Αποχρώσεις

 "Γυρεύω νέα αρώματα, λουλούδια πιο μεγάλα άγνωστες ηδονές αδοκίμαστες"

,                                                                                                                                                                       Γ. Κ. Υσμάν                                                                                                          

Αυτός γύρευε νέα αρώματα, γύρευε άγνωστες ηδονές, αδοκίμαστες και όπως είχε αποφασίσει δεν έψαχνε το χρώμα, αλλά την απόχρωση. Τι μπορεί να σημαίνει κόκκινο, άλλο από ένα ολόκληρο δειγματολόγιο χρωμάτων που κανένα τους δεν μπορείς να το πεις κόκκινο. Ακόμα και το μαύρο, αυτουνού του έφερνε στην οπτική του μνήμη αποχρώσεις - λιγότερες από εκείνες του κόκκινου - πάντως αποχρώσεις.

Σκέφτηκε εκείνο το απόγευμα στο σαλόνι του, όταν ξαφνικά η υγρασία εισχωρούσε στο μεδούλι των κοκκάλων του και το φως στα αποκαΐδια του τζακιού δημιουργούσε όλο και πιο μαύρες σκιές, αλλά όχι εντελώς μαύρες- σκέφτηκε, λοιπόν, πως κάνουν λάθος όσοι λένε πως το μαύρο είναι ένα χρώμα χωρίς αποχρώσεις, ένα χρώμα οριστικό και αμετάκλητο. Στη ζωή εκείνου όλα έμοιαζαν αμφίθυμα, χωρίς ξεκάθαρα όρια, χωρίς κάποιο σίγουρο χρώμα.

Όταν λοιπόν η νύχτα βυθιζόταν στο σκοτάδι της και η πραγματικότητα σώπαινε, τότε ήταν που γινόταν κι αυτός σκοτεινός, σχεδόν αδιαπέραστος. Η σκοτεινιά της νύχτας, αλλά και η απέραντη υπομονή της, σε όποιον ήταν διατεθειμένος να ξαγρυπνά μαζί της, να νιώθει μια μια τις στιγμές της να πολλαπλασιάζονται δημιουργικά, μαζί με τις αποχρώσεις των χρωμάτων και της μνήμης   ''πιστεύοντας πως τις νυχτερινές ώρες νιώθει κανείς καλύτερα και πιο μοναχικά στο σπίτι του και ότι το μυαλό δε διεγείρεται, δε δονείται πραγματικά παρά μόνο όταν πέφτει το σκοτάδι. (...) Ένιωθε μια ιδιαίτερη ευχαρίστηση στο να κάθεται σ' ένα άπλετα φωτισμένο δωμάτιο, το μόνο ξύπνιο και όρθιο ανάμεσα στα αποκοιμισμένα θεοσκότεινα σπίτια, μια ευχαρίστηση ανάμεικτη ίσως με μια δόση ματαιοδοξίας, μια μοναδική ικανοποίηση που νιώθουν όσοι δουλεύουν στην διάρκεια της νύχτας, όταν ανασηκώνουν τις κουρτίνες και αντιλαμβάνονται πως γύρω τους όλα είναι σβηστά, όλα είναι άφωνα και νεκρά''. Κολυμπούσε μαζί με τον Υσμάν στο μαύρο της νύχτας, Ωστόσο, όπως του δίδαξε ο Υσμάν, μόνο το κόκκινο είναι ''που διασώζεται την νύχτα και γίνεται μάλιστα πιο κόκκινο, ένα κόκκινο γλοιώδες, ένα ποταπό κόκκινο'' που βασίζει την γοητεία του στην πτώση, στην έκπτωση και στην παρακμή.

Είναι το κόκκινο που υπογραμμίζει το μαύρο της νύχτας, όταν σε κάποιες παλιότερες νυχτερινές του διαδρομές έμπαινε στις πόρτες που άνοιγαν εύκολα μ' ένα σπρώξιμο, έχοντας από πάνω τους ένα κόκκινο φανάρι. Εισχωρούσε στο βάθος όπου βρισκόταν η αίθουσα αναμονής και περίμενε την πόρνη να βγει μισοντυμένη, επιδεικνύοντας τα κάλλη της, αλλά αντί γι' αυτό έδειχνε μια άθλια μισοντυμένη σάρκα και δεν ήθελε να κάνει καθόλου αυτό που ήθελαν να της κάνουν οι επισκέπτες.

Κάθε παλίρροια καταπίνει μια εποχή, ένα συμβάν, μια συνάντηση, έναν έρωτα. Κάθε παρελθόν έχει μια πλάκα μ' ένα σταυρό από πάνω του.

 

*Τα αποσπάσματα από το "Ανάποδα" Υσμάν, μτφρ. Συλβάνα Ζερβακάκη, εκδόσεις Π. Τραυλός, 2000