Προεκλογικά καφενεία – και καφέ: Ένα βαζάκι νεραντζάκι

Η δράση μεταφέρεται – προσωρινά – στο ρεντ φλαγκ – στο καφέ μπαρ δηλαδή της ξαδέρφης της Χρύσας, όπου έχουμε πάει για να παραλάβουμε από τη Χρύσα ένα μπουκάλι τσίπουρο – ή ρακί – και ένα βαζάκι γλυκό του κουταλιού – νεραντζάκι…

Εγώ έχω κάτσει στην μια άκρη της μπάρας, κι ο Εμμανουήλ στην άλλη. Εγώ έχω πιάσει κουβέντα με τη Ράνια – μια παλιά συμφοιτήτρια της Δάφνης, ενώ ο Εμμανουήλ κάνει κήρυγμα στη Νατάσα – μια 25 καμπυλόγραμμη μπαργούμαν…

Εγώ παραδίδω  στη Ράνια μαθήματα ιστορίας του ποδοσφαίρου – στην οποία, παραδόξως για γυναίκα, είναι αρκετά εξοικειωμένη – , κι ο Πάνος παραδίδει – στη Νατάσα – μαθήματα ιστορίας του κινηματογράφου και της φιλοσοφίας...

Ο Πάνος κοιτάει την Νατάσα στο μέτωπο, κι εγώ κοιτάω τη Ράνια αρκετά πιο χαμηλά… Αφού η δερμάτινη φούστα της Ράνιας με έχει εντυπωσιάσει…

Μας διακόπτει ο Παρασκευάς – ο καλοκάγαθος ιδιοκτήτης της πιτσαρίας που είναι δίπλα από το ρεντ φλαγκ:

«Σας έφερα τις πίτσες σας παιδιά!»

Μας λέει, χαμογελώντας ένθερμα

Η αντίδραση της Ράνιας ήταν επίσης ένθερμη – αλλά και ναζιάρικη:

«Αχ, μπράβο Παρασκευά μου! Είχα λυσσάξει από την πείνα!»

Ο Παρασκευάς αποχωρεί, και η Ράνια με κοιτάει παράξενα…

Η φωνή της αρχίζει να γίνεται πολύ αισθησιακή:

«Αχ, πόσο λαχταρούσα να φάω μια πίτσα!»

Μου λέει, κοιτώντας με επίμονα στα μάτια

Κι αφού την κοιτάει – την πίτσα, λάγνα, για μερικές στιγμές –  συνεχίζει, παιχνιδιάρικα, και κοιτώντας με πολύ πιο χαμηλά:

«Μάνο μου, θα μ’ αφήσεις να φάω και λίγη από τη δικιά σου πίτσα;»

Μετά από μερικές στιγμές αμηχανίας κατάφερα να απαντήσω, κοιτώντας τη Ράνια στη δερμάτινη φούστα της και προσφέροντας της την τριγωνική πίτσα μου με το δεξί μου χέρι:

«Βε… Βέβαια, μου… Ράνια μου… Φα..φάε και τη δικιά μου πίτσα… Ό..όλη…»

Εδώ έκανα ένα πολύ μικρό λεκτικό λαθάκι: αντικατέστησα – άθελα μου – το γράμμα «ι» στη λέξη πίτσα με τον φθόγγο «ου»…

………………..

Εντάξει…, το λάθος δεν ήταν και τόσο μικρό, αλλά εν πάση περιπτώσει θα είχε περάσει στο ντούκου, αν δεν έμπαινε εκείνη τη στιγμή ορμητικά η Χρυσαφένια μέσα στο μπαρ, κρατώντας μια σακούλα στο χέρι…

Είναι εριστική κι επιθετική από το πρώτο λεπτό:

«Μανολάκη, τι έγινε; Μας περισσεύουν οι πίτσες και τις προσφέρουμε δεξιά – αριστερά;»

Δε χάνω ούτε στιγμή τη ψυχραιμία μου:

«Εεεεεε…, η μουράνια μας… εδιώ…, πει… πείναγε και πείπα να της προσφέρω και την δικιά μου πίστα …, εεε, πίτσα…»

[Αυτήν την φορά δεν έκανα πολύ μεγάλο λάθος στο «πίτσα»… Ειδεμή θα μιλάγαμε για ανεπανάληπτο λεκτικό διασυρμό…

Άκου, «μουράνια μας!» Και: «εδιώ!!» Και: «πει… πείναγε!!!» Και: «πείπα!!!!» Πως μου προέκυψαν αυτά τα λεκτικά λάθη; Πως;; Πως;;; Και γιατί;;;; Γιατί;;;;; ]    

Και – προσφέροντας στη Χρύσα το κομμάτι πίτσα

«Μήπως θα ήθελες εσύ την πίτσα μου, καλή μου;»

Η Χρύσα με κοιτάει χαμογελώντας ειρωνικά και μου πετάει:

«Πίτσες μπλε, Χριστοδούλου!»

Ύστερα ακουμπάει – κάπως άκομψα τη σακούλα στην μπάρα, και φωνάζει προς τον Εμμανουήλ:

Πως μεγάλωσε η ανιψιά σου, Παναγιώτη μου! Κοτζάμ γυναίκα έχει !

[Και καλά, κάνει ότι δε γνώρισε τη Νατάσα, κι ότι την μπέρδεψε με την Βαρβάρα – την ανιψιά του Εμμανουήλ! Άθλια προβοκάτσια!! Άθλια!!!]

Εμμανουήλ – αμήχανος: «Η δεσποινίς Νατάσα είναι, Χρύσα μου! Όχι η Βαρβάρα μας»

Μετά, κι αφού πετάει ένα συμβατικό συγνώμη στη Νατάσα, η Χρύσα πλησιάζει τη Ράνια, μπαίνοντας σφήνα ανάμεσα μας και της λέει, με σιγανή φωνή:

«Πολύ ωραία φούστα φοράς σήμερα, Ράνια μου… Και πολύ σέξι…»

Ράνια - ναζιάρικα: «Μερσί μποκού, μον αμούρ!»

Προσπαθώ ν’ αλλάξω το κλίμα:

«Έφερες και τα βυζάκι με το νεραντζάκι, γλυκιά μου;»

[Ουδέν σχόλιο…]

Η Χρύσα γυρνά και μου πετά, κοιτώντας με φανερά ειρωνική διάθεση:

«Ναι, έφερα το βυζάκι με το νερατζάκι…»

Και καπάκι – απομακρυνόμενη κάπως από μένα:

«Αλλά  τώρα πρέπει να πάρω τα δικά μου τα βυζάκια και φύγω…, Μανολάκη»

Και – αποχωρώντας από την σκηνή

«Νόμιζα ότι είσαι απλά εκφυλισμένος… Αλλά τώρα βλέπω ότι είσαι κι πλήρως ηλιθιοποιημένος, Χριστοδούλου!»

Η Χρύσα φεύγει κι ο Ζαφείρης Μελάς μπαίνει, φωνάζοντας περιχαρής:

«Παιδιά, είμαι υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος!»

 συνέχεια