το φανάρι που άναβε όταν καθόμαστε στον κόκκινο καναπέ σου. Καταλαβαίνεις μωρό μου; Καταλαβαίνεις; Πρέπει να σε σκοτώσω. Το όνομά σου, το πρόσωπό σου, εμένα απέναντί σου. Θ' αφήσω μόνο ζωντανό το κορμί σου. Και θα συνεχίσω να πασπατεύω αφηρημένος τη θηλή σου, με τα αστέρια γύρω της καλά καρφωμένα στο στερέωμα. Καταλαβαίνεις; Η Μπλανς πρόλαβε να τρελαθεί, αφού ο μικρός  εραστής της αυτοκτόνησε. Ύστερα ο Πολωνός την σκότωσε. Και το λεωφορείο χάθηκε στη γωνιά του δρόμου. Η Ιάβα είναι νησί. Αλλά εσύ είσαι το νησί μου. Εσύ νησί και εγώ ιδιοκτήτης του ξαπλωμένος στην κοιλιά σου. Γύρω ο ήλιος με το χορτάρι πράσινο και κίτρινο απ' το χρωστήρα του Φρόυντ, πράσινο και κίτρινο για να με κάνει να δειλιάζω. Για να μπορώ να περπατώ. Για να σε πλησιάσω. Για να 'ρχομαι. Μια ανάσα από σένα. Και ύστερα πάλι πίσω. Θα επιστρέψω φωτεινός. Δεν θα επιτρέψω στο κόκκινο να με κάψει. Είμαι στην άλλη όχθη και συ απέναντι. Με περιμένεις.

Η Ιάβα είναι νησί. Πώς να επιστρέψω από κει που ποτέ δεν έφυγα

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

σημείωση: Η ιδέα από μια σελίδα του Λουί Αραγκόν και μια λευκή σελίδα που γράφτηκε