Μοναχική ανθρώπινη φωνή (Одинокий человеческий голос)

Προσευχή για το Τσερνόμπιλ

(Το χρονικό του μέλλοντος)

 

Είμαστε αέρας, δεν είμαστε χώμα…

Μ. Μαμαρντασβίλι

Απόσπασμα:

«Δεν ξέρω για ποιο πράγμα να μιλήσω… Για τον θάνατο ή για την αγάπη; Ή μήπως είναι ίδια και τα δύο… Για ποιο;

…Παντρευτήκαμε πρόσφατα. Ακόμα και στον δρόμο περπατούσαμε χέρι χέρι, ακόμα κι όταν μπαίναμε στα μαγαζιά. Πάντα οι δυο μας. Του έλεγα: «Σ’ αγαπάω». Αλλά δεν ήξερα τότε πόσο τον αγαπούσα… Δεν το φανταζόμουν… Ζούσαμε στην εστία της πυροσβεστικής όπου υπηρετούσε. Στον δεύτερο όροφο. Εκεί υπήρχαν ακόμα τρεις οικογένειες νεαρών με μια κουζίνα όλοι μαζί. Και κάτω στον πρώτο όροφο ήταν τα αυτοκίνητα. Κόκκινα πυροσβεστικά αυτοκίνητα. Αυτή ήταν η δουλειά του. Και πάντα ήξερα: που είναι και τι κάνει. Μες τη νύχτα άκουσα κάποιο θόρυβο. Φωνές. Κοίταξα στο παράθυρο. Με είδε: «κλείσε τον φεγγίτη και πέσε να κοιμηθείς. Έχει πυρκαγιά στον σταθμό. Θα γυρίσω γρήγορα».

Δεν είδα κάποια έκρηξη. Μόνο φλόγες. Όλα, έγιναν σαν φως… Ολόκληρος ο ουρανός… Μεγάλες φλόγες. Καπνός. Τρομαχτική ζέστη. Και αυτός όλο και δεν έρχεται. Ο καπνός προερχόταν από την πίσσα, η στέγη του πυρηνικού σταθμού ήταν γεμάτη πίσσα. Περπατούσαν, όπως θυμήθηκε μετά, μέσα στην πίσσα. Σβήνανε τη φωτιά κι αυτή φούντωνε και μεγάλωνε. Ανέβηκε. Πετάγανε από την ταράτσα τον ζεματιστό γραφίτη με τα πόδια… Πήγαν χωρίς ειδικές στολές, όπως ήταν με τα πουκάμισα, έτσι πήγαν. Δεν τους προειδοποίησαν, τους κάλεσαν για μια συνηθισμένη πυρκαγιά…

Τέσσερις η ώρα… Πέντε η ώρα… Έξι… Στις έξι θέλαμε να φύγουμε για τους γονείς του. Να φυτέψουμε πατάτες. Από την πόλη Πρίπιατ μέχρι το χωριό Σπερίζε, όπου ζούσαν οι γονείς του είναι σαράντα χιλιόμετρα. Να σπέρνουμε, να οργώνουμε… Ήταν οι αγαπημένες του δουλειές… Η μητέρα του συχνά θυμόταν, πόσο θέλανε εκείνη και ο πατέρας του να μην φύγει για την πόλη, ακόμα και καινούργιο σπίτι έκτισαν. Τον πήραν στον στρατό. Υπηρέτησε στο στράτευμα στη Μόσχα στην πυροσβεστική και όταν γύρισε το μόνο που ήθελε ήταν να γίνει πυροσβέστης! Τίποτε άλλο δεν δεχόταν. (Σωπαίνει.)

Συχνά ακούω τη φωνή του… Ζωντανή… Ακόμα και η φωτογραφία δεν με αγγίζει τόσο, όσο η φωνή του. Όμως ποτέ δεν με καλεί. Και στα όνειρα… Εγώ είμαι αυτή που τον φωνάζω…

Εφτά η ώρα… Στις εφτά με ειδοποίησαν ότι είναι στο νοσοκομείο. Έτρεξα, όμως το νοσοκομείο είχε κιόλας περικυκλωθεί από αστυνομικούς, κανέναν δεν άφηναν να περάσει. Μόνο τα ασθενοφόρα έμπαιναν. Οι αστυνομικοί φώναζαν: είναι πολλά τα αυτοκίνητα, μην πλησιάζετε. Δεν ήμουν μόνη, όλες οι γυναίκες έτρεξαν, όλες, όσων οι άντρες τους εκείνη τη νύχτα ήταν στον σταθμό. Έτρεξα να βρω μια γνωστή μου, ήταν γιατρός σε αυτό το νοσοκομείο. Την άρπαξα από τη μπλούζα, όταν βγήκε από το αυτοκίνητο: -«Άφησέ με να περάσω!» -«Δεν μπορώ! Είναι άσχημα. Όλοι είναι άσχημα». Την κρατάω: «Μόνο να τον δω». «Εντάξει, -λέει, -τότε ας τρέξουμε. Για δεκαπέντε είκοσι λεπτά». Τον είδα… Ήταν πρησμένος ολόκληρος, τούμπανο… Τα μάτια του δεν φαίνονταν… «Χρειάζεται γάλα. Πολύ γάλα! -μου είπε η γνωστή μου. «Πρέπει να πίνουν τουλάχιστον τρία λίτρα». «Μα αυτός δεν πίνει γάλα!» –είπα στη γνωστή μου. –«Τώρα θα πιεί». Πολλοί γιατροί, νοσοκόμες αυτού του νοσοκομείου και ειδικά οι τραυματιοφορείς μετά από λίγο καιρό θα αρρωστήσουν. Θα πεθάνουν. Όμως αυτό τότε κανείς δεν το ήξερε …

Στις δέκα το πρωί πέθανε ο χειριστής Σισενιόκ… Πέθανε πρώτος … Την πρώτη ημέρα… Μάθαμε ότι ο δεύτερος, που θάφτηκε στα ερείπια, ήταν ο Βαλέρα Χοντεμτσούκ. Κι έτσι δεν τον βρήκαν. Τον μπετονάρανε. Όμως εμείς ακόμα δεν ξέραμε ότι όλοι αυτοί ήταν οι πρώτοι.

Ρωτάω: «Βάσενκα, τι να κάνω;» -«Φύγε από δω! Φύγε! Θα κάνεις παιδί». Είμαι έγκυος. Αλλά πώς να τον αφήσω; Το απαιτεί: «Φύγε! Σώσε το παιδί» -«Πρέπει να σου φέρω πρώτα γάλα και μετά αποφασίζουμε».

Καταφθάνει η φίλη μου Τάνια Κιμπενόκ… Ο άντρας της είναι στον ίδιο θάλαμο. Μαζί της είναι ο πατέρας της και περιμένει στο αυτοκίνητο. Μπαίνουμε και πηγαίνουμε στο κοντινότερο χωριό για γάλα, κάπου τρία χιλιόμετρα έξω από την πόλη… Αγοράζουμε πολλά τρίλιτρα δοχεία με γάλα… Έξι –για να φτάσουνε για όλους… Όμως από το γάλα έκαναν τρομερό εμετό… Όλη την ώρα έπεφταν σε κώμα και τους βάζανε ορούς. Οι γιατροί για κάποιο λόγο ισχυρίζονταν ότι δηλητηριάστηκαν από αέρια, κανείς δεν μιλούσε για ακτινοβολία. Η πόλη γέμισε από στρατιωτικά αυτοκίνητα που έκλεισαν όλους τους δρόμους. Παντού στρατιώτες. Σταμάτησαν τον ηλεκτρικό, τα τρένα. Έπλυναν τους δρόμους με κάποιο άσπρο απορρυπαντικό… Ανησυχούσα, πώς θα μπορούσα αύριο να πάω στο χωριό για να του αγοράσω φρέσκο γάλα; Κανείς δεν έλεγε για την ακτινοβολία… Μερικοί στρατιωτικοί κυκλοφορούσαν με μάσκες αερίων… Οι κάτοικοι αγόραζαν ψωμί από τα μαγαζιά, χωνάκια με σοκολατάκια. Τα πιροσκί ήταν απλωμένα στους δίσκους… Μια συνηθισμένη ζωή. Μόνο… Έπλεναν τους δρόμους με κάποιο απορρυπαντικό…

Στο νοσοκομείο το βράδυ δεν μας άφησαν να περάσουμε… Ένα γύρω ήταν μια λαοθάλασσα… Στεκόμουν απέναντι από το παράθυρό του, πλησίασε και κάτι μου φώναξε. Τόσο απελπισμένα! Κάποιος άκουσε μέσα στο πλήθος ότι θα τους μεταφέρουν τη νύχτα στη Μόσχα. Οι γυναίκες ενώθηκαν σε ένα σώμα και αποφάσισαν: θα πάμε μαζί τους. Αφήστε μας να πάμε στους άνδρες μας! Δεν έχετε το δικαίωμα! Παλέψαμε, γδαρθήκαμε. Οι στρατιώτες είχαν ήδη κάνει μια αλυσίδα από δύο σειρές, μας απέκρουσαν. Τότε βγήκε ο γιατρός και επιβεβαίωσε ότι θα πετάξουν με αεροπλάνο στη Μόσχα, και ότι εμείς πρέπει να τους φέρουμε ρουχισμό γιατί αυτά που φορούσαν στον σταθμό τα έκαψαν. Τα λεωφορεία ήταν ακινητοποιημένα και εμείς πήγαμε τρέχοντας στην πόλη. Πλησιάσαμε με τις τσάντες, αλλά το αεροπλάνο είχε ήδη αναχωρήσει. Μας είχαν ξεγελάσει σκόπιμα… Για να μην φωνάζουμε, να μην κλαίμε…

Νύχτα… Από τη μια πλευρά του δρόμου λεωφορεία, εκατοντάδες λεωφορεία (ετοίμαζαν την εκκένωση της πόλης) και από την άλλη εκατοντάδες πυροσβεστικά. Τα είχαν στείλει από παντού. Όλος ο δρόμος ήταν γεμάτος λευκό αφρό… Από αυτόν πηγαίνουμε… Βρίζουμε και κλαίμε…

Από το ράδιο μας ανακοίνωσαν: η πόλη θα εκκενωθεί για τρεις με πέντε ημέρες, να πάρετε μαζί σας ζεστά ρούχα και αθλητικά, θα ζείτε στα δάση. Σε σκηνές. Οι άνθρωποι χάρηκαν: θα πάμε στην εξοχή! Θα κάνουμε εκεί την πρωτομαγιά. Ασυνήθιστο. Ετοίμαζαν για τον δρόμο μεγάλα σουβλάκια, αγόραζαν κρασί. Πήραν μαζί τους κιθάρες, μαγνητόφωνα. Η αγαπημένη τους μαγιάτικη γιορτή! Έκλαιγαν μόνο εκείνες που οι άντρες τους είχαν χτυπηθεί από την καταστροφή.

Δεν θυμάμαι τον δρόμο… Σαν να ξύπνησα όταν είδα τη μητέρα του: «Μαμά, ο Βάσια είναι στη Μόσχα! Τους μεταφέρανε με ένα ειδικό αεροπλάνο!» Φτάσαμε σε έναν κήπο με πατάτες, λάχανα (και μετά από μία εβδομάδα άρχισαν να εκκενώνουν το χωριό!) Ποιός το ήξερε; Ποιός το ήξερε τότε; Το βράδυ μου ήρθε εμετός. Ήμουνα έγκυος στον έκτο μήνα. Ένοιωθα τόσο άσχημα… Τη νύχτα ονειρεύτηκα ότι με φωνάζει, και αφού ήτανε ζωντανός, με φώναζε στο όνειρο: «Λιούσια! Λιούσενκα!» Και αφότου πέθανε ούτε μια φορά δεν με φώναξε. Ούτε μια φορά… (Κλαίει.) Σηκώνομαι το πρωί με τη σκέψη ότι θα πάω στη Μόσχα μόνη… «Μα πού θα πας έτσι;» -κλαίει η μητέρα του. Ετοιμάστηκε να έρθει μαζί μου και ο πατέρας του: «Ας σε συνοδέψει μέχρι εκεί». Είχε βγάλει από το βιβλιάριο των καταθέσεων όσα λεφτά είχανε. Όλα τα λεφτά.

Δεν θυμάμαι τους δρόμους… Και πάλι ο δρόμος έφυγε από τη μνήμη… Στη Μόσχα ρώτησα τον πρώτο αστυνομικό πού νοσηλεύονται οι πυροσβέστες από το Τσερνόμπιλ και μας το είπε, και μάλιστα ένοιωσα έκπληξη γιατί μας είχαν τρομάξει: μας έλεγαν ότι ήταν κρατικό μυστικό, απολύτως απόρρητο.

Έκτο νοσοκομείο στη «Σούκινσκαγια»…

 Σε αυτό το νοσοκομείο, το ειδικό ακτινολογικό, δεν μπορούσες να μπεις χωρίς άδεια. Έδωσα λεφτά στον θυρωρό και τότε μου είπε: «Πέρνα». Τον ρώτησα σε ποιον όροφο. Τον παρακάλεσα πάλι, προσευχήθηκα… Και να τώρα που κάθομαι στο γραφείο της προϊσταμένης του ακτινολογικού τμήματος Αγγελίνας Βασίλιεβνα Γκουσκόβα. Τότε δεν ήξερα πώς τη λένε, τίποτε δεν θυμόμουνα. Ήξερα μόνο ότι έπρεπε να τον δω… Να τον βρω…

Με ρώτησε αμέσως:

-Γλυκιά μου! Γλυκιά μου… υπάρχουν παιδιά;

Πώς να το ομολογήσω; Και μάλιστα ξέρω ότι πρέπει να κρύψω την εγκυμοσύνη. Δεν θα με αφήσει να τον δω! Ευτυχώς, που είμαι αδύνατη, η κοιλιά φαίνεται ανεπαίσθητα.

-Υπάρχουν. –Απαντάω.

Πόσα;

Σκέφτομαι: «Πρέπει να πω δύο. Αν πω ένα δεν θα με αφήσει».

-Αγοράκι και κοριτσάκι.

 

Η Σβετλάνα Αλεξιέβιτς είναι η πρώτη ρωσόφωνη γυναίκα συγγραφέας που τιμήθηκε με Νόμπελ λογοτεχνίας. Γεννήθηκε στην Ουκρανία από πατέρα Λευκορώσο και μητέρα Ουκρανή. Έζησε ένα μεγάλο μέρος της ζωής της στη Λευκορωσία, ενώ εξίσου πολλά χρόνια έζησε και στην Ευρώπη. Το 2013 επέστρεψε στη Λευκορωσία.

Και ενώ θεωρεί τον εαυτό της εκπρόσωπο της ρωσικής λογοτεχνίας, την ίδια στιγμή αισθάνεται χαρά και περηφάνια για τη λευκορωσική λογοτεχνία, η οποία στο σύνολό της [από τον Γιάνκα Κουπάλα και τον Γιακούμπ Κόλας μέχρι τον Βασίλι Μπίκοφ και τον Αλιές Ανταμόβιτς (ειδικά αυτούς τους δύο που ήταν δάσκαλοί της)] αξίζει αυτή τη μεγάλη τιμή.

Αν ο Φλομπέρ ονόμαζε τον εαυτό του άνθρωπο πένα, τότε η Αλεξιέβιτς θα πρέπει να ονομάσει τον εαυτό της άνθρωπο αυτί, είπαν γι’ αυτή, επειδή ακούει με προσοχή στον δρόμο και διακρίνει στις φωνές των ανθρώπων την ιστορία της ανθρωπότητας.

Ανέλαβε ως αποστολή της τη μαρτυρία (με την υψηλή, τη βιβλική έννοια) για να διηγηθεί τις προσωπικές δοκιμασίες των ανθρώπων. Το έργο της είναι ένα είδος όπου αναμειγνύεται η ζωή με την τέχνη, ένα είδος που έγινε δόκιμο πολύ αργότερα, και όχι όταν ασχολήθηκε για πρώτη φορά. Είναι ένας κατάλογος των τραγωδιών της σοβιετικής και της μετασοβιετικής περιόδου με την ονομασία Φωνές της ουτοπίας.

Το 1997 κυκλοφόρησε το βιβλίο Προσευχή για το Τσέρνομπιλ, βασισμένο στις συζητήσεις που είχε με αυτόπτες μάρτυρες του πυρηνικού ατυχήματος. Ο υπότιτλος του βιβλίου «Χρονικό του μέλλοντος» υποδηλώνει την ταυτόχρονη εκδήλωση δύο ειδών καταστροφής: την τεχνολογική και την κοινωνική»

Μετάφραση: Ελένη Κατσιώλη