Φύλακας

Με φώναζαν Σταυρούλα και φορούσα σοσόνια άσπρα, ακόμη και το χειμώνα. Δε θυμάμαι τι παπούτσια φορούσα. Θυμάμαι μόνο πως κρύωναν τα πόδια μου και είχαν κάτι τεράστιες ροδέλες κόκκινες από το μαγκάλι. Ολόκληρο το σώμα μου κρύωνε τα χρόνια που με φώναζαν Σταυρούλα. Νομίζω πως πάντα κρύωνα, ίσως γι’ αυτό καθόμουνα σκυφτή και κουλουριασμένη. Τύχαινε να με πάρει ο ύπνος, έτσι όπως ήμουνα κουλουριασμένη και προσηλωμένη στον πάτο του φλυτζανιού που κρατούσα ή κάποιες φορές στο φως που έμπαινε από την κλειδαρότρυπα. Θυμάμαι πως και στον ύπνο μου κρύωνα, μόνο που στον ύπνο μου ερχόταν συχνά ο πατέρας της φίλης μου για να με ζεστάνει, δε λέω το όνομα της φίλης μου, ούτε το όνομα του πατέρα της. Φύλακα, τον έλεγα και του άρεσε. Μου είπε  να καθίσω κοντά του ένα απόγευμα Κυριακής, που έλειπαν όλοι. Ήταν Οκτώβριος μήνας, το Δεκέμβριο θα έκλεινα τα δεκαπέντε. Κοίτα, μου είχε πει τότε, κοίτα τη στροφή και μόλις δεις σκιά να ξεπροβάλει, εσύ να τρέξεις να φύγεις. Δε φάνηκε κανείς, καμιά σκιά δεν ξεπρόβαλε. Από το παράθυρο, θυμάμαι, έβλεπα την πίσω αυλή. Κάτι φτερά ήταν κολλημένα με αίμα πάνω σε μια μεγάλη πέτρα. Το πρωί σφάξαμε το κόκκινο πετεινάρι, είπε σα να απολογήθηκε για το αίμα και το χέρι του είχε προχωρήσει ψηλά ανάμεσα στα πόδια μου. Ντρεπόμουνα πολύ και μ’ άρεσε. Όσο πιο πολύ μ’ άρεσε τόσο περισσότερο ντρεπόμουνα. Πήγαινα Κυριακή απόγευμα, που όλοι έλειπαν. Κάτσε να πάρεις μια ανάσα μου ‘λεγε, δε χάλασε ο κόσμος να πας μισή ώρα αργότερα, κάτσε να σε ζεστάνω, κάτσε στα γόνατα μου να σε πάω μια βόλτα. Καθόμουνα και γελούσαμε με την καρδιά μας όπως εκείνος τσουλούσε τις ρόδες στο καροτσάκι του. Ήρθε ο Φεβρουάριος κι εμείς ακόμη γελούσαμε όπως κάναμε βόλτα μέσα στο σπίτι με το καροτσάκι. Γελούσαμε για την τόση ευτυχία μας. Μετά από κείνο το Φεβρουάριο του 1955 θέλω να ξεχάσω τα πάντα. Υπάρχουν πράγματα για τα οποία δε μιλάμε. Πράγματα που θέλουμε να μη θυμόμαστε. Δε θέλω να θυμάμαι εκείνους τους πρωινούς εμετούς που με πρόδωσαν. Όμως ότι σπρώχνεις και δε θες να θυμάσαι αυτό ξεφυτρώνει ανεξέλεγκτα. Με κλείδωσαν σ’ ένα δωμάτιο. Πάρε κι αυτή την κατσαρόλα να κατουράς, είπαν, μέχρι να πεις ποιος είναι. Προσηλωνόμουν στο φως που έμπαινε από τη χαραμάδα της πόρτας με το πάτωμα και μ’ έπαιρνε ο ύπνος. Ένας ύπνος διάφανος. Εδώ που ήμουνα δεν ήξερα καν αν ήταν μέρα ή νύχτα. Δεν πόνεσα στην έκτρωση. Ζαλιζόμουνα μόνο και είχα ένα βάρος στο κεφάλι όλη μέρα από τη νάρκωση. Είχα εκπαιδευτεί πως με τέτοιο αμάρτημα η ψυχή μου θα πήγαινε στην κόλαση. Θυμόμουνα πολύ καθαρά εκείνη την εικόνα στο τέμπλο της εκκλησίας. Σκεφτόμουνα πως μιλιούνια χαρούμενων διαβόλων θα με έσερναν από τα μαλλιά, θα με έριχναν σε καζάνια να βράζω. Τουλάχιστον δε θα κρυώνω, έλεγα στον εαυτό μου. Γιατί κρύωνα όλο και περισσότερο όσο συνειδητοποιούσα πως ήμουνα το όνειδος για την οικογένεια. Ένα βάρος ασήκωτο. Ένα βάρος που όλοι ήθελαν να ξεφορτωθούν. Ήμουνα αμίλητη, καθηλωμένη και κουλουριασμένη με τα μάτια καρφωμένα στα άσπρα μου σοσόνια. Παρατηρούσα το μαντάρισμα στη θέση του δεξιού μεγάλου δάχτυλου.

Έχει μέσα ζεστά ρούχα, λίγα λεφτά και φαγητό για το δρόμο, είπε η μητέρα και άφησε στο πάτωμα μια μεγάλη γκρι τσάντα ενώ ξεκλείδωνε την πόρτα. Δεν απευθύνθηκε σε μένα με τ’ όνομα μου, ούτε με κοίταξε καλά-καλά, μα νομίζω πως η φωνή της είχε συμπόνια. Ήταν χαράματα. Δε θυμάμαι τι καιρό έκανε έξω, θυμάμαι μόνο πως δεν κρύωνα και σκεφτόμουνα, όπως περπατούσα πως το όνομα Σταυρούλα και το άσπρο χρώμα δε μ’ άρεσαν. Ήταν τέλη Μαρτίου 1955.