Ιστορίες από το καφενείο: Σαλάμι Μακεδονικό – Μέρος Α

Κασέρι και πικάντικο σαλάμι

Ο καιρός έχει ανοίξει κάπως, γεγονός που μας επιτρέπει να αράξουμε στο πεζοδρόμιο έξω από το καφενείο του Λουκά. Είμαστε ο Πάνος, ο Μίκης, ο Νίκος κι ο Μάνος – εγώ δηλαδή – και είμαστε εντάξει, αφού το τσίπουρο ρέει άφθονο – για μένα και τον Πάνο τον Εμμανουήλ, δηλαδή, μιας κι ο Νίκος πίνει κονιάκ κι ο Μίκης μπύρα Άλφα χωρίς αλκοόλ – κι επιπλέον έχουμε στη διάθεση μας ένα ολόκληρο πικάντικο σαλάμι «Μακεδονικόν» και μια συσκευασία διακοσίων γραμμαρίων ημίσκληρου τυριού Μακεδονικό ΜΕΒΓΑΛ!

Προσπαθούμε να πιάσουμε μια συζήτηση για το φλέγον ζήτημα της περιόδου – το μακεδονικό δηλαδή – αλλά ο Νίκος ο Γκάτσος μας σαμποτάρει συστηματικά:

«Εμένα, ατα αρχ…α μου, Εμένα δε με ενδιαφέρει τίποτα… Να πα να γ,,,,ούνε όλα… Μόνο sex, drugs andR’N’R… Baby… Ουουουουουου!»

Πάνω στο  sex, drugs and R’N’R, όμως, η  πόρτα του καφενείου ανοίγει και βγαίνει – φανερά αναστατωμένος – ο μπάρμπα Γιάννης ο Σιώκος… κοιτάζει σοκαρισμένος τον Γκάτσο και φωνάζει, κοιτώντας τον Εμμανουήλ και κουνώντας το δάκτυλο προς τη μεριά του Γκάτσο:

«Να…, να…, να…, να! Αυτά που τους έλεγα και μέσα! Ο αμερικάνικος πολιτιστικός   ιμπεριαλισμός έχει διαβρώσει ολοκληρωτικά τη νεολαία! Και το αγωνιστικό της φρόνημα!!»

[Νεολαία; Ο Γκάτσος έχει κλείσει τα 39 –  εδώ και 3 - 5 χρόνια, εμείς εδώ και 8 ½ χρόνια, ενώ ο Μπάρμπα Γιάννης τα έχει κλείσει εδώ και 23 με 24 χρόνια, οπότε και δε συμπεριλαμβάνεται στη νεολαία –  έτσι κι αλλιώς…]

Για να συμπληρώσει, κοιτάζοντας – πάντα – τον Εμμανουήλ:

«Δεν καταλαβαίνετε ότι γίνεστε – άθελα σας – υπάλληλοι του Σόρος;»

Η απάντηση ήρθε από τον Μίκη τον Θεοδωράκη και ήτανε κάπως κυνική – και άκομψη:

«Ναι ρε, είμαι υπάλληλος του Σόρος! Υπάρχει κάνα πρόβλημα;»

Συμπληρώνω:

«Εγώ είμαι υπάλληλος του Αρτέμη Σώρα!»

Κι ο Εμμανουήλ:

«Ήταν πολλά τα λεφτά, Γιάννη»    

Ύστερα, κι αφού μας ρίχνει μια απεγνωσμένα επιτιμητική ματιά, ο αλαφιασμένος Μπάρμπα – Γιάννης κάνει αναστροφή, ξανανοίγει την πόρτα του καφενείου και φωνάζει:

«Ακούς, Συριζαίε με πολιτικά; Ακούς; Υπάλληλοι του Σόρος!!»

Ακούγονται φωνές από τα ενδότερα:

Η πρώτη:

«Συρ’ γαμσ’, Μακδονμαχ’ τς πτσας!»

Και μια άλλη:

«Αϊ τραβ’ μόνοχς σου χσε κάνα χυλλαλητήριο να κάνεις παρέα με τους φαχσίχστες!»

Και μια άλλη:

«Ποιόν είπες φασίστα, βρωμερέ εθνομηδενιστή;»

Και η σπαρακτική φωνή του Ματθαίου – Μάκη –  Κριεκούκη:

«Μη…, μη κύριοι, ψυχραιμία!»

Ο μπάρμπα Γιάννης, ξαναμμένος  ξαναμπαίνει στο καφενείο…

Κι ακολουθεί πανδαιμόνιο, χλαπαταγή και οχλαγωγία …

Ακούγονται ακατανόητες φωνές, φράσεις και λέξεις, όπως:

Παπαγαλάκια του νατοϊκού ιμπεριαλισμού, χαμερπή λαμόγια/ βδελυροί κρυφό-συριζαίοι, ελεεινοί εθνικιστές, ρωσόδουλοι, νατοϊκή αριστερά, σιχαμεροί τραμπιστές, που…ραδες σταλινικοί, φιλιππινέζες του Κούλη και της δεξιάς πολυκατοικίας, προδότες – κι από τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές αυτή η λέξη, ο διεθνισμός είναι και πατριωτισμός, ηλίθιοι κλπ, κλπ

Γυρνάω προς τη μεριά του Εμμανουήλ και τον κοιτάω απορημένος

Ρωτάω:

«Ρε συ Πάνο, τι λένε εκεί μέσα οι γέροι;»

Ο Παναγιώτης μου απαντάει κοιτώντας με βαριεστημένα:

«Άρες, μάρες, κουκουνάρες, λένε μέσα οι γέροι»

Στη σκηνή μπαίνει ο Βάκης ο Δάσκαλος μασουλώντας μια αραβική πίτα με φαλάφελ. Αλλά προτού κατορθώσει να αρθρώσει λέξη, ακούγεται η φωνή του μπάρμπα – Γιάννη από το καφενείο:

«Να…, να! Κι άλλος Συριζαίος με πολιτικά»

Η μάχη τώρα αρχίζει