Άμλετ, 1949

Όλα ησύχασαν. Βγήκα στη σκηνή.

Με την παραστάδα της πόρτας για στήριγμα,

αρπάζω απ’ την ηχώ τη μακρινή

του αιώνα μου το κήρυγμα.

Πάνω μου το μισόφωτο της νύχτας

με χίλια κιάλια με στοχεύει.

Μόνο, αν είναι θεέ μου μπορετό

πάρε μακριά μου το ποτήρι αυτό.

Αυτή η ιδέα σου μ ’αρέσει

και συμφωνώ να μπω σ’ αυτόν τον ρόλο.

Μα τώρα παίζεται άλλο δράμα,

κι αυτή τη φορά ζητάω τον οίκτο σου όλο.

Είναι πια η σειρά καθορισμένη

και το τέλος δεν μπορεί να αποτραπεί.

Είμαι μόνος. Στην υποκρισία όλοι βουλιαγμένοι.

Δεν είναι μόνο πέρασμα η ζωή αυτή.

(Απόδοση, Λίζα Διονυσιάδου)

Στο ποίημα Άμλετ, ο λυρικός ήρωας του Πάστερνακ παραλληλίζει τον εαυτό του, όχι με το ίδιο το πρόσωπο της τραγωδίας του Άμλετ, αλλά με ηθοποιό που υποχρεώνεται να παίξει τον ρόλο του. Στον ρόλο του Άμλετ, ενός από τους πιο περίπλοκους ρόλους του θεάτρου, που ο θεατής καλείται να τον παρατηρήσει μέσα από χίλια κιάλια. Ο Πάστερνακ ενώνει τα πρόσωπα του Άμλετ, του Ιησού Χριστού και του Ζιβάγκο σε ένα πρόσωπο. Του ηθοποιού!

Ο ήρωας συμφωνεί να παίξει τον ρόλο του Άμλετ, αλλά την ίδια ώρα καταλαβαίνει πως η ζωή του είναι μια παρόμοια τραγωδία. Το τέλος απαισιόδοξο. Τι μπορεί να κάνει κανείς, όταν η πραγματική ζωή δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας ρόλος, σε μια παράσταση, όπου όλα είναι προκαθορισμένα από τον σκηνοθέτη;

Το ποίημα είναι γραμμένο το 1949. Σε μια εποχή που ο Πάστερνακ, πικραμένος από την αντιμετώπιση της λογοτεχνίας από το Σοβιετικό καθεστώς, έχει ήδη στραφεί στις μεταφράσεις ξένων ποιητών και κυρίως του Σαίξπηρ που εκτιμούσε ιδιαίτερα.

Ο Πάστερνακ πέθανε στις 30 Μαΐου του 1960 και θάφτηκε στο Περεντέλκινο, ένα χωριό έξω από τη Μόσχα, όπου έζησε τα πρώτα δύσκολα χρόνια του πολέμου, καθώς και τα τελευταία της ζωής του. Στην κηδεία του απήγγειλαν το απαγορευμένο του ποίημα “Άμλετ”.