Προεκλογικά καφενεία – και καφέ: Η Ωραία Μονμάρτρη μοσχοβολάει

Η διάταξη στο τραπέζι έχει ως εξής: η Δάφνη έχει κάτσει στη μια κορφή του μεγάλου ξύλινου τραπεζιού, ενώ ο Άραβας έχει αράξει στην απέναντι. Εγώ είμαι στ’ αριστερά της Δάφνης, ο Μίκης απέναντί μου, ο Εμμανουήλ δίπλα μου, κι ο Νίκος απέναντι του…

Ο Εμμανουήλ μας κάνει ανάλυση για την πολιτική κατάσταση στη Σλοβακία, ο Μίκης κοιτάει λίγο περίεργα την Δάφνη, η οποία κοιτάει νευρικά τα νύχια της, εγώ κοιτάω την Ράνια – όχι ακριβώς στα μάτια, αφού έτσι κι αλλιώς δε με βλέπει, μιας και κάθεται στην μπάρα – 7 με 8 μέτρα μακριά από εμάς, ο Νίκος αγναντεύει τον μυστηριακά φωτισμένο πλάτανο, κι ο Άραβας κοιτάει επίμονα την Κυρία Δάφνη…   

Ο Μίκης μονολογεί χαμηλόφωνα, άλλα χωρίς ν’ ακούω τι λέει…

Ο Νίκος αντιδράει, γυρνώντας το βλέμμα του από τον πλάτανο – στον Μίκη:

«Ποια κα…όλα ρατσίστρια σε ξεφτίλισε, Μίκη μου;»

Και  συμπληρώνει, πολύ σοβαρά:

«Και θες να την πηδήξεις;»

[Βέβαια, ο Νίκος δεν είπε ακριβώς αυτήν τη λέξη, αλλά εδώ είναι στρόβιλος, ο οποίος διαθέτει ένα άλφα επίπεδο – Αλλά και ένα βήτα, και ένα Γάμμα επίπεδο…]

 Δεν κατάλαβα για ρατσίστρια μίλαγε ο Νίκος – και ψιθύριζε ο Μίκης. Στην παρέα μας δεν έχουμε καμιά ρατσίστρια, αλλά…, αλλά…, αλλά που είχαμε μείνει;

Α, ναι:

Μετά την ερώτηση του Νίκου, ο Μίκης σηκώνει το βλέμμα του στον πλάτανο, προτού η Δάφνη του αδειάσει ένα ποτήρι ανθρακούχο μεταλλικό νερό  στο πρόσωπο του…

Η φωνή της Δάφνης είναι ψυχρή και σταθερή:

«Είσαι ένας θλιβερός βλάκας, Μισέλ…  Ένας βρωμερός αγροίκος  …  Ένας άνθρωπος των σπηλαίων…   Ένας Μόγλης!»

Ο Μίκης εξακολουθεί να κοιτάει ατάραχος τον πλάτανο, κι η Δάφνη, αφού σηκώνεται από την καρέκλα της, συνεχίζει στο ίδιο μοτίβο:

«Εσύ…, και τα αηδιαστικά βλαχαδερά…, οι φίλοι σου!»

Και:

«Σας σιχαίνομαι!»

Για να ξανακάτσει, φανερά ικανοποιημένη, στην πάνινη καρέκλα της, σταυρώνοντας αναπαυτικά τα μπούδια της…, εεε, τα πόδια της… 

Άθελά μου σπάω την αμηχανία, που αρχίζει να επικρατεί στο τραπέζι, απελευθερώνοντας μια εκκωφαντική πορδή – είχε φτιάξει φασόλια η μαμά του Εμμανουήλ, στο σπίτι του οποίου προηγουμένως είχα φάει…

Καπάκι,  ο πληγωμένος Άραβας –  αφού φτερνίζεται εκκωφαντικά:

«Μα κυρία Ντάφνη, εγκώ γκύφτο είμαι. Όκι βλακαντερό!»

Για να συμπληρώσει, ειλικρινά απορημένος:

«Και ντι είναι Μόγκλη;»

Η έκφραση αηδίας στο πρόσωπο της Δάφνης αρχίζει να  σπάει με την εμφάνιση της αισθησιακής Ράνιας στο πλάνο:

«Δάφνη, μωρό μου, εγώ πάω να συναντήσω τα κορίτσια στην Ωραία Μονμάρτη… Έρχεσαι κι εσύ, ν’ ακούσουμε καμιά πενιά;»

Σκέφτομαι φωναχτά:

Στην Ωραία Μονμάρτη; Στην Ωραία Μονμάρτη;; Σε ποιά Ωραία Μονμάρτη;;;

Η Ράνια μου απαντάει, πονηρά και ναζιάρικα:

«Έλα, ρε συ Μάνο. Εννοώ το μπακάλικο!!»

Ο ενθουσιασμένος Νίκος ο Γκάτσος πετάγεται από την καρέκλα του και φωνάζει, ανοίγοντας τα χέρια του:

«Έπρεπε να το είχα καταλάβει! Μοσχοβολάει το μπακάλικο!!  Μοσχοβολάει το μπακάλικο!!!»

Και  ξεσπάει:

«Yeah, Baby… Ουουουουουουουου!!!»

Ξανασκέφτομαι φωναχτά – ίσως κι όχι, που να θυμάμαι με τόσο τσίπουρο:

Στο μπακάλικο; Στο μπακάλικο;; Και τι δουλειά έχουν τα κορίτσια στο μπακάλικο;;;

Και τι μοσχοβολάει στο Μπακάλικο;;;;

Ιαχές και πανηγυρισμοί, που ακούγονται από τον δρόμο, διώχνουν τις σκέψεις μου:

Ναι, ρε Παοκάρα! Ναι, ρε Παοκάρα!! Πήραμε το συριζοπρωτάθλημα!!!

Η κατάσταση γίνεται ολοένα και πιο περίπλοκη, ολοένα και πιο σουρεαλιστική και συγκεχυμένη…