Ιστορίες από το καφενείο: Σαλάμι Μακεδονικό – Μέρος Γάμμα

Ο καφετζής μπαίνει, χτυπώντας παλαμάκια, φουριόζος στο καφενείο…

Με αέρινες κινήσεις γλιστράει πίσω από την μπάρα, ανοίγει ένα ντουλαπάκι, βγάζει μια σφυρίχτρα, κι εν μέσω του πανδαιμόνιου, σφυρίζει εκκωφαντικά…

Η ησυχία επανέρχεται άμεσα στο καφενείο και οι εμπλεκόμενοι στη σύρραξη κάθονται ήσυχα – αν κι απρόθυμα –  στις θέσεις τους!

[Κατά την διάρκεια της λεκτικής συμπλοκής οι 7 από τους 9 παρευρισκομένους εντός του καφενείου είχαν σηκωθεί από τις καρέκλες τους κι έκαναν άσεμνες χειρονομίες ο ένας στον άλλο – ο Κριεκούκης σφύριζε αδιάφορα, κοιτώντας το ταβάνι, ενώ ο Κυριάκος, φανερά πανικοβλημένος, κελαηδούσε νευρικά και κοιτούσε με βλέμμα αλλήθωρο τον εαυτό τουστον καθρέφτη που υπάρχει πίσω από την μπάρα…]  

Η ηρεμία και η γαλήνη που επικρατεί διακόπτεται από ένα γνώριμο γαύγισμα:

Στην σκηνή μπαίνει η Δάφνη Αρχοντοπούλου, κρατώντας τον Αλέξη από το λουρί και την Μπέτυ –  Περιστέρα στην αγκαλιά της…

Στέκεται πάνω από τον Μίκη, κοιτώντας τον με βλέμμα επιτιμητικό και συνάμα μελαγχολικό…

Λέει – με σιγανή φωνή, αφού παραδίδει τον Άλεξ στον Μίκη, ο οποίος κοιτάζει επίμονα κι αποφασιστικά την πυλωτή:

«Μισέλ…, μου προκαλείς  πλήξη… Πλήξη… και … θλίψη»

Και ύστερα, φωναχτά –  και κάνοντας μια κυκλική χειρονομία:

«Όλοι σας μου προκαλείτε πλήξη, σιχαμερά λούμπεν υποκείμενα!»

Ύστερα κάνει αναστροφή κι αποχωρεί από τη σκηνή, λέγοντάς – τσαχπίνικα –  στην  Μπέτυ:

«Πάμε, μον σερί. Έχουμε πάρα πολλά σκαλοπάτια ν’ ανεβούμε για να ξαναφτάσουμε στο επίπεδο μας!»

Η παθιασμένη φωνή του Σιώκου ακούγεται από το παράθυρο του καφενείου, καθώς η Δάφνη απομακρύνεται:

«Εκπάγλου καλλονής! Εκπάγλου καλλονής!! Επιπέδου Σοφίας Λόρεν!!! Σοφίας Λόρεν!!!!»

[Με την άκρη του ματιού μου διακρίνω τον Μίκη να κοιτάζει τον Σιώκο αγριεμένα. Γιατί, άραγε;]

Απαντάει, από την πόρτα του καφενείου, η βαριά φωνή του Κάρολου του ναυτικού:

«Για ποια Σοφία Λόρεν μας τσαμπουρνάς, ξεμωραμένε νεοναζί;»

Και – πιο ήρεμα και απαλά αυτή την φορά:

«Η κυρία είναι επιπέδου Ρίτα Χέιγουορθ… Και  Άβα Γκάρντνερ!»

Και:

«Και γκαβός…, και εθνικοσοσιαλιστής»

Η γαλήνη και η ηρεμία δίνουν εκ νέου τη θέση τους στο πανδαιμόνιο, στην αναμπουμπούλα και στον παζουρλισμό. Ένας νέος κύκλος αντιπαράθεσης ξεσπά στο καφενείο, που μετατρέπεται και πάλι σε χάβρα Ιουδαίων…

Μια χάβρα στην οποία συνυπάρχουνε το Μακεδονικό, το προσφυγικό – μεταναστευτικό, οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις κι ο Σύριζα με ονόματα μεγάλων κινηματογραφικών αστέρων του μακρινού παρελθόντος, στο οποίο έζησαν κι οι εμπλεκόμενοι την εφηβεία τους…

Εμείς – οι 5 δηλαδή του καφενείου εξωτερικού – έχουμε σταθεί όρθιοι μπροστά από την πόρτα του καφενείου και κοιτάμε αποσβολωμένοι τα τεκταινόμενα…

Ο Άλεξ έχει κουλουριαστεί κάτω από την καρέκλα του Μίκη, έχει κλείσει τα μάτια και τρέμει από τον φόβο του…

Ενώ ο Βάκης κοιτάει με γουρλωμένα μάτια τις δραματικές εξελίξεις, κρατώντας στο ένα χέρι το φαλάφελ και στο άλλο το μακεδονικό σαλάμι… 

Κι ο Γκάτσος χτυπιέται φωνάζοντας:

«Σήκωσε το το Νόμπελ το τιμημένο, πρωθυπουργάρα μεγάλη!»

Ώσπου ξανακούγεται ο ήχος της σφυρίχτρας…

Πιο εκκωφαντικός, πιο επιβλητικός και πιο επίμονος από την πρώτη φορά…

Οι εμπλεκόμενοι στη σύρραξη κοκαλώνουν…

 Ο καφετζής στέκεται στο κέντρο του καφενείου και κοιτάει έναν – έναν τους ταραχοποιούς…

Βλέμμα βλοσυρό κι αυστηρό… Αλλά συνάμα και στοργικό…

Ύστερα, κι αφού σηκώνει το βλέμμα του προς το ταβάνι, με μια αστραπιαία κίνηση βγάζει από το τσεπάκι του πουκαμίσου του την κόκκινη κάρτα και την υψώνει στον αέρα…

Άραγε η κανονικότητα θα αποκατασταθεί στο καφενείο;