Γιώργος Κουμεντάκης: "Με τη Φραγκογιαννού, ακόμα και σήμερα, αισθάνομαι δέος"

Η νέα όπερα του Γιώργου Κουμεντάκη -παραγγελία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής- παρουσιάζεται σε παγκόσμια πρώτη στις 19 Νοεμβρίου 2014 στην αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών. Το λιμπρέτο του Γιάννη Σβώλου βασίζεται σε ένα από τα σπουδαιότερα έργα της ελληνικής λογοτεχνίας, τη Φόνισσα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Μια μεγάλη παραγωγή σε μουσική διεύθυνση Βασίλη Χριστόπουλου και σκηνοθεσία Αλέξανδρου Ευκλείδη.Η Φόνισσα εντάσσεται στην κατηγορία  της «Literaturoper»,καθώς πρόκειται για όπερα απ’ ευθείας βασισμένη σε ένα λογοτεχνικό έργο.Βεβαίως,δεν πρόκειται για καινοφανές εγχείρημα,αντιθέτως εγγράφεται στον πυρήνα της λυρικής τέχνης από τις απαρχές της, στον πρώιμο 17ο αιώνα, και πολύ πιο έντονα κατά τον 18 ο, 19οκαι 20ο και πάντα συντελείται σε σαφώς αναγνωρίσιμη συνάφεια προς το πρωτότυπο.Θεατρικά και λογοτεχνικά έργα των Ελλήνων τραγικών, του Μεταστάζιο, του Σαίξπηρ, του Ουγκώ, του Μεριμέ, του Γκαίτε, του Γουώλτερ Σκοτ, του Μπύχνερ,του Ντ’ Ανούντσιο,του Χόφμανσταλ,του Μαίτερλινκ,του Ντοστογιέφσκι,του Γκόγκολ και του Καζαντζάκη έχουν γίνει βάση για επιτυχημένες όπερες συνθετών του μπαρόκ,του κλασικισμού,το ρομαντισμού και του μοντερνισμού.“Όταν πρότεινα στον Γιώργο Κουμεντάκη τη σύνθεση μιας όπερας επάνω στη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη, δικό μου κίνητρο ήταν το ενδιαφέρον για τον θερμό ψυχολογικό πυρήνα της νουβέλας, η αναμέτρηση με τις συσσωρευμένες φορτίσεις του εμβληματικού αυτού έργου στη διαχρονία και η περιέργεια να το δω και να το ακούσω μελοποιημένο σε μια σύγχρονη μουσική γλώσσα» αναφέρει ο συγγραφέας του ποιητικού κειμένου, Γιάννης Σβώλος.Η μουσική του Κουμεντάκη δεν επιχειρεί μια αναβίωση εποχής, αλλά μια “εσωτερική αναβίωση” του ψυχογραφήματος της ίδιας της Φραγκογιαννούς. H σύνθεση ακολουθεί κάθε βήμα της Φόνισσας-άλλοτε εξωτερικεύει τον ψυχισμό της και άλλοτε βυθίζεται στους σκοτεινούς και ανήλιαγους, υπόγειους διαδρόμους της ψυχής της.Η δράση της όπερας παρακολουθεί αυτήν του μυθιστορήματος, συμπυκνώνοντάς την στα ουσιώδη.Πρωταγωνιστεί η Χαδούλα ή Φραγκογιαννού, μια βασανισμένη μεσόκοπη γυναίκα που έχει αναλώσει τη ζωή της υπηρετώντας τους άλλους:γονείς,σύζυγο,παιδιά,εγγόνια. Απαυδισμένη και αντιλαμβανόμενη τη δυσμενή θέση των γυναικών σε φτωχές,αγροτικές κοινωνίες όπως η δική της,καταλήγει να πιστέψει ότι είναι αποστολή της να απαλλάξει τον κόσμο από τα κορίτσια.Ξεκινά στραγγαλίζοντας τη νεογέννητη εγγονή της και, επαναλαμβάνει το φονικό, πνίγοντας άλλα κορίτσια σε νερό. Καταδιωκόμενη στα βουνά από τις αρχές, η Φραγκογιαννού αποφασίζει να εξομολογηθεί, αλλά χάνεται στη θάλασσα καθώς προσπαθεί να φτάσει στο ερημητήριο του Αγίου Σώστη. Στα αξιοσημείωτα της παράστασης πρέπει ν΄αναφέρουμε ότι την σκηνική επιμέλεια έχει αναλάβει ο βολιώτης Πέτρος Τουλούδης, στη σκηνική εγκατάσταση του οποίου βλέπουμε το τοπίο ενός οικισμού δίπλα στη θάλασσα. Με ευαισθησία και πρωτοτυπία αποτυπώνεται η ελληνικότητα, ο ανοιχτός ορίζοντας, αλλά και η ανατροπή στη Β’ Πράξη της καταδίωξης, όπου τα πάντα αναποδογυρίζονται.Έτσι αντί να τρέχει η φόνισσα προς τα βουνά, όπως περιγράφει ο Παπαδιαμάντης, στην παράσταση συμβαίνει το αντίθετο. Η φόνισσα μένει ακίνητη και η φύση είναι αυτή που γυρίζει γύρω της,την περικυκλώνει,την πνίγει και στο τέλος χάνεται.Την τελευταία εικοσαετία ο Γιώργος Κουμεντάκης έχει αναδειχτεί σε έναν από τους σημαντικότερους Έλληνες συνθέτες στην Ελλάδα και το εξωτερικό.Έργα του παρουσιάζονται τακτικά σε σημαντικές αίθουσες και φεστιβάλ σε όλο τον κόσμο.Το 1985 ο Γκιόργκι Λίγκετι, ένας από τους πατριάρχες του μουσικού μοντερνισμού, ξεχώρισε το ταλέντο του ανάμεσα σε άλλους νέους Ευρωπαίους συνθέτες.Το 1992 κέρδισε το περίφημο Prix de Rome ενώ την περίοδο 1998-2000 εργάστηκε ως composer in residence για την Κλίο Γκουλντ και το σύνολο BT Scottish Ensemble στο Λονδίνο.Το 2004 διετέλεσε μουσικός διευθυντής, συνθέτης και δημιουργός μουσικού σεναρίου των τελετών έναρξης και λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων-Αθήνα 2004.Το 2007/8 συμμετείχε στο Πολιτιστικό Έτος της Ελλάδας στην Κίνα με τη Συμφωνική Ορχήστρα του Πεκίνου υπό τον Ταν Λίχουα.Το 2008 συνέθεσε το έργο «Point of no Return» μετά από ανάθεση του Kronos Quartet.Το 2012 η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του αφιέρωσε τον κύκλο συναυλιών «Πορτρέτο συνθέτη» με σειρά παραστάσεων και συναυλιών.Στη συνέντευξη που ακολουθεί ξεδιπλώνει τις σκέψεις του και τον τρόπο με τον οποίο εμπνεύστηκε την σύνθεση της νέας του όπερας.

Πώς αποφασίσατε να επιλέξετε το διήγημα «Φόνισσα» και όχι κάποιο άλλο έργο του Παπαδιαμάντη προκειμένου να συνθέσετε την ομώνυμη όπερα; Ποιά στοχεία προκάλεσαν το ενδιαφέρον σας;

Η Φόνισσα είναι ένα από τα πιο σημαντικά έργα της ελληνικής και όχι μόνο λογοτεχνίας. Με συγκινεί βαθιά η γλώσσα και η ποιητική δύναμη του λόγου του Παπαδιαμάντη. Επίσης ο χαρακτήρας της Φραγκογιαννούς είναι πολυσύνθετος και  επιτρέπει τη μεταφορά και τη μετουσίωσή του σε τραγικό πρόσωπο του λυρικού θεάτρου.Η ανθρώπινη φύση και η ψυχολογία της Φόνισσας δοκιμάζουν τα όρια της ανθρώπινης φωνής και του τραγουδιού και φτάνουν σε ακραίες καταστάσεις. Μόνο η φωνή στο τραγούδι μπορεί να αποδώσει και να εκφράσει τόσο έντονα και πολύπλοκα συναισθήματα, ακόμα και στην περίπτωση που οι λέξεις γίνονται ακατάληπτες κραυγές και λυγμοί. Μόνο η μουσική μπορεί να φτάσει σε αντίστοιχες δραματικές κορυφώσεις, αλλά και σε έντονα συγκινητικές στιγμές. Αυτός ήταν ο λόγος που άφησα τη μουσική να με οδηγήσει στα βάθη της ψυχής της Φραγκογιαννούς. Ήταν ο πιο ασφαλής δρόμος να πλησιάσω την περίεργη ψυχοσύνθεση της .Οικειότητα είχα με τον Παπαδιαμάντη από τα παιδικά μου χρόνια.Με την Φραγκογιαννού ακόμα και τώρα,τρία χρόνια μετά την περιπέτεια της σύνθεσης,αισθάνομαι δέος.Την τοποθέτησα ψηλά, σαν ένα υπέρτατο φυσικό φαινόμενο, μπροστά στο οποίο αισθάνομαι μικρός και ανήμπορος να το αντιμετωπίσω.Από τότε που άρχισα να γράφω τη μουσική,ο Παπαδιαμάντης ήταν η καθημερινή μου παρέα.Η Φόνισσα συνεχώς μου ξέφευγε.Τώρα στις πρόβες συνειδητοποιώ την φυσική της παρουσία και σ’ αυτό βοηθάνε πολύ οι συγκλονιστικές ερμηνείες της Ειρήνης Τσιρακίδου και της Τζούλιας Σουγλάκου,που υποδύονται εναλλάξ την Φόνισσα.Γενικώς αισθάνομαι πολύ τυχερός για τους συνεργάτες μου.Ο Γιάννης Σβώλος έδωσε γερές βάσεις με το λιμπρέτο του.Ο Ευκλείδης βρήκε έναν πολύ πειστικό, ευφυή θεατρικό τρόπο προσέγγισης και ερμηνείας του έργου,ο εικαστικός Πέτρος Τουλούδης έχει υπερβεί με την αισθητική του ματιά ακόμα και την πιο φιλόδοξη επιθυμία μου για τον σκηνικό χώρο.Ο μαέστρος Βασίλης Χριστόπουλος, οι μουσικοί της ορχήστρας, οι χορωδίες και το σύνολο των πολυφωνικών με την Μάρθα Μαυροειδή και την ομάδα της, αλλά και όλοι οι υπόλοιποι ρόλοι της όπερας απογειώνουν τη μουσική με αγάπη.

Θελήσατε να παραμείνετε πιστός στη μορφή και στο πνεύμα του κειμένου ή προχωρήσατε σε κάποιες μετατροπές χάριν της μουσικής απόδοσης του έργου;

Δεν είχα καμία πρόθεση να αντιπαρατεθώ με το πνεύμα του έργου.Το ενδιαφέρον  είναι ότι το ίδιο το κείμενο παραμένει, ακόμα και στις μέρες μας, ανοιχτό σε πολλαπλές ερμηνείες, όπως άλλωστε συμβαίνει με τα μεγάλα έργα που δεν φοβούνται, αλλά αντιθέτως επιζητούν την διαχρονική τους καταξίωση.Τα σπουδαία έργα αντέχουν σε όλες τις δοκιμασίες.Έχω μάλιστα την εντύπωση ότι ο Παπαδιαμάντης θα διασκεδάζει από εκεί που βρίσκεται με τις ερμηνευτικές αντοχές των αναλυτών του και ακόμα περισσότερο με την αφεντιά μου, για την οπερατική μεταφορά της Φόνισσας.

Η χρήση της μουσικής-και ειδικά από την όπερα που ως είδος δεν γνωρίζει τόσο μεγάλη απήχηση στην ελληνική κοινωνία-πιστεύετε ότι διευκολύνει την πρόσληψη και την εκδήλωση μεγαλύτερου ενδιαφέροντος προς το έργο και το ύφος του Παπαδιαμάντη;

Δεν έχει ανάγκη ο Παπαδιαμάντης για τέτοιου είδους διευκολύνσεις. Εγώ έχω ανάγκη την πεζογραφία του και την σταθερή του αξία για να χτίσω τη μουσική μου. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι ο σεβασμός στο έργο του σταματά το προσωπικό μου βλέμμα για την ερμηνεία των χαρακτήρων της όπερας. Αντιθέτως με προκαλεί να φτάσω στα άκρα της ερμηνευτικής πρόκλησης και να μην φοβηθώ να εκτεθώ και να εκθέσω τις προσωπικές μου αναστολές. Όταν έχεις μπροστά σου τη Φόνισσα, όταν σου συστήνεται μια τέτοια μορφή, οι ευγένειες περιττεύουν.

Η αίσθηση που αφήνει το έργο του Παπαδιαμάντη είναι ότι περιορίζεται στα στενά όρια μιας θεατρικής σκηνής ή σφύζει από εικόνες της φύσης, οι οποίες όμως δύσκολα αποτυπώνονται στα πλαίσια μιας οπερατικής σύνθεσης;

Η μουσική έχει στη φύση της τον τρόπο να διηγείται χωρίς να γίνεται περιγραφική.Ακόμα και όταν μιμείται τη φύση,τα πουλιά και τη θάλασσα, πράγμα που συμβαίνει αρκετές φορές στην όπερά μου, στοχεύει στην αλήθεια του συναισθήματος ως ψυχοακουστική εμπειρία.Η εικόνα που έχω όταν σκέφτομαι τη μουσική σαν έννοια, είναι μια τεράστια σκάλα που σε πηγαίνει συνεχώς προς στα πάνω.Εκεί ψηλά θα ήθελα να συναντήσω την δικιά μου Φραγκογιαννού.  

Σε ποια σημεία συγγενεύει η μουσική με την λογοτεχνία;

Ο τρόπος με τον οποίον ο Παπαδιαμάντης οργανώνει το αφηγηματικό του υλικό, δεν απέχει από τη δομή ενός μουσικού έργου. Επίσης η μελοποίηση ανιχνεύει τον ρυθμό του λόγου, την δυναμική των νοημάτων, τις επαναλήψεις,την στατικότητα, τον συμβολισμό,την χρονικότητα και πολλές ακόμα παράλληλες έννοιες.

Συμφωνείτε με την άποψη ότι το έργο του Παπαδιαμάντη διαπνέεται από ένα έντονο θρησκευτικό συναίσθημα;

Στην δικιά μας προσέγγιση ο θρησκευτικός χαρακτήρας είναι παρόν από τις πρώτες νότες. Βασικός φορέας και εκφραστής του θρησκευτικού συναισθήματος είναι ο ανδρικός χορός που βρίσκεται πάντα στο πίσω και πάνω μέρος της σκηνής, με  υπερβατικό τρόπο, κρατώντας το βυζαντινό «ίσο»,το ισοκράτημα της πλοκής,σε όλη τη διάρκεια της όπερας.Επίσης υπάρχουν δύο προσευχές της Φραγκογιαννούς: στην πρώτη παρακαλεί τον  Αι Γιάννη τον Κρυφό να της δώσει σημείο για να συνεχίσει τους φόνους και στη δεύτερη παρακαλεί τον Θεό να την ελεήσει για τις πράξεις της, σε ένα παραλήρημα απόγνωσης και τρέλας.Επίσης ο διάλογος με τον Ιωάσαφ αποτελεί σημαντικό σημείο συνάντησης.Αλλά και η τελευταία πράξη του δράματος έχει τη θεϊκή σφραγίδα, ως ύψιστη αποχή και εγκατάλειψη, της συγχώρεσης που διακαώς περιμένει.