Ακούστε!

Ακούστε!

Αφού κάποιος ανάβει τ’ αστέρια

δεν σημαίνει ότι σε κάποιον χρειάζονται;

Δε σημαίνει ότι κάποιος θέλει να υπάρχουν;

Δε σημαίνει ότι αυτές τις φτυσιές

κάποιος τις ονομάζει μαργαριτάρια;

 

Και, ασθμαίνοντας

στον κουρνιαχτό της μεσημβρινής σκόνης,

ορμάει καταπάνω στο θεό,

φοβάται μπας και είναι αργά,

κλαίει,

φιλάει το ροζιασμένο χέρι του,

παρακαλεί

-χρειάζεται το δίχως άλλο ένα αστέρι!-

Ορκίζεται

πως δεν θ’ αντέξει αυτό το άναστρο μαρτύριο!

Κι ύστερα

περνάει φουρτουνιασμένος μέσα του

μα ήρεμος στην όψη.

Σε κάποιον λέει:

«Ωραία δε είναι τώρα;

Δεν νιώθεις φόβο;

Ε;

 

Ακούστε!

Αφού κάποιος ανάβει τ’ αστέρια

δεν σημαίνει ότι σε κάποιον χρειάζονται;

Δεν σημαίνει ότι είναι απαραίτητο

κάθε βράδυ

πάνω από τις στέγες

να φωτίζει τουλάχιστον ένα αστέρι;

 

Απόδοση: Ελένη Κατσιώλη

 

Το ποίημα γράφτηκε το 1914, τον καιρό που άρχισε να εκφράζεται φουτουριστικά.