Πλάνη

Tον καιρό της σποράς, ονειρευόμουν τον θερισμό. Ο χρόνος, μια γραμμική σύγχυση. Ο ενθουσιασμός ανώριμος, αλήτευε το νου μου σε όλα τα χωροχρονικά μήκη και πλάτη. Το μυαλό στο δρόμο της ολίσθησης κατρακυλούσε. Το παρόν απωλεσμένο ζητιάνευε για προσοχή. Το βίωμα χιλιόμετρα μακριά, μεγαλόπρεπο στεκόταν στο εδώ και τώρα. Όλο έτρεχα, όλο αγωνιζόμουν να προφτάσω κάτι που με είχε ήδη βρει. Και μες στη βιασύνη το όνομα της ζωής το είχα ξεχάσει. Η μοίρα ατάραχη καλούπωνε τη ζωή –η συγκατάθεση μου ακούσια- και το παρελθόν ανατολίτης αφέντης. «Στο παρόν το βίωμα, στο παρόν η ελευθερία» ούρλιαζαν οι νεκροί· και πώς να τους ακούσουμε φορώντας τον φόβο φωτοστέφανο.
Δίχως μανία ιερή, δίχως έρωτα η αναμονή πλήθυνε εντός μου, σα λογισμός αρνητικός με παρέλυε σε ιδεώδη θάνατο. Κι εγώ βιαζόμουν να τρέξω, μα δε προλάβαινα παρατηρώντας τη μοίρα να υφαίνει γεγονότα, στείρα η πραγματικότητα.
Στο θερισμό, ονειρευόμουν τον καιρό της σποράς.