«Μια παράξενη περιπέτεια που συνέβη στον Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι το καλοκαίρι στο εξοχικό»

(Πούσκινο, Ακούλοβα Γκαρά, στο εξοχικό του Ρουμιάντσεφ, στο 27ο  χιλιόμετρο της γραμμής Γιαροσλάφσκαγια)

Σαν εκατόν σαράντα ήλιοι έλαμπε η δύση,

γλιστρούσε στον Ιούλιο το καλοκαίρι,

ήτανε κάψα,

μια κάψα που σε θάμπωνε

κι αυτό συνέβαινε στο εξοχικό.

με το λοφάκι Ακούλοβα

καμπούριαζε το Πούσκινο,

και ήταν το ίδιο το χωριό

πρόποδες του βουνού,

με σκέπες γερτές σαν φλούδες δέντρων.

Πίσω από το χωριό

υπήρχε μια τρύπα,

και, μάλλον, σε αυτή

κατέβαινε πάντα ο ήλιος,

αργά και σταθερά.

Και πάλι

το πρωί

ορθώνεται ο ήλιος κόκκινος

τον κόσμο να πλημμυρίσει.

Μα όλο αυτό

που γίνονταν

μέρα με τη μέρα

εμένα

με αγρίευε.

Κι οργίζοντάς με μια φορά,

τόσο που εχάθη ο κόσμος,

του φώναξα κατάμουτρα:

«Φτάνει,

να τριγυρνάς στην κόλαση!»

Φώναξα στον ήλιο:

«Χαραμοφάη,

απ’ τις νεφέλες χαϊδεμένε,

εμείς εδώ ούτε χειμώνες έχουμε μα ούτε και καλοκαίρια,

συνέχεια ζωγραφίζουμε πλακάτ!»

Φώναξα στον ήλιο:

«Περίμενε,

χρυσοκούτελε, για άκου

και αυτό,

αφού αναίτια έρχεσαι

δεν έρχεσαι σε μένα

να πάρουμε ένα τσάι!»

Τι ’ταν αυτό που έκανα!

Την πάτησα!

Σε μένα,

με ελεύθερη τη βούληση,

ο ίδιος αυτοπροσώπως,

έρχεται μέσα απ’ τον αγρό,

απλώνοντας τα ηλιο-βήματα.

Δεν θέλω να δείξω φόβο,

πισωπατάω λίγο.

Έριξε κιόλας τα μάτια του στον κήπο.

Και ήδη τον περνάει.

Στις πόρτες

και στα μικρά παράθυρα,

μπαίνοντας από τις χαραμάδες,

έπεσε η μάζα του ήλιου,

στοιβάχτηκε

και ηρεμώντας την αναπνοή του,

είπε με μπάσα φωνή:

«Πρώτη φορά απ’ τη δημιουργία

φέρνω πίσω το φως.

Με κάλεσες;

Μα πού είν’ το τσάι,

πού είν’ το γλυκό, ποιητή!»

Τρέχουνε δάκρυα στα μάτια μου,

με τρέλανε η κάψα,

αλλά εγώ του λέω,

το σαμοβάρι δείχνοντας:

«Λοιπόν, φωστήρα, κάθισε!»

Τι διάολος με τσίμπησε

να τον φωνάξω,

-και μπερδεμένος,

κάθισα στην άκρη του σκαμνιού,

μη γίνει και χειρότερο, φοβάμαι!

Όμως μια παράξενη καθαρότητα

ακτινοβολούσε από τον ήλιο,

ξεχνώντας λοιπόν

τη σύνεση,

κάθομαι και συνομιλώ

με τον φωστήρα ένα ένα.

Για τούτο,

και για ’κείνο,

που μ’ έφαγε η ΡΟΣΤΑ[1]

Όμως ο ήλιος λέει:

«Εντάξει,

μην ανησυχείς,

να δεις τα πράγματα απλά!

Κι εγώ, σαν τι νομίζεις,

να λάμπεις

είναι εύκολο;

-έλα, δοκίμασέ το!

-και όμως εγώ πηγαίνω,

-το δέχτηκα να πάω,

πηγαίνω και φωτίζω με όλο μου το είναι!»

Έτσι μιλούσαμε για πολύ,

φέρνοντας πίσω το σκοτάδι της προηγούμενης νύχτας.

Μα σιγά το σκοτάδι!

Κι αφού περάσαμε στο «εσύ»,

τα βρήκαμε εντελώς.

Και σύντομα,

χωρίς να κρύβεται η φιλία,

στον ώμο τον χτυπώ.

Το ίδιο και ο ήλιος:

«Εσύ κι εγώ,

σύντροφε, είμαστε οι δύο μας!

Πάμε, ποιητή,

να δούμε προσεκτικά,

να υμνήσουμε

τα γκρίζα σκουπίδια του κόσμου.

Θα ρίξω εγώ το φως μου,

κι εσύ με στίχους το δικό σου».

Ο τοίχος των σκιών,

η φυλακή της νύχτας

θα πέσει κάτω από το δίκανο των ήλιων.

Με των στίχων και των φώτων τον σαματά

-λάμψε όπου να ’ναι!

Αν κουραστεί ο ένας,

τον ρίχνει η νύχτα

να ξαπλώσει,

με χαζονύστα.

Τότε -με όλη τη δύναμή μου

μπορώ να λάμπω παντού-

και πάλι η μέρα θα νικήσει.

Να φωτίζεις πάντα,

να φωτίζεις παντού,

μέχρι το τέρμα,

να φωτίζεις –

μη ψάχνεις δικαιολογία!

Να το δικό μου σλόγκαν

και του ήλιου.

 

Απόδοση: Ελένη Κατσιώλη

 

 

 

 

 

Το ποίημα αυτό γράφτηκε το 1920, την περίοδο που ο Μαγιακόφσκι έφτιαχνε προπαγανδιστικές αφίσες για την εταιρία ΡΟΣΤΑ. Στο ποίημά του αναμειγνύεται το πραγματικό με το φανταστικό. Στο έτος 1920 του αυτοβιογραφικού «Εγώ, αυτοπροσώπως», γράφει:

Τελείωσα το ποίημα «Εκατό Πενήντα Εκατομμύρια». Το τυπώνω χωρίς επίθετο. Θέλω ο καθένας να το υπογράφει και να το βελτιώνει. Δεν το έκαναν, όλοι ήξεραν το επίθετο. Το ίδιο κάνει. Το τυπώνω εδώ με επίθετο. Νύχτες και μέρες στη ΡΟΣΤΑ. Ξεφυτρώνουν διάφοροι Ντένικιν. Γράφω και ζωγραφίζω. Έφτιαξα τρεις χιλιάδες αφίσες και έξι χιλιάδες επιγραφές.

 

 

[1] Τα «Παράθυρα σάτιρας της εταιρίας ΡΟΣΤΑ» ήταν μια σειρά από αφίσες, που δημιουργήθηκαν μεταξύ 1919 και 1921 από Σοβιετικούς ποιητές και ζωγράφους που εργάζονταν για τη Ρωσική Τηλεγραφική Υπηρεσία.