Μετεκλογικά καφενεία: Επιστροφή της κανονικότητας: Μέρος Γ’ – Η Μεγάλη πορεία προς τα  γαριδάκια

Η διάταξη στο πεζόδρομο έχει ως εξής: Εγώ βρίσκομαι στα δεξιά του Γιάνη Σιώκου – υπογράφει κι αυτός μ’ ένα νι, ο οποίος κάθεται στην πάνω κορφή του τραπεζιού. Στα δεξιά μου έχω τον Πάνο, ο οποίος κάθεται αριστερά του Μίκη. Στην κάτω κορυφή είναι ο Γκάτσος, ενώ στα αριστερά του Σίωκου έχουν κάτσει οι Νομικός και ο Κατακουζηνός, οι οποίοι είχαν κάτσει – αρχικά –  με πλάτη στο  red flag, αλλά τώρα έχουν ανασηκωθεί και παρατηρούν – με μουρόχαβλο ύφος – το θέαμα.  Οι Κομνηνός και Κρητικόπουλος στέκονται όρθιοι στην κάτω αριστερή γωνία – στα δεξιά του Γκάτσου. Μπροστά είναι ο Κομνηνός, κι από πίσω του ο Κρητικόπουλος, ο οποίος είναι και πιο ψηλός από τον Κομνηνό…

Κι όλοι παρακολουθούμε σα χάνοι τις κοπέλες, δηλαδή τη Ρούλα και την κυρία Δάφνη Αρχοντοπούλου, να μας πλησιάζουν…

Και καθώς πλησιάζουν ολοένα και πιο πολύ, μια παράξενη χορωδία αρχίζει να ηχεί:

Μνί…, μνι…, στι – κή, μνι…, μνι…, στι – κή  

Πα…, πα…, πα…, πα

Μνί…, μνι…, στι – κή, μνι…, μνι…, στι – κή 

Πφ…, πφ…, πφ…, πφ

Με την άφιξη των κοριτσιών η περίεργη αυτή σύνθεση ηχητικών εφέ γίνεται πιο ρυθμική:

Μνί, μνι, στι – κή, μνι, μνι, στι – κή 

Πα – πα, πα –  πα

Μνί, μνι, στι – κή, μνι, μνι, στι – κή 

Πφ –  πφ, πφ –  πφ

Προτού συνεχίσουμε την διήγηση καλό είναι να κάνουμε μια μικρή αναφορά στο ντύσιμο των δύο μεγάλο – κοριτσιών. Και αυτό γιατί δεν επιθυμούμε επ’ ουδενί να εισέλθουμε σε πικάντικες ενδυματολογικές λεπτομέρειες, οι οποίες, έτσι κι αλλιώς, ούτε αφορούν, αλλά ούτε κι ενδιαφέρουν τους αγαπητούς αναγνώστες μας…

Μονάχα μια μικρή αναφορά…

Η Ρούλα ήταν ντυμένη λιγουλάκι έξαλλα: φορούσε ένα ανοιχτόχρωμο – διάφανο φόρεμα –  ή κάτι σαν παρεό. Από μέσα φορούσε ένα σχετικά σκουρόχρωμο μπικίνι, κι από πάνω, ένα επίσης στενό μαγιό σουτιέν – του ιδίου χρώματος…

Αντίθετα, η Κυρία Δάφνη ήταν σαφώς πιο διακριτικά – και αριστοκρατικά –  γδυμέ… εεε, ντυμένη, αφού το διαφανές κι εφαρμοστό φόρεμα που φορούσε ήταν μπλε σκούρου χρώματος, γεγονός που αποθάρρυνε τα αδιάκριτα βλέμματα να παρατηρήσουν ότι από μέσα φορούσε λευκό – ή ανοιχτόχρωμο – μαγιό, σαφώς λιγότερο μικρό από εκείνο της Ρούλας

Επίσης, και οι δύο φορούσανε σανδάλια – με μεσαίο τακούνι…

Αλλά που είχαμε μείνει;

Α, ναι:   

Γκρο πλαν στη Ρούλα, η οποία κάνει και την αρχή:

«Γεια σας, τρελά αγόρια! Ήρθαμε να σας φάμε τα γαριδάκια!!»

[Ααα, δεν αρχίσαμε καλά!]

Η κάμερα πάει στον Σιώκο: Πα – πα, πα –  πα/  Πα – πα, πα –  πα

Κι ύστερα στον Κομνηνό: Πφ –  πφ, πφ –  πφ/ Πφ –  πφ, πφ –  πφ

Και μετά στον Κρητικόπουλο Μνί – στι – κή, μνι –  στι – κή/  Μνί – στι – κή, μνι – στι – κή 

Και συνεχίζει – ακόμα πιο αισθησιακά:

«Σώθηκαν τα γαριδάκια στο μαγαζί και ήρθαμε να πάρουμε από εσάς!»

Και – παραπονιάρικα:

«Μπουχτίσαμε πια με τα πατατάκια!»

Και  –  απευθυνόμενη στην κυρία Δάφνη:

«Αν και τα πατατάκια που αγόρασαν τα κορίτσια  είναι πολύ ωραία! Ε, Νταιζούλα μου;»  

[Νταιζούλα της; Νταιζούλα της;;  Νταιζούλα της;;; Αν ο Μίκης όμως τολμούσε να την προσφωνήσει   «Νταιζούλα της» …εεε,  «Νταιζούλα μου» την  Νταιζούλα του, θα είχε γίνει της Κορέας!!! Σαπούνι θα τον είχε κάνει]

Η κυρία Δάφνη – αφού βαριαναστενάζει: 

«Μμμμμμ, φανταστικά!»

[Είναι προφανές ότι το κάνουν επίτηδες! Πρόκειται, στα σίγουρα, για ακόμα μια δόλια πλεκτάνη της Χρύσας, την οποία διεκπεραιώνουν οι δύο φιλενάδες της, με τρόπο  σαδιστικό, αδίστακτο και κυνικό!  

Είναι γελοίες! Γελοίες!! Γελοίεεεεες!!]

Ρούλα, ξανά:

«Εγώ λέω ν’ αρχίσω από τα γαριδάκια του Παναγιωτάκη!»

Κυρία Δάφνη – σκερτσόζικα:

«Κι εγώ από τα γαριδάκια του Μισελάκι!»

«Και μετά δοκιμάζουμε κι από τα άλλα! Ε, Νταιζούλα μου;»

[Πλήρες γεύμα!   Πλήρες γεύμα!!]

Ρούλα και κυρία Δάφνη ξεκινάνε, με αργό και σεμνά αισθησιακό βηματισμό  για τα γαριδάκια του Πάνου και του Μίκη. Αλλά για να κόψουν δρόμο – για να μην κάνουν κύκλο, δηλαδή, περνώντας πίσω από τις πλάτες μας –  επιλέγουν να περάσουν από μπροστά μας, εκμεταλλευόμενες το γεγονός ότι οι περισσότεροι από εμάς έχουμε κάτσει με απλωμένα  τα πόδια – κάπως μακριά δηλαδή από το τραπέζι…   

Αφού περνούν σχετικά διακριτικά από τους Κομνηνό και Κρητικόπουλο – όχι όμως και από τα γουρλωμένα βλέμματά τους, που τις ακολουθούν ευλαβικά – , περνάν αρχικά πάνω από τον Αχιλλέα, ο οποίος όμως δεν τις παρατηρεί αφού μιλάει στο τηλέφωνο:

«Μα…, μα…, αφού την τάισα τη μικρή, Αμαλία μου, γιατί με βρίζεις τόσο χυδαία;»

Ουδέν σχόλιο… 

Ύστερα, κι αφού ξεπέρασαν επιτυχώς το εύκολο εμπόδιο του Αχιλλέα, περνάνε στον φλεγματικό Κατακουζηνό…

Κατακουζηνός – καθώς οι κοπέλες τον προσπερνάνε:

«Γκούχου…, Γκούχου, Γκούχου…, Γκούχου»

Ύστερα σειρά έχει ο Σιώκος, ο οποίος, καθώς οι κυρίες τον προσπερνάνε, υψώνει ένα μπολ με γαριδάκια κι αναφωνεί:

«Πα, πα, πα, πα… Γα, γα, γα, γα…»

Και

«Πα, πα, πα, πα… Γα, γα, γα, γα…»

Επόμενος σταθμός στην πορεία προς τα γαριδάκια είμαι εγώ φυσικά…

Πρώτη επιχειρεί να με περάσει η Ρούλα…

Καθώς όμως σηκώνει το δεξί της πόδι για να με πηδήξει, κάνω την κίνηση μου:

«Περιμένετε, καλές μου Κυρίες, να κάνω λίγο πιο πίσω την καρέκλα για…»

Η Ρούλα όμως είναι αποφασισμένη

«Όχι, Μάνο μου… Δε χρειάζεται… Μπορώ να σε πηδήξω!»

Πόρνη! Πόρνη!! Ιερόδουλη!!!

Μου απαντάει, με αργή κι  άκρως αισθησιακή φωνή…

Κι ευθύς αμέσως επιχειρεί να με πηδήξει. Αλλά επειδή εκείνη ακριβώς την στιγμή τραβιέμαι προς τα πίσω, η Ρούλα παραπατάει και πέφτει – κάθεται –  απάνω μου…

Και ξανακούγονται τα γνώριμα – αν και κάπως τροποποιημένα –  ηχητικά εφέ:

«Παπα, γαγα/  Παπα, γαγα/  Παπα, γαγα»

«Πφου, πφου/ πφου, πφου/ Πφου,  πφου/ Πφου, πφου/ πφου, πφου/ πφου πφου»  

«Μονιστική, μονιστική,  μονιστική»

Εν πάση περιπτώσει, ύστερα από μερικές στιγμές η Ρούλα καταφέρνει να ανασηκωθεί, στηριζόμενη –  με τις παλάμες της –  στο …εεε, στα …εεε, στους μηρούς μου, και να συνεχίσει την πορεία της προς τα γαριδάκια, αφού πρώτα με κοίταξε περίεργα, δαγκώνοντας ταυτόχρονα τα χείλη της – δεν κατάλαβα το γιατί – ίσως ξεράθηκαν τα χείλη της…         

Η διέλευση της Κυρίας Δάφνης από μπροστά μου έγινε χωρίς κανένα ατύχημα, καθώς πρόλαβα και της έκανα χώρο για να περάσει εύκολα, και οι δύο κυρίες φτάνουν στα γαριδάκια…

Συνεχίζεται...