Φουσκωμένο μπαλόνι

 'Έπαιζες όταν ήσουν παιδί κάτω από άλλον ουρανό " 

Τσέζαρε Παβέζε

ο ουρανός μου ήταν στεγνός τα μάτια μου έκαιγαν-που δεν μπορούσα να κλάψω αυτό έφταιγε - κι όλο μαζευόταν ένας πόνος στην κοιλιά στριμωχνόταν ένα κουβάρι στριμμένο που άλλαζε θέση πότε δεξιά πότε αριστερά κι άφηνε ανάμεσα ένα κενό που ανεβοκατέβαινε μπαλόνι φουσκωμένο ως το στήθος και δεν είχα όρεξη για τίποτα,να πιω να φάω να παίξω να κοιμηθώ όλο μέσα καθόμουν και κάτι ζητούσε ο Πόνος και το Κενό αλλά δεν ήξερα ότι  μόνο ένιωθα τις κλωστές του κουβαριού να τυλίγονται αργά αργά αλλά σφιχτά και να μη ξετυλίγονται ούτε τη νύχτα και ένιωθα το κενό να γεμίζει σαν φούσκα με αέρα πάλι και πάλι χωρίς να μπορώ να τον βγάλω τρυπώντας τη φούσκα με μια βελόνα ώσπου ένα βράδυ ξαπλωμένη στύλωσα τα μάτια στο ταβάνι κι έβαλα όλη μου τη δύναμη να κοιμηθώ

 πάλευα όλη τη νύχτα να βρω μια χαραμάδα να δω τον ουρανό πώς είναι νυχτιάτικα τι καιρό  κάνει έξω  και τόση δύναμη φαίνεται πως έβαλα που στα σπλάχνα μου μέσα κάτι λύθηκε γλίστρησε- το κουβάρι θα ήταν- ο πόνος μαλάκωσε- το φουσκωμένο μπαλόνι θα  ξεφούσκωνε μάλλον- κι  ένα αεράκι  με δύναμη κύλησε προς τα πάνω στο ταβάνι μου  άνοιξε μια χαραμάδα και μια βροχούλα άρχισε να στάζει  σιγανά  μαλακά  όμορφα και δε με ένοιαζε που βρεχόταν το χαλάκι  παρά χαιρόμουν γελούσα  με υγρά μάτια δεν πονούσα στην κοιλιά μου πια  δεν ανεβοκατέβαινε τίποτα στο στήθος μου κι έλεγα τι καλά που είναι να κλαις