Κρυμμένα στο βυθό

    Η απάτη και η απατηλότητα συμπεριφέρονται σιωπηλά. Τα μυστικά μπορεί καμιά φορά να τα παίρνει το ποτάμι, όμως τη σιωπή κανείς δεν την μετακινεί στο ελάχιστο όταν εδραιωθεί.

     Εκείνος δεν ήξερε για την σιωπή τίποτε περισσότερο απ' ότι όλος ο κόσμος. Πίστευε όμως πως η σιωπή είναι απουσία, λήθη, λευκότητα. Κάποτε υποψιαζόταν - τώρα το ήξερε - πως ο λόγος που η μάνα του τον τάιζε πεισματικά ψάρια ήταν - εκτός της ωφελιμότητάς τους - ότι αυτά δεν είχαν φωνή και δεν μπορούσαν να τραγουδήσουν τα μυστικά, ούτε να πουν ψέματα, ούτε να ανακαλύψουν κάτι, αφού από το λαρύγγι τους δεν έβγαινε παρά σιωπή. Και ας είχαν μάτια - αυτά που συνέλεγε ο Ιάσων με μεγάλη προσοχή και τα φυλάκιζε σε στενόχωρα σπιρτόκουτα. Τα εξορυγμένα μάτια των ψαριών είναι λευκά. Και αυτός μ' αυτήν την πράξη κατέγραφε, κατονόμαζε και κατήγγειλε την αδιαφορία τους μπροστά στα βάσανα και τα πάθη των ανθρώπων και τα δικά του. Γιατί όποιος έχει μάτια μπορεί να δει. Ωστόσο τα δικά τους ήταν κενά, ανάλγητα, αδιάφορα και αδάκρυτα για τα ανθρώπινα. Έτσι όμως, σκεφτόταν, έμοιαζε σαν να κατηγορούσε τη φύση για γενετικά σφάλματα - λες και όποιο έμβιο ον ζει στον πλανήτη είναι υποχρεωμένο να ασχολείται με τις περίπλοκες ανθρώπινες υποθέσεις.

        Τυφλώνοντας όμως τα ψάρια, με τα οποία τρεφόταν, τους στερούσε τη δυνατότητα αυτής της αίσθησης για να την κατέχει μόνο ο ίδιος που έβλεπε κάποτε τα πράγματα απ' το φεγγίτη, από τον σιδηροδρομικό σταθμό απ' όπου έφευγε η ταχεία, τον πατέρα να πεθαίνει πλάι του, τους σκιερούς εξώστες να κολυμπούν στο φως, τα κοράλλια και τα μαργαριτάρια να κρύβονται στο βυθό, τη ζωή του να διαβαίνει, τη γλύκα της, τον χορό της, τις ομορφιές της να πνίγονται σε θάλασσες μυστικών.