Κοχύλι

Γυμνός, Ιούλιο μήνα, στο καταμεσήμερο. Σ' ένα στενό κρεβάτι, ανάμεσα σε δυο σεντόνια χοντρά, ντρίλινα, με το μάγουλο πάνω στο μπράτσο μου που το γλείφω και γεύομαι την αρμύρα του (...) έχωσα κάτω από την άμμο το χέρι μου κι έπιασα το δικό της. Όλο το απόγεμα ύστερα τα γεράνια με κοίταζαν απ' τις αυλές με νόημα. Οι βάρκες, οι τραβηγμένες έξω στη στεριά, πήρανε κάτι γνώριμο, οικείο. Και το βράδυ, αργά, -  (Ελύτης)

της έβγαλα τα σκουλαρίκια και όταν ύστερα έψαξε για να τα βρει δεν τα βρήκε. Νομίζω πως το ένα, καθώς ρουφούσα το λοβό του αυτιού της, βρίσκεται στο στομάχι μου μαζί με το αλάτι που έγλειψα από το μπράτσο μου, μαζί με μια τρίχα απ' τα μαλλιά της. Τα 'χε κουρέψει κοντά, οι τρίχες ήταν μαλακές όπως των μωρών. Ύστερα πέσαμε να κολυμπήσουμε και όταν μας τύλιξε το νερό μοιάζαμε με δυο κουταλάκια μαστίχας μέσα σ' ένα ποτήρι με κρύο νερό. Το ποτήρι απ' έξω είχε ιδρώσει και νομίζω πως την έντυσα, αφού την είχα γδύσει προηγουμένως με το πούσι του Κόλια, μπορεί και με την άχνη, την άχνη ζάχαρη από το κέικ που έφτιαξε χθες το πρωί και είχε μέσα του φλούδες από γλυκό πορτοκάλι. Τότε ακούσαμε πως πέθανε ένας ποιητής και κείνη έβαλε τα κλάματα και εγώ για να την παρηγορήσω έβγαλα ένα κοχύλι απ' την κοιλιά μου, το σκουλαρίκι της.