Το μπεζ παντελόνι
29/11/2014
Στον Δημήτρη Μπούσουλα
Κοίταξε τούτη τη φωτογραφία, εδώ είμαι στο Δουβλίνο, στην Γκράφτον στριτ. Πρόσεξε αυτό το μπεζ παντελόνι, είναι από καλό ύφασμα, γνήσιο εγγλέζικο κασμήρι, το απέκτησα σ’ ένα μαγαζί με ρούχα στο Λίβερπουλ, τότε που ταξίδευα με το «Μαίρη Ξυλάς». Είδα στη βιτρίνα ένα σκούρο σακάκι, μπήκα, μίλησα στον πωλητή, το φόρεσα και πήγα στον καθρέφτη. Εκείνη τη στιγμή με πλησίασε ο πωλητής συνοδεύοντας ένα χοντρό και μου ζήτησε να προβάρω ένα άλλο ανοιχτόχρωμο σακάκι. Μολονότι είχαμε διαφορετικό σουλούπι, ύψος, πάχος και ηλικία με τον χοντρό, το φόρεσα. Μετά ο πωλητής μου ζήτησε να προβάρω το μπεζ παντελόνι, πράγμα αρκετά περίεργο με δεδομένο το πάχος του χοντρού. Τελικά, οι απορίες μου λύθηκαν: ο χοντρός ήταν ατζέντης μοντέλων. Την ημέρα εκείνη το μοντέλο που θα έπαιρνε μέρος στη φωτογράφιση έλειπε. Με είδε, λοιπόν, του άρεσε η κοψιά μου και σκέφτηκε να αντικαταστήσω τον απουσιάζοντα. Αφού με φωτογράφισε, μου χάρισε το ανοιχτόχρωμο σακάκι, μια κόκκινη γραβάτα και το μπεζ παντελόνι. Μετά μου έδωσε την κάρτα του λέγοντάς μου να μείνω στην Αγγλία να δουλέψω μαζί του. Εγώ αρνήθηκα, του είπα πως ήμουν ναύτης. Εξάλλου είχα στο νησί μάνα κι αδελφή.
Με αυτό το παντελόνι έζησα μεγαλεία. Το φορούσα στις εξόδους μου, είτε πήγαινα στα μπαρ είτε στα μουσεία, και καμάρωνα. Για κοίταξε τούτην εδώ τη φωτογραφία, είμαι έξω από μουσείο του Τάραντα με τη γυναίκα του καπετάνιου, την Κάτια. Τη συνόδευσα στο πάρτι των ναυλωτών που έγινε στο ξενοδοχείο «Plaza». Ήμουν 25 χρονών κι εκείνη ήταν 35. Στο ξενοδοχείο, όπου έγινε η εκδήλωση παραβρίσκονταν ο τοπικός διευθυντής της εταιρείας που ναύλωσε το πλοίο με τη γυναίκα του, μια νόστιμη τριαντάρα. Χόρεψα και με τις δύο γυναίκες, την Κάτια και την άλλη, κι έπιασα κουβέντα με τον διευθυντή, ο οποίος μου μίλησε με τα καλύτερα λόγια για την Ελλάδα και τους Έλληνες.
Κάποια στιγμή πήγα στην τουαλέτα κι ο διευθυντής με ακολούθησε. Εκεί μου δήλωσε πως η γυναίκα του με κάνει κέφι. Αυτό με ξάφνιασε, γιατί δεν είχα προσέξει τίποτα. Με κολακεύει αυτό, του είπα. Το ξάφνιασμά μου έγινε διπλό όταν ο διευθυντής πρόσθεσε πως κι εκείνος ενδιαφέρεται για μένα. Αυτή τη φορά δεν είχα τι να του αντιτάξω. Ψέλλισα κάτι λόγια για τις αρχές μου, για τα διαφορετικά ήθη στην πατρίδα μου κι ο διευθυντής με καθησύχασε. Δεν ήταν ανάγκη να είμαστε κι οι τρεις σ’ ένα κρεβάτι, είπε. Μπορούσα να πλαγιάσω πρώτα με τη γυναίκα του και μετά με τον ίδιο. Καθόλου δεν τον πείραζε αν αυτός ερχόταν δεύτερος. Μετά μου είπε να μείνω στην πόλη και να εργαστώ στην εταιρεία του με καλό μισθό. Καταλαβαίνοντας πως δεν επρόκειτο να βγάλω άκρη μαζί του, αρνήθηκα διακριτικά κι επιστρέψαμε στο τραπέζι. Η Κάτια ήταν ελαφρώς εκνευρισμένη, όχι γιατί άργησα, αλλά διότι στο διάστημα της απουσίας μου η γυναίκα του διευθυντή τής είπε ότι της άρεσα. Με τη σειρά μου την πληροφόρησα για την δήλωση του διευθυντή. Στο γυρισμό στο καράβι μπήκαμε κι οι τέσσερις στο ίδιο ταξί. Εγώ κάθισα πίσω, ανάμεσα στην Κάτια και τον διευθυντή, κι γυναίκα του κάθισε μπροστά. Στη διάρκεια της διαδρομής ο διευθυντής άπλωσε το χέρι του στο παντελόνι μου. Μου χάιδευε τους μηρούς και κάποια στιγμή επιχείρησε ν’ ανοίξει το φερμουάρ με αποτέλεσμα να το χαλάσει. Τον εμπόδισα όσο πιο ευγενικά μπορούσα.
Την επόμενη μέρα που βρισκόμουν στην καμπίνα μου με την πόρτα ανοιχτή πασχίζοντας να φτιάξω το φερμουάρ, πέρασε η Κάτια. Όλοι στο καράβι νόμιζαν πως κάτι έτρεχε μεταξύ μας πράγμα που δεν ήταν αλήθεια. Η Κάτια με συμπαθούσε, ή μάλλον ένιωθε για μένα κάτι παραπάνω από συμπάθεια κι ήθελε η σχέση μας να μην παραμείνει στο πλαίσιο μιας απλής φιλίας. Εγώ δεν συναινούσα, τον καπετάνιο τον σεβόμουν. Τέλος πάντων με είδε, γέλασε, δεν είναι αντρική δουλειά αυτή, είπε και προθυμοποιήθηκε να με βοηθήσει. Πήρε το παντελόνι, το ΄φτιαξε και μου το επέστρεψε.
Με το «Μαίρη Ξυλάς» έκανα πολλά ταξίδια. Το παντελόνι το φορούσα συχνά, μου έδινε αέρα. Χάρη σ’ αυτό, στο Βαλπαραΐσο γνώρισα στην τοπική λέσχη των ναυτικών μια μαθήτρια, την Γκλόρια. Κοίταξέ με εδώ, αυτός δίπλα μου είναι ο λοστρόμος, ένας λιμοκοντόρος ο οποίος με ζήλευε επειδή νόμιζε πως πηδούσα τη γυναίκα του καπετάνιου. Ξεχώριζα εκεί μέσα. Χόρεψα μαζί της την ημέρα που οι μαθητές του πρότυπου γυμνασίου της πόλης έκαναν πάρτι και τους εντυπωσίασα όλους. Η Γκλόρια ήταν κόρη του λιμενάρχη και με ερωτεύτηκε. Θέλεις να μείνεις στη Χιλή; με ρώτησε μια μέρα. Κι εγώ την ερωτεύτηκα, εξαιτίας της σκέφτηκα για πρώτη φορά να εγκαταλείψω την Ελλάδα και να μείνω σε μια ξένη χώρα. Τελικά κατάφερα να το αποφύγω, σου εξήγησα το λόγο προηγουμένως.
Είναι αστείο, αλλά αυτό το παντελόνι δεν έμελλε να φτουρήσει στα χέρια μου. Στο επόμενο λιμάνι μετά το Βαλπαραΐσο, στην Αντοφαγάστα, μου το κλέψανε. Το είχα πλύνει και τ’ άπλωσα σ’ ένα σκοινί μέσα στην καμπίνα μου για να στεγνώσει. Κάποια στιγμή που βγήκα στ’ αμπάρια να κάνω μια δουλειά, το βούτηξε κάποιος εργάτης. Ο κλέφτης δεν μπήκε από την πόρτα της καμπίνας που την πάντα την κλείδωνα καλά, αλλά από το μισάνοιχτο φινιστρίνι που είχα ξεχάσει ν’ ασφαλίσω γερά. Παραδόξως, δεν μου πήρε τίποτα άλλο.
Ναι, στο συρτάρι μου έχω κι όλες φωτογραφίες μ’ αυτό το μπεζ παντελόνι, δεν είναι όλες στο άλμπουμ. Μερικές είναι τραβηγμένες στην Οδησσό, στο πάρκο Πούσκιν, όπου γνώρισα τη Νατάσα, μια ζωγράφο. Είχα και μ’ αυτήν μια ιστορία. Θέλεις να σου τις δείξω;