Η σονάτα μου

Λυπάμαι, αυτό που σκέφτηκα,

 ντρέπομαι να το πω,

 έτσι

το πήρε και το σήκωσε η σκόνη

που η γυναίκα φεύγοντας υψώνει.

Το πήρε και το σκλάβωσε η χορδή

σονάτα κρεμασμένη σε βιολί.

Το άρπαξε ο αγέρας που φουσκώνει

στη θάλασσα παντιέρα το απλώνει.

Το έθαψε η μάνα σφραγισμένο

υπέρ νεκρών πρόσφορο ζυμωμένο.

Το κλώτσησε σαν τόπι το παιδί

κουρέλι ξεφτισμένο στην αυλή.

Το τύλιξε σαν σάβανο, λύκος ημερωμένος

ο έρωτας ο παλαιός μα τώρα πεθαμένος.

Εκείνη

την Τρίτη Ημέρα φθάνει στην Φθία

μ΄ένα καράβι φάντασμα

φθαρμένη πανοπλία.