Λούνα Η ζωή μιας Εβραίας της Θεσσαλονίκης πριν και μετά το Ολοκαύτωμα
27/01/2019
Τα μεταπολεμικά χρόνια οι χώρες τις Ευρώπης για να ενισχύσουν την εθνική τους ταυτότητά προσπάθησαν να ενοποιήσουν, « να εθνικοποιήσουν » τις διαφορετικές μνήμες του παρελθόντος και κατασκεύασαν μια ομοιογενή ιστορία που δεν ξεχώριζε καθόλου τους Εβραίους αλλά τους ενέτασσε γενικά στα θύματα του πολέμου σε μια συλλογική αφήγηση που απέκρυπτε την αλήθεια.
Τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, με καθυστέρηση θα ‘λεγε κανείς, εκδίδονται σημαντικά βιβλία για το Ολοκαύτωμα ( Shoa ) των Ελλήνων Εβραίων.
H « Λούνα » της Ρίκας Μπενβενίστε που τιμήθηκε το 2018 με το βραβείο Νίκου Θέμελη από τον Αναγνώστη, είναι ένα βιβλίο για την εμπειρία και τη μνήμη της Σοά ( Shoa :η Εβραϊκή λέξη για το Ολοκαύτωμα ) στη Θεσσαλονίκη, απ’ την πλευρά των αφανών και αποτελεί μια διαφορετική αναγνωστική εμπειρία. Ο αναγνώστης έρχεται σε επαφή με ένα αφηγηματικό ύφος, πιο προσωπικό, ελεύθερο, ίσως και λογοτεχνικό που δεν είναι σύνηθες στην ιστορική αφήγηση.
Όπως θα φανεί όμως δεν είναι μόνο θέμα ύφους αλλά ένας άλλος δρόμος προσέγγισης της ιστορίας.
Η Λούνα ήταν μακρινή συγγενής της συγγραφέως . Προς χάριν των μικρών παιδιών οι λέξεις θείος και θεία, στην Εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης, χρησιμοποιούνταν για κάθε μακρινό συγγενή ή και γείτονα γιατί μετά το Ολοκαύτωμα δεν υπήρχαν πια κοντινοί συγγενείς . Η συγγραφέας λοιπόν γνώριζε τη θεία Λούνα απ΄την παιδική της ηλικία. Γνωστή και άγνωστη μαζί.
Η ζωή της Λούνας καλύπτει όλο σχεδόν τον 20ο αιώνα και το βιβλίο προσπαθεί να την παρακολουθήσει και να την αφηγηθεί ακολουθώντας τα μέρη και τους τόπους που έζησε πριν και μετά την εμπειρία του Άουσβιτς.
Τι είναι όμως το βιβλίο; Δεν είναι λογοτεχνία, μυθοπλασία, δεν είναι και προφορική μαρτυρία γιατί η φωνή της ίδιας της Λούνας μόνο σε μερικά σημεία ακούγεται. Εντάσσεται στην ευρύτερη προβληματική της μικροϊστορίας κι επειδή ο όρος χρησιμοποιείται συχνά περιοριστικά και λανθασμένα δηλώνοντας μόνο τη μικρή κλίμακα ας κρατήσουμε σχηματικά τα βασικά χαρακτηριστικά αυτού του ιστοριογραφικού ρεύματος που ήρθε να αντιπαρατεθεί ή να συμπληρώσει τη σχολή των Αnnales , τη μακροσκοπική ιστορία των δομών :
Ιστορία από τα κάτω, μικροκλίμακα ανάλυσης, ανάδειξη της βιωμένης εμπειρίας, ανασύνθεση ιστορίας ατόμων και κοινοτήτων, μελέτη της κουλτούρας των υπάλληλων τάξεων, ένταξη του μερικού στο γενικό, επικοινωνία με τη κοινωνική ανθρωπολογία, έμφαση στην αφήγηση που είχε υποτιμηθεί μέσα στην έρευνα και την περιγραφή.
Η μικροϊστορική αφήγηση προσπαθεί να λύσει το πρόβλημα της επικοινωνίας με το αναγνωστικό κοινό κι έχει δύο χαρακτηριστικά: η εξιστόρηση συγκεκριμένων γεγονότων στοχεύει να δείξει την πραγματική λειτουργία κοινωνικών όψεων που διαφορετικά θα παραμορφώνονταν κάτω από μια γενικευμένη άποψη πχ. μια ποσοτική σχηματοποίηση . Το δεύτερο χαρακτηριστικό είναι ότι καθιστά τις διαδικασίες έρευνας, τα όρια των πηγών, τις τεχνικές της ερμηνείας , μέρος της ίδιας της αφήγησης .
Η κατανόηση του μεγέθους και της πολυπλοκότητας της Σοά , λέει η Ρίκα Μπενβενίστε , εξαρτάται εν πολλοίς απ΄τη δυνατότητα να στρέψουμε το βλέμμα μας στις αμέτρητες μοναδικότητες που παρέσυρε ο κυκλώνας . « Όχι για να τις ρίξουμε στα νερά μιας θάλασσας από υποσημειώσεις αλλά για να καθιστούμε κάθε φορά ορατή τη διάκριση του υποκειμένου και την ιστορική αφήγηση »
Σε τελική ανάλυση η ιστορία φτιάχνεται από πρόσωπα κι όχι απ’ τις απρόσωπες δομές που κατασκευάζει ο ιστορικός. Οι κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές και πολιτισμικές δομές θέτουν όρια μέσα στα οποία ξεδιπλώνεται η ανθρώπινη δράση. Συχνά όμως χρειάζεται να σκύψουμε σε πρόσωπα και προσωπικές διαδρομές για να δούμε πώς ανταποκρίθηκαν στα βίαια διλήμματα που θέτει η ζωή, με ποιον τρόπο γίνονται μέρος του συλλογικού πεπρωμένου. Μια ιστορική μελέτη που ανασυνθέτει ανθρώπινες προσωπικές διαδρομές τις κατανοεί μέσα στα όρια των δομών κι ενίοτε σε σύγκρουση ή πέρα από αυτές.
Στο κέντρο του ενδιαφέροντος είναι η δράση των απλών ανθρώπων, η διάσωση της ζωής αυτών που σε μεγάλο βαθμό έμειναν ανώνυμοι στην ιστορία, «αυτών που έκτισαν τις επτάπυλες Θήβες » όπως γράφει ο Carlo Ginzburg , ένας απ’ τους σημαντικότερους εισηγητές της μικροϊστορίας.
Η σχέση ανάμεσα στο μέρος και στο όλον είναι το επιστημονικό αίτημα που υπάρχει κάτω απ’ την συναισθηματική συμμετοχή της ιστορικού στη «Λούνα».
Δοκίμιο ιστορικής βιογραφίας ονομάζει η Μπενβενίστε το βιβλίο της.
Η Λούνα ήταν Εβραία, φτωχή, αγράμματη και γυναίκα. Πώς να ανασυνθέσει κανείς τη βιογραφία της; Άφησε ελάχιστα ίχνη, καταδικάστηκε να ζει στη « μη αναπαράσταση », σε εχθρικό περιβάλλον, σχεδόν έξω απ’ το κοινωνικό μόρφωμα. Οι αφανείς δεν έχουν λόγια να μιλήσουν.
Η ιστορικός επιστρατεύει εντυπωσιακό εύρος πρωτογενών και δευτερογενών πηγών που ελέγχει άριστα , μαρτυρίες, αφηγήσεις που θα καλύψουν τα κενά και με συγκρατημένη συγκίνηση αναζητά τη Λούνα στην πόλη, στη στρατοπεδική εμπειρία , στην επιστροφή, στη μοναξιά της, στο γήρας , προσπαθεί να τη νιώσει , να την καταλάβει.
Μέσα απ’ τη Λούνα μπαίνουμε κι εμείς στον κόσμο των Εβραίων της Θεσσαλονίκης που η ζωή τους σφραγίστηκε ανεξίτηλα απ’ το Ολοκαύτωμα.
Το νήμα που διατρέχει τα 11 κεφάλαια του βιβλίου είναι οι τόποι απ’ τους οποίους πέρασε και στους οποίους έζησε μεγαλύτερα ή μικρότερα χρονικά διαστήματα η Λούνα.
Γεννήθηκε το 1910 στην πολύβουη Οθωμανική Θεσσαλονίκη. Το 1913 οι Εβραίοι έφταναν τους 50.000 περίπου κ αποτελούσαν το 1/3 του πληθυσμού της πόλης. Οι ανώτερες τάξεις είχαν τον έλεγχο της Εβραϊκής κοινότητας καθώς το ταξικό χάσμα ήταν έντονο. Η Λούνα μεγάλωσε φτωχικά στο συνοικισμό «151 » πίσω απ΄το Νοσοκομείο Χιρς ( σημερινό Ιπποκράτειο ) που έδωσε μια πρώτη λύση στους χιλιάδες αστέγους απ’ τη μεγάλη πυρκαγιά του 1917.
Η άφιξη των προσφύγων απ’ τη Μικρασιατική καταστροφή διόγκωσε το στεγαστικό πρόβλημα.
Η μητρική γλώσσα ήταν τα ισπανοεβραϊκά ενώ η γλώσσα της εκπαίδευσης των αστών τα Γαλλικά. Τα φτωχά κορίτσια ήταν σχεδόν αποκλεισμένα απ’ την εκπαίδευση. Έμαθε ραπτική κ έγινε μοδίστρα, ακολουθώντας αυτή την τέχνη που δεν ήταν καταχωρισμένη στα επαγγέλματα.
Βίωσε το μεγάλο αντισημιτικό πογκρόμ στο συνοικισμό Κάμπελ με φωτιές, μαχαίρια και μάχες σε οδοφράγματα. Μόνο οι κομμουνιστές έσπευσαν να βοηθήσουν τους Εβραίους.
Η Λούνα το 1931, παντρεύτηκε το λιμενεργάτη Σαμ Γκατένιο. Δεν ακολούθησαν το ρεύμα της μετανάστευσης των Εβραίων, αστών αλλά και λιμενεργατών, προς την Παλαιστίνη που ήταν ακόμα υπό Βρετανική εντολή. Ποιος ξέρει πώς σκέφτηκαν και αποφάσισαν να μείνουν στη Θεσσαλονίκη. Όσοι έφυγαν διασώθηκαν απ΄τη ναζιστική θηριωδία. Έζησαν για λίγο στο κέντρο της πόλης . Κατοχή και πείνα. Λίγο πριν τον εκτοπισμό το ζευγάρι μετακόμισε στο Ρεζή Βαρδάρ που εξελίχθηκε σε οχυρό του Εβραϊκού κομμουνιστικού κινήματος. Εβραϊκές φτωχογειτονιές, ένας ξεχωριστός μικρόκοσμος.
Από εκεί μεταφέρθηκαν στο συνοικισμό Χιρς που λειτούργησε σαν γκέτο μέχρι να ταξιδέψουν με τα τραίνα του θανάτου στην Πολωνία. Με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου ύστερα από διαταγή των Κατοχικών αρχών το Ρεζή Βαρδάρ ισοπεδώθηκε. Τα σπίτια λεηλατήθηκαν, εγκαταλείφθηκαν ή καταλήφθηκαν ενώ οι φτωχογειτονιές απλώς κατεδαφίστηκαν.
Στις 7 Μαρτίου του 1943 η Λούνα αναχώρησε για τον κόσμο του αλλόκοτου, αυτού που είναι έξω απ’ την ανθρώπινη κατάσταση.
Η Λούνα έφτασε μαζί με άλλους 2.800 Εβραίους στο Άουσβιτς Μπιρκενάου. Οι περισσότεροι εξοντώθηκαν αμέσως, ανάμεσά τους κι ο Σαμ. Πέρασε τη φοβερή Ζελεξιόν ( Selektion ) , τη διαλογή με την οποία κρινόταν η ζωή ή ο θάνατος στο Άουσβιτς κι απέκτησε ένα γαλάζιο τατουάζ με το νούμερο 40077. « Πώς ζει κανείς με έναν αριθμό στο μπράτσο μετά τον πόλεμο; Άλλοι το έκρυβαν πάντα ή κατά περίσταση με κάποια ντροπή. Άλλοι το επιδείκνυαν με θυμό, με οδύνη, χωρίς ντροπή.Πόσα δάχτυλα χάϊδεψαν ένα χέρι σ’ αυτό ακριβώς το σημείο; Πόσους τέτοιους αριθμούς έχω δει, τα καλοκαίρια, σε άνδρες που φορούσαν κοντομάνικα πουκάμισα, σε γυναίκες με ελαφρά αμάνικα φορέματα; Πώς έζησε η Λούνα με το δικό της αριθμό, 40077; »
Απ’ το Μπιρκενάου ανάμεσα σε άλλες 200 πηγαίνει στο Άουσβιτς I. ''Εκεί που δεν υπάρχει γιατί",oπως έγραψε ο Πρίμο Λέβι, θα περάσει 18 μήνες στο Μπλοκ 10 όπου γινόταν τα πειράματα των Ναζί σε αναζήτηση μιας φτηνής μεθόδου στείρωσης των γυναικών, στα πλαίσια της Τελικής Λύσης. Ακτινοβολίες, εγχύσεις, χειρουργεία. Ένας συνδυασμός κόλασης και ασύλου φρενοβλαβών. Όσες γυναίκες άντεχαν έβγαιναν σακατεμένες. Καμιά δεν ήθελε να μιλήσει γι αυτό .
Πέφτει συχνά άρρωστη με πυρετό και τύφο. Επιστρέφει στο αναρρωτήριο του Μπιρκενάου. Αν δε σηκωνόταν απ’ το στρώμα θα οδηγούνταν σε θαλάμους αερίων. Στέλνεται σε κομάντο εργασίας . Η γερή κράση, η φροντίδα από κάποιες συντρόφισσες, η τέχνη της μοδίστρας και η τύχη τη σώζουν.
Οι σύμμαχοι προελαύνουν κι οι Γερμανοί εγκαταλείπουν το Άουσβιτς. Ακολουθούν οι πορείες θανάτου με τα πόδια και στο τέλος με φορτηγά. Φτάνει στο Ραβενσμπρουκ κι από εκεί στο Μπέργκεν Μπέλσεν μέχρι τον Απρίλιο του 1945 που οι Βρετανοί απελευθέρωσαν το στρατόπεδο.
« Επιστρέφω από έναν άλλο κόσμο/ στον κόσμο που δεν είχα εγκαταλείψει/ και δεν ξέρω ποιος είναι αληθινός./ Πείτε μου, επέστρεψα απ΄τον άλλο κόσμο; /Νομίζω είμαι ακόμα εκεί/και πεθαίνω εκεί/ κάθε μέρα λίγο ακόμη / πεθαίνω ξανά/ τον θάνατο όλων εκείνων που πέθαναν.»
( Charlotte Delbo, Auschwitz et apres. )
Τα τελευταία έξι κεφάλαια περιγράφουν τη ζωή της Λούνας στη γενέθλια πόλη της Θεσσαλονίκης. Ο εμφύλιος μαίνεται κι η Εβραϊκή κοινότητα αριθμεί περίπου 2.000 άτομα, έχει ξεκληριστεί. Απελευθέρωση δε σήμαινε λύτρωση και ελευθερία γι αυτούς που γύρισαν απ’ τα στρατόπεδα. Ανέστιοι, ξένοι, κανείς δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα να τους ακούσει εκτός απ’ τους συντρόφους τους .
Η Ρίκα Μπενβενίστε για να δείξει την αποξένωσή τους αναφέρεται και στη γλώσσα της γραφειοκρατίας που με ευφημισμούς και αποστειρωμένες, ουδέτερες λέξεις αποκρύπτει από άγνοια ή εκ προθέσεως την αλήθεια. Τους ονομάζει ομήρους , εκτοπισμένους, εξόριστους ,κρύβοντας ότι στη ρίζα του κακού βρισκόταν η Τελική Λύση. Εκτοπίστηκαν για να εξοντωθούν επειδή ήταν Εβραίοι και σώθηκαν μόνο επειδή οι Γερμανοί έχασαν τον πόλεμο.
Η Λούνα απογράφεται : Δηλώνει ημερομηνία άφιξης 4 Σεπτεμβρίου 1945 και επάγγελμα οικοκυρά. « Κτηματική περιουσία; Όχι. Συγγενική περιουσία; Όχι. Γραμματικαί γνώσεις ; Αγράμματος. Επανεγκατασταθήκατε στην κατοικία σας ; Όχι. Κατοικία : Συγγρού 37. Σημείωση: Μόλις έφθασε εκ Πολωνίας». Απ’ τη Ένωση Ομήρων Πολωνίας παίρνει το 1946 ένα κρεβάτι, μια κουβέρτα και λίγα χρήματα.
Εξαρτάται αρχικά απ’ την κοινότητα κι αυτή με τη σειρά της απ’ την UNRRA, τη JOINT κι από κοινότητες και Σεφαραδίτες του εξωτερικού. Στη συνέχεια δουλεύει ακατάπαυστα. Ράβει ρούχα και καλύμματα.
Η Λούνα μένει στη συναγωγή της Συγγρού, στο Υπνωτήριο Αλλατίνη και η ζωή της συνεχίζεται στις οδούς Σπάρτης, Σαρανταπόρου, στο Γηροκομείο Σαούλ Μοδιάνο και τελειώνει στο Νέο Εβραϊκό Νεκροταφείο της Σταυρούπολης.
Δεν ξαναπαντρεύτηκε, ούτε μετανάστευσε στο νεοσύστατο κράτος του Ισραήλ ή στις ΗΠΑ. Έκανε μόνο κάποια ταξίδια σε συγγενείς στο Ισραήλ. Έζησε στη μοναξιά της αλλά και στη συντροφικότητα των δικών της που...ήξεραν. Μόνο ένας μικρός κύκλος ήξερε και νοιαζόταν. Entre mozotros, ανάμεσά μας.
Στα τελευταία κεφάλαια παρουσιάζεται πιο καθαρά το αφηγηματικό εγώ κι εμπλέκονται περισσότερο στην αφήγηση οι προσωπικές μνήμες. Περιγράφονται φωτογραφίες που όμως δεν παρουσιάζονται, συζητήσεις, αναμνήσεις. Ένα κουτί με φωτογραφίες και πιστοποιητικά της Λούνας παραδόθηκε στη συγγραφέα.
Η « Λούνα » της Ρίκας ( Εριέττας ) Μπενβενίστε, που είχα την τύχη να τη γνωρίσω και να τη συναναστρέφομαι στο Μεταπτυχιακό Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στη Μυτιλήνη, είναι ένα θαυμάσιο βιβλίο, παραπάνω από ένα δοκίμιο ιστορικής βιογραφίας, πολύτιμο για μια ολόκληρη εποχή, για μια πόλη – τη Θεσσαλονίκη -, για τους αφανείς που παρασύρθηκαν στη δίνη της Ιστορίας.
Εκφράζει τις νέες τάσεις της ιστοριογραφίας της Σοά, του Ολοκαυτώματος. Σ’ αυτή την έξοχη δοκιμή μικροϊστορίας φαίνεται και μια διάθεση να ερευνηθεί και να αξιοποιηθεί η σχέση της Ιστορίας με τη λογοτεχνία. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η συγγραφέας μετέφρασε το 2017 το βιβλίο του Πολωνο-εβραϊκής καταγωγής Γάλλου Ivan Zablonka « Η Ιστορία είναι μια σύγχρονη λογοτεχνία » πάλι για λογαριασμό των εκδόσεων « Πόλις ». Αξίζει να σημειωθεί ότι το βιβλίο του Zablonka είναι το θεωρητκό συμπλήρωμα του έργου « Ιστορία των παππούδων » που αφιέρωσε σε ένα ζευγάρι Πολωνο -Εβραίων κομμουνιστών που πέθαναν στο Άουσβιτς και υπήρξαν ο παππούς και η γιαγιά του.
Οι τόποι γίνονται αφορμή για να αναφερθούν συνοπτικά και τεκμηριωμένα -με γνώση μιας τεράστιας βιβλιογραφίας – τα στοιχεία που συνθέτουν τη « μεγάλη εικόνα » σε σχέση με την οποία η Λούνα γίνεται ιστορικό υποκείμενο. Τα ίχνη της Λούνας ανασυγκροτούνται επίμονα και μεθοδικά . Όπου τα στοχεία είναι ανύπαρκτα ή απελπιστικά λίγα, αξιοποιούνται μαρτυρίες απ΄τη ζωή άλλων Εβραίων γυναικών , μελέτες, εντοπίζονται αναλογίες και διατυπώνονται προσεκτικές υποθέσεις εργασίας.
Είναι η δεύτερη φορά που η Ρίκα Μπενβενίστε διαπλέκει το ιστορικό με το προσωπικό. Έχει ήδη αφηγηθεί την ιστορία των μελών της άμεσης οικογένειάς της στα πλαίσια της ιστορίας των Εβραίων της Θεσσαλονίκης στο βιβλίο « Αυτοί που επέζησαν. Αντίσταση, εκτόπιση, επιστροφή. Θεσσαλονικείς Εβραίοι στη δεκαετία του 1940» Εκδόσεις Πόλις 2014.
Το εγώ της αφήγησης, της εξιστόρησης είναι κι ένα εγώ της μαρτυρίας για το εσύ της βιογραφούμενης που την παρακολουθεί, αναστοχάζεται τις μεθόδους του , αναλύει και αναλύεται, θυμίζοντας τη συμμετοχική παρατήρηση της κοινωνικής – πολιτισμικής ανθρωπολογίας.
Η αφήγηση αρνείται τη συναισθηματολογία, τον εντυπωσιασμό, την καταγγελία και ελέγχει τη συναισθηματική φόρτιση.
Απ΄τη θέση του αναγνώστη αισθάνεσαι ότι ποτέ δεν πλησιάζεις πολύ τη Λούνα αλλά και ποτέ δεν είναι απούσα. Βρίσκεται πάντα εκεί σαν σκιά μιας γυναίκας που πέρασε και γύρισε απ’ το αδιανόητο. Γιατί όπως λέει η προμετωπίδα του τρίτου κεφαλαίου που επέλεξε η Ρίκα Μπενβενίστε « Ζωή είναι να περνάς από τον ένα χώρο στον άλλο, προσπαθώντας ( όσο μπορείς ) να μη σκοντάφτεις» ΖΟΡΖ ΠΕΡΕΚ, Χορείες χώρων.
Όπως γράφει η ίδια η συγγραφέας το εγχείρημα είναι - εν μέρει τουλάχιστον - εξαρχής καταδικασμένο. Κανείς δε θα μάθει ποτέ πώς ένιωθε, πώς ένιωσε η Λούνα. Χωρίς φαντασιώσεις ταύτισης, χωρίς ξόρκια , χωρίς νοσταλγία , « χωρίς την ψευδαίσθηση της ‘’γνώσης ‘’ επεδίωξα την απλή – εκ των υστέρων πάντα - διάσωση απ’ την αφάνεια . Όταν δεν προϋποθέτει μια δήθεν γνωστή ιστορία, η ιστορική αφήγηση μπορεί , αν μη τι άλλο, να έχει μια στοχαστική λειτουργία.
Αλλά ακόμα κι αν αυτό δε συμβεί, τότε – έτσι κι αλλιώς – ας είναι kaddish ( Εβραϊκή προσευχή ) για τη Λούνα. »