Γεννήθηκα Λο λί τα

Γεννήθηκα Λο λί τα

Με σύμφωνα υγρά και σκέλια κάθυγρα - και πως σημαντρίζουν τα φωνήεντα

 

ΛΟ oh my lord τι μωρό το εδώ και ωστόσο ΛΙ τι φιλί το εκεί το πολύ και το λίγο

ΤΑ στο διά ταύτα ανέκαθεν


*
Ανέκαθεν έλεγα της μάνας μου, διψώ, έστυβε το πορτοκάλι και μου τό ’δινε μα εγώ τα νύχια έμπηγα κρυφά στο περγαμόντο, μέχρι τις φτέρνες το ξύσμα να κατέβει, έτσι να με μυρίζεις θέλω, έτσι να σε πλανέψω, έτσι να παίξουμε “όποιος φοβάται χάνει” κι εσύ, δυο μέτρα πορτραίτο φαγιούμ με γκριζάκι κουστούμι και κρόταφους, να χάνεις τη μιλιά σου, μια λευκή κιμωλία σφιχτά να κρατείς, μια κιμωλία να λιώνεις, τίναζες τη σκόνη από πάνω σου, έπαιρνες άλλη απ’ το κουτί, από τα ωραία δάχτυλα την άφηνες να πέσει, κι όλο προς το μέρος μου την κλώτσαγε το μαύρο σου λουστρίνι, εκεί στο πρώτο θρανίο το μεσαίο, εκεί καθόμουνα, εκεί να μου γλυτώσεις δεν μπορείς, στα τέσσερα με κόντευες, τάχατες να τη βρεις, δάσκαλε, έχει καινούργια στο κουτί, δάσκαλε σήκω, γόνατα θα κάνουν τα μπατζάκια σου, μα εσύ εκεί, θεριό στα τέσσερα, αν είχες ουρά, με λύκο θα ’μοιαζες θλιμμένο, μύριζες τη λαχτάρα μου, μύριζες τα σοσόνια μου, στο στόμα σού ’βαζα το στρογγυλό μου γόνα, έτσι, μαζί να παίξουμε τα μήλα, κι ύστερα άνοιγες την πόρτα κι έφευγες, όποιος φοβάται χάνει, δάσκαλε, πού πας, δεν χτύπησε ακόμα το κουδούνι, μάνα, χέλια αναδεύουν μέσα μου, της έλεγα σαν γύρναγα στο σπίτι, πανάρχαια φίδια, κι αυτή με μπούκωνε βασιλικό πολτό, τάχα να μου περάσει, κόλλαγε στην άκρη της αμυγδαλής, μισάνοιγα τα χείλη μου να λυώσει, τα έγλυφα μη και στο πηγούνι τρέξει σταγόνα και χαθεί, μη και σε φάνε τα μυρμήγκια, μου ’λεγες, πάρτο χαμπάρι, μάνα, με γέννησες λολίτα.