Η Ομορφιά του πατούσε στο Χώμα

Πατούσε το χώμα και πίσω του άφηνε να ανθίζουν λουλούδια. Στο λαιμό φορούσε πάντα ένα μαντήλι. Όταν φύσαγε το μαντήλι ανέμιζε στον αέρα. Τα μαλλιά του ήταν μακριά και ανέδιδαν μια μυρωδιά ανεμελιάς. Στο στόμα είχε ένα τσιγάρο αναμμένο ή  σβηστό. Έτσι τα χείλη του έμοιαζαν με αντλία που λειτουργούσε ακατάπαυστα. Ακατάπαυστα πετάριζαν και τα μάτια του. Για την ακρίβεια τα βλέφαρά του. Μακριά και λεπτεπίλεπτα. Όταν έκλειναν, θαρρούσες, πως έβλεπες τα κλειστά φτερά ενός παγωνιού. Ό,τι έβλεπε τον εντυπωσίαζε. Το σκεφτόταν καιρό. Το αναμασούσε. Το άφηνε πλάι του στο τραπέζι. Και φεύγοντας το έβαζε πάλι στην τσέπη του. Αν και τα περισσότερα παντελόνια του δεν είχαν τσέπες.  Άλλωστε δεν είχε τίποτα να βάλει σ' αυτές. Ένα πράγμα μόνο τον προβλημάτιζε, ένα παντελόνι χωρίς τσέπες δεν είναι ασφαλές μέρος να βάλεις τα χέρια σου. Και ήταν μακριά τα χέρια του και τα δάχτυλα μακριά και αυτά και λεπτά με νύχια πάντα περιποιημένα σ' ένα σχήμα που πρόδιδε πόσο καλοκαμωμένος ήταν. Κάποιοι αναρωτιόντουσαν γιατί είχε αυτή τη μανία να κρύβει τα χέρια του χώνοντας τα μέσα στις τσέπες, αντί να τα επιδεικνύει σε κάθε ευκαιρία. Φυσικά και δεν ήταν το μοναδικό πράγμα επάνω του που ξεχώριζε. Ολόκληρος ήταν ξεχωριστός και δεν τό ‘βλεπε μόνον αυτός, τό 'βλεπαν κι οι άλλοι. Οι άλλοι τον θαύμαζαν. Κάποιες τον κοιτούσαν με μια επιθυμία καθόλου ανομολόγητη. Μερικοί τον χάζευαν. Κι αυτόν και το μαντήλι του που ανέμιζε στον αέρα και τα ευωδιαστά μαλλιά του, τα θαυμαστά χέρια του και ας τά ‘κρυβε από αμηχανία, τα λουλούδια που άφηνε πίσω του, το παράστημά του, το αγέρωχο βάδισμα, το τσιγάρο στο στόμα. Μερικοί κουνούσαν το κεφάλι δεξιά-αριστερά και μουρμούριζαν: νά 'χα λίγη από την ομορφιά του και τι δεν θά ‘κανα! Και επειδή ήταν ακατόρθωτο να έχουν λίγη ή πολύ από την ομορφιά του την φθονούσαν, και μαζί μ' αυτή μισούσαν και αποστρέφονταν την ασχήμια τους, την κακομοιριά τους. Κι αυτό τους έκανε μικροπρεπείς. Εκδήλωναν βέβαια μπροστά του τον θαυμασμό τους, αναγνώριζαν την απόλυτη υπεροχή του, τον επαινούσαν, τον εκθείαζαν, τον προέτρεπαν να χρησιμοποιήσει την ομορφιά του σε βάρος τους. Σαν να ήταν εκείνος ο αφέντης, ο δυνάστης τους. Εκείνος δεν έμοιαζε όμως να δίνει και πολλή σημασία σ' όλα αυτά, γιατί τα λόγια τους του φαίνονταν κοινότοπα και χιλιοειπωμένα. Από τότε που γεννήθηκε ως τώρα δεν άκουγε παρά εγκώμια που τον έκαναν να βαριέται θανάσιμα, να πλήττει όταν συναντούσε όλους αυτούς τους κατ' επάγγελμα κόλακες, που κινδύνευε να τον κάνουν να πιστέψει πως όλος ο κόσμος είχε φτιαχτεί γι αυτόν. Πως ήταν ολόκληρος δικός του. Και μπορούσε να κάνει σ' αυτόν ότι τραβάει η ψυχή του. Ό,τι δηλαδή επιχειρεί ο κάθε άνθρωπος ερχόμενος σ' αυτόν τον κόσμο. Μόνο που οι άλλοι οι πολλοί, δεν είχαν τις ίδιες δυνατότητες, ενώ αυτός ήταν έλεγαν ένα ποίημα. Μα μήπως ένα ποίημα της φύσης δεν είναι ο καθείς από μας τους θνητούς που κουβαλάμε την μοίρα και τις δυνατότητές μας ως την έξοδο απ' αυτόν τον κόσμο;

        Ωστόσο δεν μπορεί κανείς να μην δεχθεί πως υπήρχε ανάμεσα σε κείνον και σ΄ αυτούς μια μεγάλη διαφορά. Ήταν όμορφος και κείνοι άσχημοι, ή περίπου, ή τέλος πάντων αδιάφοροι, ούτε όμορφοι ούτε άσχημοι, πράγμα που ήταν χειρότερο γιατί δεν ήταν παρά χλιαροί- ούτε θερμοί ούτε ψυχροί-και ο πάγος τους δεν έλιωνε. Αυτοί περνούσαν απαρατήρητοι, όσο θόρυβο και αν προκαλούσαν ενώ αυτός παρακαλούσε να μην τον κοιτούν. Δεν ξεχνούσε πως έτσι είχε γεννηθεί. Και δεν είχε διόλου προσπαθήσει γι' αυτό. Κάτι έπρεπε λοιπόν να κάνει, αφού είχε την καλή τύχη να γεννηθεί όμορφος.

   Το πρώτο που μπορεί να κάνει ένας όμορφος είναι να διατηρήσει την ομορφιά του - αν φυσικά θέλει να συνεχίσει να είναι κάτι τέτοιο. Γιατί αυτόν τον κούραζε συχνά αυτή η ομορφιά που του στερούσε την ένταξή του σ' ένα σύνολο. Πολλές φορές ήθελε να είναι λιγότερο όμορφος και να καταγίνεται με τις ασχολίες που καταγίνονταν οι άλλοι, ενώ αυτός καμιά σχέση δεν είχε με τις προσπάθειες των άλλων να ομορφύνουν. Θα μπορούσε ας πούμε να γίνει ένας όμορφος χειρώνακτας της ακρίβειας, ένας όμορφος της σκέψης, της ορθοφροσύνης, της συνέπειας, της ηθικής. Βέβαια σ' όλες αυτές τις δυνατότητες που ήταν προσπελάσιμες από πολλούς- ή έστω από αρκετούς- ουδόλως τον εμπόδιζε η ομορφιά του. Το αντίθετο. Οι άλλοι διατείνονταν πως δεν είχε κανένα λόγο να αναλωθεί σε οποιαδήποτε προσπάθεια να γίνει έξυπνος. Η μοίρα του ήταν - κατ' αυτούς - που ήταν πολλοί και ομονοούντες, ως ένα μεγάλο βαθμό, να είναι όμορφος και να παραμένει τέτοιος.

    Τα πνευματικά πράγματα ήταν κατάλληλα μόνο γι αυτούς. Η γνώμη τους πολλές φορές τον επηρέαζε αποφασιστικά. Κάποιες άλλες έπαιζε καταλυτικό ρόλο. Στο βάθος όμως, αν το καλοσκεφτείς, ήταν απολύτως καταπιεστικοί. Σκεφτόταν εκείνες τις στιγμές πως η μοίρα του ήταν άλλη και πως αν πήγαινε αντίθετα σ' αυτήν θα γινόταν δυο φορές αποσυνάγωγος.

    Μια καλοκαιρινή νύχτα έμεινε ξάγρυπνος. Ήταν μια δροσερή νύχτα, σπαρμένη γκρίζα σύννεφα. Η πιο βαθιά σκοτεινή της ώρα δεν ήταν ούτε σκοτεινή ούτε βαθιά. Εκείνη την ώρα πριν το ξημέρωμα, όταν κόντευε να χαράξει το πρώτο φως άρχισε να σκέφτεται μ' έναν τρόπο εξαιρετικά ιλιγγιώδη, ξέφρενο. Κι όταν τα γκρίζα σύννεφα άρχισαν να μικραίνουν την γκρίζα τους επιφάνεια, χωρίς διόλου να μετακινηθούν, γιατί εκείνη την παράξενη νύχτα καθόλου δε φυσούσε, πήρε την απόφαση να οξύνει τη σκέψη του, να αυξήσει τις δυνατότητες της αίσθησής του, να διώξει την πλήξη και την ψυχρότητα που άρχισε να τον καταλαμβάνει, ν’ αποκτήσει ακόμα μια δυνατότητα. Έτσι και αλλιώς χαμένος στην ομορφιά του ήταν. Όμως-και αυτό το σκέφτηκε κοιτώντας ένα σύννεφο - που του θύμιζε έναν ωκεανό χαρτογραφημένο πως υπάρχουν κι άλλα όμορφα πράγματα σ' αυτή τη ζωή, όπως το πνεύμα, η γνώση, η τέχνη, η επιστήμη, η φύση, η ζωή, και από την άλλη ένα σωρό άσχημα: η βλακεία, η κακότητα, η λαιμαργία, ο φθόνος, η μικρόνοια, η ανία, η φρίκη, το έγκλημα, η απέχθεια, το άχθος, η κατάρα, η χλεύη, η εκδίκηση, ο χρόνος που σώνεται, το κερί που σβήνει, το σκότος, ο πυθμένας, η σκληρότητα, η περιφρόνηση, η λήθη, το ανάποδα, το ελάχιστο, το καθόλου, το κενό, η μοναξιά, η δυστυχία, η τρέλα, η ανέχεια, η φτώχεια, το αβαθές, το κατέχειν, το φαίνεσθαι, το μη, το έρεβος ... Απ' όλα αυτά τα άμορφα, τα χωρίς σχήμα, τα δαιμονικά αυτός είχε τη δυνατότητα να τα αντιπαρέλθει, τουλάχιστον μέχρι να μαραθεί η ομορφιά του αυτή που πάντα τον έσωζε, τον δικαίωνε, και τον έκανε να έχει την αίσθηση της υπεροχής.