Λευκός ευνουχισμένος γάτος με μάτια καλλονής

Από τη νευρική υπερδιέγερση δύσκολα διέκρινα τις επωμίδες και τα γαλόνια των στρατοδικών, μου φαινόταν πως η υπόθεση διεξαγόταν σε μιαν άλλη εποχή, στην περίοδο του τσαρισμού ή και σε άλλο τόπο, πράγμα που δεν αναιρούσε την ουσία της καταδικαστικής απόφασης που μου ανακοινώθηκε.

Τότε πήδηξα, έμπηξα τις φωνές και, απευθυνόμενος προς το πολεμικό-δικαστικό νεφέλωμα, είπα ότι έκαναν λάθος, ότι ήταν άτιμο να φέρνουν εμένα και τους εαυτούς τους σε τόσο εξωφρενική κατάσταση και συνέχισα ουρλιάζοντας ότι: πρώτον, εγώ δεν έχω τίποτε κοινό με το στρατό και ακόμα περισσότερο με το στρατοδικείο. Δεύτερον, είμαι εναντίον της θανατικής ποινής, επομένως αυτή η απόφαση φαίνεται σαν ένας επιπλέον εμπαιγμός και ακόμα περισσότερο σαν ένας διαβολικός χλευασμός. Τρίτον, αγαπώ τη γυναίκα μου που δεν θα ξεπεράσει ποτέ το θάνατό μου∙ ή θα κρεμαστεί ή θα δηλητηριαστεί ή θα πέσει από το παράθυρο ή θα πνιγεί και ο γιος μου θα μείνει πεντάρφανος και αυτή ποτέ δεν θα σας συγχωρήσει. Τέταρτον, με όλο αυτό το αναρίθμητες φορές ειπωμένο και χιλιοπαιγμένο σκηνικό που καταντάει τόσο μπανάλ, από ένοχο συνείδησης -ιδιότητα που δεν διαθέτω- με κάνετε δημιουργό αυτού του γελοίου έργου, πράγμα που εγώ ως άνθρωπος των γραμμάτων, με κατηγορηματικό τρόπο, δεν επιθυμώ. Πέμπτον, εσείς εκμεταλλευόμενοι τη λειτουργία του επαγγέλματός σας, παίρνετε πολύ στα σοβαρά τον εαυτό σας με το να επεμβαίνετε στη ζωή των άλλων σε ακραίο βαθμό και, ενώ δεν μπορώ να υποχρεώσω τον εαυτό μου να αγαπήσει τους αστυνομικούς -ποτέ δεν μου άρεσαν-, γνώρισα τη σχετική τους ωφελιμότητα, όταν μου κλέψανε τις ρόδες του αυτοκινήτου μου και πέρασα από το τμήμα. Κι εκεί με άκουσαν με προσοχή, αλλά ποτέ μέχρι σήμερα δεν βρήκαν τις ρόδες μου.

Συνήλθα στο κελί από τη μυρωδιά της αμμωνίας. Μπροστά μου καθόταν ανακούρκουδα ο συνταγματάρχης Ντιαμάντ, διευθυντής της έδρας πολέμου του πανεπιστημίου της Μόσχας, από το οποίο αποφοίτησα πριν από δεκαεπτά χρόνια. Τον αναγνώρισα αμέσως από τις ξανθές μπούκλες και την έντονα εκφραστική σλαβική φυσιογνωμία του. Κάποτε υπέφερα πολύ από αυτόν.

-Μα εσύ, νεαρέ, έγινες λιώμα, -είπε αποδοκιμαστικά όχι χωρίς πατρικά συναισθήματα ο Ντιαμάντ και για πλάκα μύρισε την αμμωνία, πριν κλείσει το μπουκαλάκι. –Τι λες; Δεν θέλεις να πεθάνεις;

- Δεν είμαι ένοχος για τίποτα, σύντροφε συνταγματάρχα –του εξήγησα με αδύναμη φωνή.

-Είσαι ένοχος –είπε σκληρά ο συνταγματάρχης.

Ήταν ένας παχουλός άνδρας, με παλικαρίσια όψη και μικρά σφιχτά χείλη. Αισθανόμουν πως η ενεργητικότητά του ήταν μεγαλύτερη από τη δική μου, ήταν ενεργητικότητα ενός πενηντάρη που είχε γευθεί την εξουσία, εγώ ποτέ δε μπορούσα να τα βρω με τέτοιους ανθρώπους σε ανοιχτή σύγκρουση, τα έχανα, άρχιζα να συμφωνώ σε όλα και τους μισούσα.

-Εσένα αύριο το πρωί μπαμ-μπαμ –μου γνωστοποίησε εμπιστευτικά ο Ντιαμάντ.

-Αύριο κιόλας!  –οι λέξεις δραπέτευσαν άθελά μου.

-Στις 7.00 –διευκρίνισε ο συνταγματάρχης, ρίχνοντας ματιές στο ρολόι. –Έχεις πολύ χρόνο. Θα γράψεις;

-Έφεση; -ανασκίρτησα εγώ.

-Γιατί; -είπε έκπληκτος. Κάτι καλλιτεχνικό. Καμιά προκήρυξη.

Εγώ σκεφτόμουνα.

-Όχι –είπα. Δεν έχω τίποτα απολύτως να πω. Να γράψω καλύτερα ένα σημειωματάκι στη γυναίκα μου;

-Μάταιο, -είπε ο συνταγματάρχης.

-Κάνετε λάθος, -είπα εγώ. Πιο πολύ απ΄ όλα στον κόσμο αγαπούσα τη γυναίκα μου. Και έσκυψα το κεφάλι έχοντας αντιληφθεί ότι μιλούσα για τον εαυτό μου σε παρελθόντα χρόνο.

-Λες ψέματα, -δεν με πίστεψε ο συνταγματάρχης.

-Κάποτε, πριν πολλά χρόνια, όταν ακόμη δεν είχαμε παντρευτεί, και ενώ την αποχωριζόμουν για το καλοκαίρι, πέρασα τρεις ώρες στο παραστάτη της πόρτας. Στη ζωή μπορεί ν΄ αγαπήσεις σοβαρά μόνο μια φορά.

-Γι’ αυτό να γράψεις –πρότεινε ο συνταγματάρχης.

-Γι’ αυτό δεν γίνεται να γράφεις, -είπα εγώ αυστηρά και θλιμμένα.

-Αραπίνες είχες;[1]

-Και αραπίνες δεν είχα, και την πατρίδα δεν πρόδωσα, -ξεφύσηξα εγώ.

-Την πρόδωσες, –είπε σκληρά ο Ντιαμάντ. Ξέρεις τι μου αρέσει σε σένα, –και σιωπώντας για λίγο ο συνταγματάρχης συνέχισε- που δεν φοράς βέρα. Ο πραγματικός άνδρας δεν φοράει βέρα.

Σκεφτόμασταν. Ο καθένας τα δικά του.

-Θέλεις να μάθεις το μυστικό μου; -ρώτησα, πλησιάζοντας στο πρόσωπό του.

-Έλα. –σφίχτηκε ολόκληρος και κοκάλωσε, έγινε σκουροκόκκινος.

-Εγώ από τη φύση μου είμαι ρομαντικός… Να! Άκου! Τι ησυχία! Όπως στο χωριό!… Μόνο σκυλιά δεν γαβγίζουν. Εγώ είμαι κρυφορομαντικός, συνταγματάρχα.

-Δε μας χέζεις! Αγρίεψε ο συνταγματάρχης και έφτυσε με κακία στο πάτωμα.

- Δεν ντρέπεσαι να φτύνεις σε κελί μελλοθανάτου; -τον μάλωσα.

-Με συγχωρείς. Άθελά μου, -ντράπηκε ο συνταγματάρχης και έτριψε τη φτυσιά του με τη μπότα.

-Έχεις μάλλον γυναίκα γριά στρίγκλα.

Ο Ντιαμάντ έγνεψε σκυφτά.

-Όμως η δικιά μου είναι λευκός άγγελος με λευκά φτερά!

-Τι είναι, αθλήτρια; -ρώτησε ο Ντιαμάντ.

-Απ΄ ότι ξέρω όχι… -είπα και άρχισα να περπατάω στο κελί πέρα-δώθε σαν εκκρεμές, και με χωμένα τα χέρια στις τσέπες σκεφτόμουν τη γυναίκα μου. Μπας και δεν με τουφεκίσουν; Ίσως μόνο να με τρομάξουν, σαν τον Ντοστογιέφσκι και με εξορίσουν. Και θα ανάβω τη σόμπα και θα γράφω μυθιστορήματα. Αφού τι θα ήταν ο Ντοστογιέφσκι, αν δεν τον είχαν στείλει για εκτέλεση;

-Ο διάολος ξέρει! –είπε προβληματισμένος ο Ντιαμάντ.

-Θα έμενε σαν τον Τσερνισέφσκι[2], κατάλαβες; Αλήθεια, ο Τσερνισέφσκι έφαγε τόσα χρόνια στη Σιβηρία και δεν έγινε τίποτε, έμεινε ο Τσερνισέφσκι.

-Και καλά έκανε, επιδοκίμασε ο Ντιαμάντ.

-Κάπως φλυάρησα, -συνήλθα. –Εγώ υπέφερα περισσότερο επειδή η ζωή μου δεν ήταν σε ακολουθία με το ιδανικό μου. Στο σχολείο είχα μια δασκάλα ιστορίας, τη Σίλια Σαμόιλοβνα Πάλτσικ. Φαντάσου επίθετο! – Πάλτσικ! Δαχτυλάκι!  –Έδειξα στον Ντιαμάντ το δείχτη μου. Χαχανίσαμε φιλικά.

- Ε πια, παράτα με, -και κάνοντας την ίδια κίνηση ο Ντιαμάντ σκούπισε τα δάκρια από τα γέλια.

-Υπάρχει κάτι να μπουκώσουμε;

-Έχω σοκολάτα γάλακτος. Θέλεις;

- Πειράζει να σου μιλώ στον ενικό; Γιατί τι νόημα έχει που είσαι συνταγματάρχης αφού όλα θα τελειώσουν αύριο!

-Κάπου τη διάβασα αυτή τη σκέψη, -σκέφθηκε ο Ντιαμάντ. Α! τώρα που είπαμε για σκέψεις. –Γλίστρησε το χέρι μέσα στη τσάντα κι έβγαλε ένα άλμπουμ ζωγραφικής. –Βλέπεις! έχω ένα άλμπουμ. Συλλέγω σκέψεις. Αυτών που εμείς κάνουμε μπαμ-μπαμ. Γράψε κάτι. Και θα το φυλάξω, και από καιρό σε καιρό θα το ξαναδιαβάζω.

-Όμως οι άλλοι τι γράφουν; Μπορώ να ρίξω μια ματιά;

- Περίμενε, γράψε πρώτα κάτι εσύ, διαφορετικά δεν θα έχει ενδιαφέρον.

-Άντε, έλα! –συμφώνησα εγώ.

-Έξοχα! –έλαμψε ο συνταγματάρχης και άνοιξε το άλμπουμ σε μια καθαρή σελίδα. Να πάρε στυλό. Κι εγώ θα κάτσω. Θα καπνίσω.

Σταύρωσα τα πόδια μου και συλλογιζόμουν. Σκεφτόμουν για πολύ τι να γράψω.

-Μόνο, σε παρακαλώ πολύ, να είναι ευανάγνωστο, -εκλιπάρησε με χαμηλή φωνή ο Ντιαμάντ.

Κάπνισε ένα τσιγάρο, δεύτερο, τρίτο. Στο τέλος συγκεντρώθηκα στις σκέψεις μου. Τα χέρια μου ήταν υγρά και κρύα. Μη αναγνωρίζοντας το γραφικό μου χαρακτήρα κατάφερα να βγάλω μερικές λέξεις.

Ο Ντιαμάντ μου άρπαξε το άλμπουμ, φόρεσε τα χρυσά γυαλιά και διάβασε συλλογισμένα, δυνατά:

 

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΤΥΧΊΑ, ΟΠΩΣ ΤΟ ΠΟΥΛΙ ΓΙΑ ΤΟ ΠΈΤΑΓΜΑ.

 

-Πώς το βλέπεις; -τον ρώτησα.

Είχε κιόλας πνιγεί από τη συγκίνηση και για πολύ δεν μπορούσε να αρθρώσει ούτε μία λέξη. Κοίταγε μια εμένα, μια το άλμπουμ.

-Εσύ μόνος σου το επινόησες αυτό; - ρώτησε τελικά ο Ντιαμάντ.

-Μόνος μου. –απάντησα εγώ σεμνά, μη κρύβοντας παράλληλα ένα χαμόγελο υπερηφάνειας.

-Αυτό είναι ακριβώς σαν ύμνος! –ενθουσιάστηκε ο Ντιαμάντ, λάμποντας. –Μεγαλοφυή λόγια.

Μ΄ αγκάλιασε κιόλας.

-Ευχαριστώ, ευχαριστώ, γλυκέ μου!

-Σιγά τώρα… δεν αξίζει!

Κοίτα τώρα τι θα σου πω, ψιθύρισε ενθουσιασμένος ο Ντιαμάντ, σκυμμένος στο αυτί μου. – Για τέτοια λόγια… για τέτοια λόγια… Άντε, θα πάω να το αναφέρω στη διοίκηση. Για τέτοια λόγια μπορεί να σε αθωώσουν!

-Τι; -πετάχτηκα από τη θέση μου.

-Τι ώρα είναι τώρα; 4.30; Άντε, φεύγω! Μπορεί και να προλάβω.

-Δώστε μου κι άλλη σοκολάτα! –παρακάλεσα.

-Να, πάρε ένα ολόκληρο πλακάκι. – Έβγαλε βιαστικά τη σοκολάτα από την τσάντα, άρπαξε το άλμπουμ και κλείνοντάς μου το μάτι εξαφανίστηκε.

Φαντάστηκα πως φοράει βιαστικά τη χλαίνη και το γούνινο καπέλο, βγαίνει από την πόρτα, βρίσκει ταξί, το αυτοκίνητο σταματάει, ο νυχτερινός ταξιτζής βάζει μπρος το μετρητή, πηγαίνουν μέσα από την πόλη αφήνοντας σημάδια τροχών στο φρέσκο χιόνι, στο αυτοκίνητο είναι ζεστά και βολικά, ο οδηγός είναι σιωπηλός, ο συνταγματάρχης ρίχνει ματιές στο ρολόι, το αυτοκίνητο πετιέται στον παρόχθιο δρόμο και επιταχύνει, φωτίζουν τα κίτρινα φανάρια, εγώ τρώω σοκολάτα και κοιτάζω πως απλώνεται το χιόνι στα μαύρα νερά του Μόσχοβα, το αυτοκίνητο φρενάρει κοντά σ’ ένα πολυώροφο σπίτι που μοιάζει με γαμήλια τούρτα, είμαι γεμάτος αγάπη γι αυτή την τούρτα, βλέπω τον συνταγματάρχη που χτυπάει τη σκαλιστή εξώπορτα, την αγουροξυπνημένη υπάλληλο του ασανσέρ με το μαντήλι που παλεύει αδέξια να βγάλει την ασφάλεια της κλειστής πόρτας, το τεράστιο χολ μπροστά από το ασανσέρ, τον μεγαλοπρεπή θάλαμο του ασανσέρ με τους μεγάλους καθρέφτες που καθρεφτίζουν το συνταγματάρχη, ο οποίος πετάει από πάνω του το χιόνι, και επιτέλους η πολυπόθητη πόρτα: σύντομο κουδούνισμα –ησυχία. Δεύτερο, τρίτο κουδούνισμα –και να! από το μακρινό βάθος του διαμερίσματος ακούγονται βήματα, όχι της οικοδέσποινας, της υπηρέτριας, ακούγεται πολύ κοντά ο γνωστός στους Μοσχοβίτες ήχος της αλυσίδας και το τρίξιμο της κλειδαριάς, η πόρτα ανοίγει. -Χαίρετε, Ντούσια! -Χαίρετε, λέει με έκπληξη, Σεμιόν Γιάκοβλεβιτς! -Και ο Πάβελ Πετρόβιτς; Κοιμάται; -Φαίνεται ότι ακόμα δεν ξάπλωσαν. Εργάζονται. Ελάτε, να κρεμάσω τη χλαίνη. Διάδρομος. Χαραμάδα φωτός. Η φωνή του οικοδεσπότη. Από την πόρτα του γραφείου, λυγίζοντας τη μακριά του ράχη, βγαίνει ένας λευκός ευνουχισμένος γάτος με μάτια καλλονής.

-Μα τι έγινε; -φώναξα εγώ.

Ο συνταγματάρχης Ντιαμάντ με ανήσυχη την πρωινή του όψη σταμάτησε καταμεσής του κελιού.

-Με συγχωρείς, νεαρέ, -είπε αδιάφορα αλλά με πόνο στη ψυχή και, κατά το ρωσικό στυλ, μη κοιτώντας στα μάτια, άρχισε να ανοίγει τη θήκη του ρεβόλβερ.

 

Ο Βίκτορ Βλαντίμιροβιτς Εροφέγιεφ (Виктор Ерофеев), γεννήθηκε στη Μόσχα το 1947. Είναι πεζογράφος και ειδικός σε ζητήματα κριτικής και ιστορίας της φιλολογίας. Σπούδασε στη Φιλολογική Σχολή του Κρατικού Πανεπιστημίου της Μόσχας όπου και ζει.

Το διήγημα κυκλοφόρησε τη δεκαετία του ’80 σε σαμιζντάτ. Τυπώθηκε για πρώτη φορά το 2002. Ανήκει στη συλλογή διηγημάτων «Η ζωή με έναν ηλίθιο». Εκδόσεις Ζέμπρα Ε, 2005.

μετάφραση από τα ρωσικά: Ελένη Κατσιώλη

[1] Γκόμενες.

[2] Νικολάι Γκαβρίλοβιτς Τσερνισέφσκι, (1828-1889). Ανήκε στη μυστική επαναστατική οργάνωση «Γη και Θέληση». Φυλακίστηκε και εξορίστηκε. Δημοσιογράφος, φιλόσοφος, παιδαγωγός, εκδότης, κριτικός.