Εκόντες

Μάτια ξεκρεμασμένα από τους θόλους που τα περιέβαλαν. Μονάχα τα μυωπικά γυαλιά απέμειναν εκεί, δήθεν για να βλέπουν καλύτερα, καθαρότερα. Τοξωτά φρύδια που έχασαν τη μάχη με τη βαρύτητα και γκρεμίστηκαν σα ρωμαϊκές γέφυρες έπειτα από σκηνοθετημένη μάχη. Χείλη σφιχτά, μανταλωμένα. Παντζούρια ασφαλείας που εμποδίζουν την είσοδο φωτός στο εσωτερικό. Ούτε μία χαραμάδα φως. Κατασκευαστής, ο ίδιος ο οικοδεσπότης. Άγονη γραμμή τα μαλλιά· ερημικό τοπίο, ακριτικό, για τρελούς ή αγίους και φαντάρους που έπειτα από εντολή εκ των άνωθεν, προστατεύουν το τίποτα. Σε μία διαρκή άμυνα, σε μία διαρκή άρνηση από φόβο μην μπούνε οι ''εχθροί'', οι άλλοι στα ενδότερα, τα ιδιωτικά, στα ''δικά τους'' και υφαρπάξουν ό,τι πολυτιμότερο έχουν, το ψέμα τους, το ρόλο που τους δώρισαν αναίμακτα τσαρλατάνοι με δούρειο ίππο και αυτοί το δέχτηκαν καλωσορίζοντας το, αβίαστα. Οι εικόνες που σας περιγράφω είναι απόλυτα αληθινές. Τελευταία συναντώ παντού τέτοιους ανθρώπους. Στο δρόμο, σε δημόσιες υπηρεσίες, σε ομιλίες κομμάτων, σε αίθουσες αναμονής, καφετέριες και σούπερ μάρκετ. Με τον καιρό μάλιστα έχω την υποψία πως πληθαίνουν. Τα κεφάλια τους είναι μεγάλα, γιγαντιαία, κάτι που έγινε αυτοθέλητα, έπειτα από άκρατο ισχυρισμό από μεριά τους πως είναι ιδιαίτεροι, ξεχωριστοί, ιδιοφυείς. Και τόσο μυαλό δυστυχώς δεν θα χωρούσε σε μικρό φυσιολογικό κατά τ’ άλλα κεφάλι. Μάσκα είναι, θα μου πείτε, αλλά τη μάσκα δεν τη φορούμε όλο τον χρόνο παρά την περίοδο των αποκριών. Όταν δε, τη φορούμε καθ’όλη τη διάρκεια της ημέρας, του χρόνου, του χρόνου μας, γίνεται σάρκα από τη σάρκα μας, δέρμα από το δέρμα μας και όταν δε, περήφανα την περιβάλλουμε, πώς να αντικρίσουμε το ατόφιο, το αυθεντικό της έλλειψης, όταν η ίδια η έλλειψη στην ολότητά της έγινε ένα με το σώμα και τα πνευμόνια μας. Πώς θα αναπνεύσουμε, πώς θα δώσουμε μία στάλα οξυγόνο στον κακοφορεμένο μας εαυτό; Πώς θα επιστρέψουμε στη μορφή μας την αρχική;