Ο τίγρης εμαι εγώ

Εκεί στο κέντρο της σκηνής -ή μήπως στο κέντρο του τοίχου;- ένα πρόσωπο ακτινοβολεί, μια μορφή που του παράστεκε όσο ζούσε. Η μορφή του πατέρα που σκύβει πάνω στη κούνια, πάνω στο εφηβικό του κρεβάτι, όταν αυτός καθόταν στο ανασηκωμένο μαξιλάρι και διάβαζε ένα παραμύθι του Όσκαρ Ουάιλντ το Αηδόνι και το τριαντάφυλλο. Ο πατέρας του ήταν ψηλός. Οι δύο άκρες του μουστακιού του ήταν γυρισμένες προς τα πάνω. Το πρόσωπό του είχε οβάλ σχήμα. Τώρα είναι στο κάδρο, στο κέντρο του τοίχου. Κάποτε ήταν στο κέντρο της σκηνής. Κυνηγούσε μαζί με τον Ιβάν Τουργκένιεφ. Ήξερε τον Ρασκόλνικοφ, τον Σταυρόγκιν, θαύμαζε τον Νετσάγιεφ, ήταν σύντροφος του Ντουρούτι και δεν είχε ακόμη γνωρίσει τον Βίκτορ Σερζ, ούτε είχε προλάβει να γνωρίσει από κοντά τον Κροπότκιν, την Έμμα Γκόλντμαν, τον Μπακούνιν, τον Προυντόν, τον Μαξ Στίρνερ, τον Μπαμπέφ, τον Μάχνο και τον Μαλατέστα. Του 'λεγε εκεί καθώς έσκυβε στο κρεβάτι του μια φράση, την ίδια πάντα: Για να ξεσηκώσουμε τους ανθρώπους, πρέπει να έχουμε το διάβολο μέσα μας. Η φράση ανήκε στον Μιχαήλ Μπακούνιν.

    Ήταν αισιόδοξος ο πατέρας του, όσο και αν η φιλοσοφία τον έκανε απαισιόδοξο. Ανέβαινε σε κείνο το πλάτωμα στο Μπουένος Άιρες που έμοιαζε πολύ με κείνο το λόφο που έχει ανέβει εκείνος ο αναμαλλιασμένος ρομαντικός στο πίνακα του Κάσπαρ Νταβίντ Φρίντριχ. Σ' ότι είχε γράψει, αλλά και σ' ότι είχε πει προφορικά αλλά και στην διαθήκη του δέσποζε μια άλλη φράση: Είσαστε άθλια απομονωμένα υποκείμενα. Χρεοκοπήσατε. Ο ρόλος σας τελείωσε. Πηγαίνετε εκεί που ανήκετε, στο σκουπιδοντενεκέ της Ιστορίας. Και οι Μενσεβίκοι εξαφανίστηκαν εκείνον τον Οκτώβρη του 1917. Και ο Τρότσκι - αυτός είπε τη φράση - έζησε ως το 1940 και ζει ακόμα στο προσκήνιο και όχι στον σκουπιδοντενεκέ της Ιστορίας εξαιτίας του τσεκουριού του Ραμόν Μερκαντέρ.

   Έτσι ήταν ο πατέρας. Αυτός ήταν- και κείνος ευχόταν να είχαν κι άλλοι ένα τέτοιο πατέρα. Αλλά ο πατέρας χάθηκε στο χιόνι, εκείνη την ημέρα - μέρα ήταν; - που είχε ξεσπάσει θύελλα. Πάντα οι θύελλες εξαιτίας της σφοδρότητας του αέρα παρασέρνουν ανθρώπους και μαζί μ' αυτούς και την ιστορία τους. Αλλά ο πατέρας αυτός είχε ένα γιο. Και έτσι η ιστορία του δε χάθηκε.

        Ζούσαν τότε στο Παλέρμο. Είχαν κλειδωμένη μια τίγρη σ' ένα κλουβί με ψηλά κάγκελα, - η αλήθεια είναι πως μπορεί και να μην ήταν τίγρη αλλά η Κόντσα Περέζ του Πιέρ Λουί, ο θηλυκός Τζέκυλ- Χάιντ. Εν πάσει περιπτώσει, όπως και να 'χει η Κόντσα ή Κοντσίτα, ήταν τίγρης, αν καταλαβαίνετε τι θέλω να πω: Κάθε γυναίκα είναι ένα αιλουροειδές, ιδίως η Κόντσα, ή Κοντσίτα. Αυτήν την τίγρη, λοιπόν, πήρε το ρίσκο - ο γιος τώρα έτσι; - και της άνοιξε την πόρτα του κλουβιού με τα ψηλά κάγκελα. Η τίγρη έμοιαζε ευχαριστημένη στην αρχή, και με το κεφάλι της του χάιδεψε το μηρό. Ύστερα σάστισε, πού να βάλεις τόση άπλα; Πού να χωρέσεις τόσο χώρο; Τόση ελευθερία; Για μια στιγμή η τίγρη σκέφτηκε πως θά ‘ταν προτιμότερο να στριφογυρίζει σε κείνο το κλουβί 4Χ4. Γιατί εκεί ήταν ήσυχη και ασφαλής και δεν χρειαζόταν να κάνει τίποτα άλλο παρά να ξαπλώνει σαν οδαλίσκη του Ματίς, και να κοιτά με το νυσταγμένο βλέμμα της ανάμεσα στα κάγκελα την Κόντσα με το μαστίγιο και τον Αντρέ Στεβενόλ που την τριγύριζε και κείνη χτυπούσε το μαστίγιό της στο έδαφος και ξεσήκωνε σύννεφο σκόνης και έκανε τα χαλίκια να αναπηδούν. Αυτό το χτύπημα ήταν αρκετό για να καθυποτάξει την αιλουροειδή της φύση. Ήταν αρκετό για να καθησυχάσει και να γαληνέψει τη φύση της τίγρης που είχε μέσα της. Αν το καλοσκεφτείς η τίγρη είχε περισσότερη καρδιά από την άκαρδη Κόντσα, που βασάνιζε το Αντρέ Στεβενόλ. Για μια στιγμή η τίγρη έκανε μια στροφή 180 μοιρών και έφτασε μέχρι την είσοδο του κλουβιού, αλλά φαίνεται πως το μετάνιωσε γιατί είδε το φάντασμα της Κόντσα και το μαστίγιό της να χτυπά με δύναμη το έδαφος. Η Κόντσα ήταν τώρα μέσα στο κλουβί και η τίγρη έξω απ' αυτό.  Δεν είχε άλλο δρόμο και αυτός που της έδωσε την ελευθερία της, της είχε ψιθυρίσει στ' αυτί, λίγο μετά από τη στιγμή που της άνοιξε την πόρτα του καγκελόφραχτου κλουβιού της: ''Πήγαινε τώρα. Είσαι ελεύθερη. Πρόσεχε μόνο. Πρέπει να γυρίσεις πίσω πριν νυχτώσει''. Όταν ο γιός της είχε ανοίξει την πόρτα του κλουβιού ήδη αχνόφεγγε ένα απίστευτα ροζ ξημέρωμα. Εκείνη το ήξερε, το έβλεπε καθαρά πως στο κλουβί δεν θα είχε ούτε σκοτούρες ούτε ευθύνες ούτε μεταμορφώσεις.

   Τώρα ήταν οκτώ το πρωί και ο κόσμος στη μεγάλη πλατεία του Παλέρμο είχε δει να περνάει δίπλα του μια πανέμορφη κυρία ντυμένη στα μαύρα, μ' ένα μεγάλο καπέλο που το μπορ του σήκωνε ένα τσαμπί κίτρινο σταφύλι. Η κυρία αυτή δεν ήταν άλλη από την Κόντσα - τίγρη. Έπρεπε, λοιπόν, να πάει σε τρεις διαφορετικές διευθύνσεις: στην οδό Σταβέντο 7, στην οδό Σιάννα 143 και στην Πιάτσα ντελ Πόπολο και να σκοτώσει τον Φίλιππο Θαρθουέλο, τον Νικολό Μασαβέτι και τον Μπενίτο Φορτούνιο  με το μαχαίρι που κρατούσε σφιχτά στη χούφτα της. Ήξερε πως αν συναντούσε οποιαδήποτε δυσκολία, την παραμικρή αντίσταση, θα μεταμορφωνόταν σε τίγρη σ' αυτήν που είχε μέσα της, ή που ήταν μέσα της και έτσι η αποστολή της θα στεφόταν με επιτυχία. Γιατί έπρεπε να κάνει αυτούς τους φόνους; Δεν ήταν και πολύ ξεκαθαρισμένο ωστόσο πήρχαν τρεις εκδοχές:

 

        Η πρώτη έλεγε πως οι τρεις αυτοί 98, 94 και 90 ετών ήταν οι τρεις που είχαν δικάσει τον πατέρα σε φυλάκιση επτάμιση ετών για αντιστασιακές πράξεις εναντίον του φασιστικού καθεστώτος λίγο πριν τη Δημοκρατία του Σαλό.

   Η δεύτερη εκδοχή, ήταν ότι αυτοί οι τρεις ο Φίλιππο Θαρθουέλο, 64 ετών, ο Νικολό Μασαβέτι 61 και ο Μπενίτο Φορτούνιο 65 ετών- οι τρεις γιοι των προηγούμενων- ήταν μέλη της μαφίας του Παλέρμο και είχαν κυνηγήσει ανηλεώς τον συνομήλικό τους τότε πατέρα. Η τρίτη εκδοχή είναι ότι οι τρεις αυτοί ηλικίας: 35, 37 και 39 χρονών ήταν τρεις αντίζηλοι του πατέρα που απειλούσαν να κλέψουν τη γυναίκα του, την Κονστάνς, η οποία ευτυχώς, εξαιτίας και του ονόματός της, παρέμεινε σταθερή στο πλάι του.

   Άρα η Κόντσα Περέζ έπρεπε να σκοτώσει όχι τρεις, αλλά εννέα άντρες, τους πατέρες, τους γιους και τους εγγονούς. Και τα κατάφερε. Σκότωσε και τους εννέα χωρίς καθόλου να χρειαστεί να μεταμορφωθεί σε τίγρη και όταν πια έπεσε το απόγευμα και πλησίαζε η νύχτα, γύρισε και περίμενε έξω από την κατακίτρινη πόρτα του νεαρού γιου που της είχε αναθέσει αυτή την αποστολή. Και τότε εκείνος γύρισε την αγκάλιασε απ' το λαιμό, έγειρε στον ώμο της και τη φίλησε. Σηκώθηκε όρθιος με την τίγρη στα πόδια του, ατένισε το εξίσου ροζ με το ξημέρωμα δειλινό και είπε σηκώνοντας το δεξί του χέρι για να συνοδεύσει την απαγγελία:

Ο χρόνος είναι ένα ποτάμι που με σέρνει, αλλά το ποτάμι είμαι εγώ

είναι ένας τίγρης που με σπαράζει, αλλά εγώ είμαι ο τίγρης.

Είναι μια φωτιά που με καίει, αλλά η φωτιά είμαι εγώ.

Ο κόσμος, δυστυχώς, είναι πραγματικός,

εγώ, δυστυχώς, είμαι ο Μπόρχες.