Σκοτεινιάζει. Ένα κείμενο για τη Νύχτα, τη σκοτεινή μητέρα

Έχει πια δύσει ο ήλιος του χειμώνα,

και γρήγορα, σα θέατρο, σκοτεινιάζει,

ή σαν να πέφτει πέπλο σε μια εικόνα

(...)

κ' οι πέτρινοι σταυροί σκίζουν σα χέρια

τον ουρανό που είναι χωρίς αστέρια

(...)

(Ωραίο, φριχτό και απέριττο τοπίον!

Ελαιογραφία μεγάλου διδασκάλου.

Αλλά του λείπει μια σειρά ερειπίων

κ' η επίσημος αγχόνη του Παγκάλου,)

σαρκάζει ο Κώστας Καρυωτάκης στο δεκαεξάστιχο ποίημά του η ''Πεδιάς και το νεκροταφείον'' ζωγραφίζοντας ένα πίνακα ημιτελή. Αλλά το σκοτάδι είναι πηχτό και αδιαπέραστο. Γιατί το σκοτάδι δεν έχει ρωγμές φωτός. Είναι ολοκληρωτικό. Και η εντύπωση που αφήνει είναι ολοσχερής. Και μεις, είτε το θέλουμε είτε όχι, προερχόμαστε απ' το σκοτάδι, δηλαδή από κει που προέρχεται ο κόσμος.

 

Από το Χάος προέρχεται το Έρεβος, η άφωνη σκοτεινιά των βυθών και η Νύχτα.

Η νύχτα είναι σκοτεινή. Όπως και η μητέρα. Όπως και η κοιλιά της που κυοφορεί.

Και μεις στα σκοτεινά βαδίζουμε

Στα σκοτεινά προχωρούμε

Μαζί με τον Ιωνά στην κοιλιά του κήτους. Ό,τι συμβαίνει στα σκοτεινά συμβαίνει σε όλους μας. Αφού όλα η νύχτα τα σκεπάζει. Η νύχτα μας εξισώνει. Τον δολοφόνο, το αεράκι που πήρε το καπέλο της, το χέρι που έψαυσε κάτω από τη φούστα της, τις κινούμενες εικόνες στην σκοτεινή αίθουσα, την ομορφιά του έρωτα του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας. Στο σκοτάδι είμαστε όλοι ίσοι. Σκοτάδι υπάρχει και το μεσημέρι. Είχε πέσει σκοτάδι στη ζωή του Άρθρουρ Καίσλερ και στο βιβλίο του το ''Μηδέν και το Άπειρο''.

Kαι σκότος εγένετο επί  πάσαν την γην έως ώρας ενάτης. Περί δε την ενάτην ώραν ανεβόησεν ο Ιησούς  φωνή, μεγάλη, λέγων ''Ηλί, Ηλί λιμά σαβαχθανί'' ,Θεέ μου, Θεέ μου γιατί με εγκατέλειψες;

Ο Υιός του Ανθρώπου, ο Υιός του Θεού στο σταυρό εν μέσω δύο ληστών, ενώ δε φοβήθηκε τίποτε άλλο, φοβήθηκε το σκοτάδι την ένατη ώρα.

Τα μωρά κλαίνε στο σκοτάδι όταν έρθουν σ' αυτόν τον κόσμο, ενώ είναι πολύ σκοτεινά στην κοιλιά της μάνας τους και όταν βγουν απ' την κοιλιά της είναι τυφλά. Όπως οι τυφλοί που έχασαν το φως τους. Και δεν θα το ξαναβρούν. Όταν δεν βλέπεις υπάρχει μόνο σκοτάδι. Αλλά κανείς τυφλός δεν είναι ολοκληρωτικά τυφλός. Όπως και κανείς που κλείνει τα μάτια του. Και όμως κάποιοι τρέμουν το σκοτάδι και αγαπούν το φως και την αιθρία, η οποία δεν θα υπήρχε χωρίς το σκοτάδι. Η αιθρία υπάρχει επειδή τον ουρανό καταλαμβάνουν τα σύννεφα βαριά σκούρα και αδιαπέραστα που βρέχουν σκοτάδι.

Ο ουρανός είναι ένας νόμος αδειανός.

 Η γέννηση είναι σκοτεινή όπως και η μητέρα. Ο θάνατος είναι σκοτεινός. Η ζωή μπορεί να είναι φωτεινή ή σκοτεινή. Μπορεί να είναι φωτεινή με σκοτεινά διαλείμματα ή σκοτεινή με φωτεινά διαλείμματα. Έτσι και αλλιώς η ζωή είναι ένα διάλειμμα ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο.

Και ιδού ίππος μέλας

Και η έλλειψη τροφής σκοτεινιάζει το λογικό του καθώς βαδίζει σκεπτόμενος ένα κείμενο που πρόκειται να γράψει σε μια εφημερίδα έτσι ώστε να μπορέσει να βάλει κάτι στο στόμα του. Γιατί από τότε που ξύπνησε είναι νηστικός. Ο νηστικός είναι κλεισμένος σε βαθύ σκοτεινό πηγάδι και δεν μπορεί να σκεφτεί όπως ο άνθρωπος του υπογείου. Αυτός βρίσκεται κάτω από τη γη, κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, στις κάτω χώρες. Αυτός σκέπτεται και δημιουργεί, καθώς το μετρό διασχίζει τα έγκατα της γης που είναι το ίδιο σκοτεινά με την κοιλιά της μητέρας. Το σκοτάδι είναι σιωπηλό. Το φως φωνάζει, φωτίζει και δημιουργεί σκιές στα σπήλαια της Αλταμίρα. Στον σκληρό πυρήνα των πραγμάτων, στην αδιαπέραστη λογική τους, στα ξεροκέφαλα γεγονότα, στους αριθμούς, στην άρρυθμη λειτουργία της καρδιάς. Η καρδιά είναι ένας μυς που βυσσοδομεί στο εσωτερικό του ανθρώπινου σώματος. Κανείς δεν έφτασε ποτέ στην καρδιά του ερέβους.

κύριο Κουρτς πέτανε.

Η πλοήγηση στον ποταμό ήταν σαν ένα ταξίδι μέσα στο χρόνο, προς τα πίσω, προς την αρχέγονη πραγματικότητα του κόσμου, τότε που η βλάστηση οργίαζε παντού και οι μόνοι βασιλιάδες ήταν τα δέντρα. Ο άδειος ποταμός, η μεγαλειώδης σιγή, η απροσπέλαστη ζούγκλα! Ο αέρας ήταν θερμός, πηχτός, βαρύς, νωθρός.

(...)

Γλιστρούσαμε πάνω στα νερά σαν φαντάσματα - κατάπληκτοι και λίγο ταραγμένοι ίσως... Δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τι συνέβαινε γιατί εμείς είχαμε φτάσει πια πολύ μακριά, στα πέρατα της ζωής και δεν είχαμε πλέον ενθυμήσεις, γιατί ταξιδεύαμε μέσα στην νύχτα των απαρχών της ανθρωπότητας, των πρώτων αιώνων που είχαν χαθεί για πάντα δίχως να αφήσουν ίχνη πίσω τους, δίχως ν' αφήσουν αναμνήσεις...

Η γη δεν έμοιαζε γήινη εκεί. Έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε τη γη σαν ένα αιχμαλωτισμένο κι αλυσοδεμένο τέρας, αλλά εκεί - εκεί η γη ήταν ακόμα τερατώδης κι ελεύθερη. Δεν έμοιαζε γήινη γη και οι άνθρωποι ήταν... όχι, δεν ήταν απάνθρωποι.

Και αυτός παρά τους τρόμους και τις ήττες, αλλά και τις ανείπωτες ικανοποιήσεις είχε μείνει πιστός στον Κουρτς μέχρι το τέλος. Πιστός σ' αυτόν και την ηχώ της ευγλωττίας του και στην ψυχή του, τη διάφανη και αγνή, την κρυστάλλινη, την όμορφη και φωτεινή. Όπως δεν ήταν ποτέ μια ψυχή ούτε αυτή ούτε οι κούφιοι άνθρωποι. 

Οι κούφιοι άνθρωποι στου θανάτου την άλλη Βασιλεία. Εκεί που ζουν αυτοί που σκύβουν. Εκεί που είναι τα καύκαλα με άχερα γεμάτα και οι φωνές τους είναι στεγνές και οι ζωές τους ίσιες κι ασήμαντες. Και ο άνεμος να χτενίζει το χορτάρι. Τα γυαλικά που έσπασαν οι ποντικοί στο κελάρι. Γιατί εγώ είδα με τα μάτια μου κρεμασμένη μέσα σ' ένα μπουκάλι την Κυμαία Σίβυλλα και όταν τα παιδιά την ρωτάγανε ΄΄Σίβυλλα, τι θέλεις;'' εκείνη απάνταγε ''Αποθανείν θέλω'' , λέει στον ''Σατυρικόν'' του ο Πετρώνιος. Ενώ ο Τόμας Στερν Έλιοτ , μιλώντας μέσα από την

''πεθαμένη γη''  

Θύμηση, και επιθυμία ταράζοντας

Με τη βροχή της άνοιξης ρίζες οκνές

 

και ήπιαμε καφέ με 'κείνον

και μείναμε πίσω, καθυστερήσαμε και μας άφησαν εκεί, μας ξέχασαν, με συντροφιά μια στοίβα σπασμένες εικόνες, όπου χτυπάει ο ήλιος.

Φοβόμουν πάντα εκτός απ' το σκοτάδι και τον πνιγμό χωρίς να έχω απέναντι μου θάλασσα ή ποταμό, παρά μόνο κρεμασμένους και ένα μονόφθαλμο έμπορο, μια διάσημη χαρτομάντισσα και τον Φοίνικα τον θαλασσινό και δεν έφτασα ακόμα στη σελίδα 85 της Έρημης Χώρας εκεί που ρήμαξα τη ζωή μου. Αφού ο άνεμος που ταράζει το απέριττο τοπίο με τα αγκάθια και τους ασφόδελους, την πεδιάδα όλη, δε βρίσκει παρά κάποιο χαρτί σ' όλη τη φύση.

 

 

Ποιος να το 'ξερε; Ποιος να το φανταζόταν, στο μούχρωμα του δειλινού ή στην καταχνιά μιας χειμωνιάτικης αυγής, πως ο θάνατος είχε ξεκάνει τόσους πολλούς, ένα πλήθος και χύνονταν στην γέφυρα του Λονδίνου. Ένα πλήθος ανθρώπων που δεν θα είχα ποτέ μου πιστέψει πως ο θάνατος τους είχε θερίσει. Καθώς αναδύονταν μικροί και σπάνιοι στεναγμοί. Είπα:

Γλυκέ Τάμεση, κύλα απαλά, το τραγούδι μου

να τελειώσω

Ο ποταμός δεν κατεβάζει άδειες μποτίλιες, χαρ-

τιά από σάντουιτς,

Μεταξωτά μαντήλια, χαρτονένια κουτιά, αποτσί-

γαρα

Και άλλα τεκμήρια θερινών νυκτών.

Και ενώ οι Νύμφες δραπέτευσαν χωρίς να αφήσουνε διεύθυνση και η Μνημοσύνη παντρεύτηκε τη Λησμονιά, ο ποταμός παραμένει σκοτεινός και η πολιτεία ανύπαρχτη. Και ο Καρυωτάκης δεν είχε φτάσει ακόμα στην Πρέβεζα.

 

 

        Όχι, κανείς δεν συμφιλιώνεται με την Νύχτα. Περιμένει μόνο να ξημερώσει. Κανείς, στο μεταξύ, δεν συνηθίζει το σκοτάδι. Γιατί υπάρχει κίνδυνος να ξανατυφλωθεί, όπως τότε που βγήκε απ' την κοιλιά της μάνας του. Όπως τότε που εκείνος την ποθούσε μ' ένα πόθο σκοτεινό κάτω από τις λεύκες και εκείνες ασάλευτες σκέπαζαν την ένωσή τους. Την ένωση του Σκοτεινού και της Φωτεινής.

Ήτανε όλοι τους μαζεμένοι στη σκιά του εκατόφυλλου ρόδου.

Αλλά εκεί κάτου, πού να πάμε;

Αναγκαστικά ένας τον άλλο θα κοιτάμε

με κομμένα τα χέρια στους αγκώνες,

ασάλευτοι σαν πρόσωπα σε εικόνες.

 

Αν έρθει κανείς την πλάκα μας να χτυπήσει,

θα φαντάζεται πως έχουμε ζήσει.

Αν πάρει ένα τριαντάφυλλο ή αφήσει χάμου,

το τριαντάφυλλο θα 'ναι της άμμου.

 

Ήταν τότε που αρκούσε ένας να πεθάνει. Τότε που όλα ήταν ανεστραμμένα. Η σελήνη με το πρόσωπό της κρυμμένο πίσω από μια μαύρη σκιά. Η Νύχτα είχε αστέρια που με κοιτάζανε, θαρρείς, σαν μάτια. Η ζέστη και η υγρασία ο σκοτεινός βάλτος και τα ευκίνητα ποντίκια, η σκοτεινιά και η φρίκη των προσπαθειών μου... ένα βήμα ήθελα να κάνω, αλλά δεν μπόρεσα κι ήμουν εγώ εκεί σιωπηλός, θλιμμένος που πέθανα από αηδία και αυτοί καθόλου θλιμμένοι, καθόλου σεμνοί, διασκεδάσανε όλοι στην κηδεία και στο μνημόσυνον σε μαύρο μείζον

         Και ο δρόμος αφού ντύθηκε με άσφαλτο άρχισε να περνά πλέον από παντού, από τη Σάντα Φε, τη Μπογκοτά, τη Γουαδαλαχάρα, την Σιέρρα Μάντρε, τα Σάλωνα, την Γέφυρα της Αλαμάνας, μέρος ξακουστό σχεδόν κοσμόπολις, μέρος με ιστορία που ηδυπαθώς διασχίζει ο γκρίζος Σηκουάνας.

Ο δρόμος από παντού περνά και δεν περνά και σαν φίδι στρέφεται, συστρέφεται και όταν καμιά φορά επιστρέφει απ' τα Παρίσια αναπνέει ελεύθερα αέρα Σαρωνικού.

        Ώσπου έφτασε Ιούλιος. Και ο Καρυωτάκης είχε γράψει το αποχαιρετιστήριο σημείωμα και το σαρκαστικό υστερόγραφο υποσχόμενος πως ορισμένως κάποτε θα γράψει τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου και είχε αυτοπυροβοληθεί στη θέση Λιθάρι, στην Πρέβεζα, εκεί που είχε πει πως θα καθόταν και θα γινόταν δέντρο. Κανείς δεν τον είδε μεταμορφωμένο σε δέντρο. Τον βρήκαν όμως εκείνο το πρωί ξέσκεπο, αιμάσσοντα, νεκρό.

        Ήτο Ιούλιος λοιπόν και εις την οδόν διήρχοντο τα λεωφορεία και ένας ιδρωμένος κόσμος, επίγειος με άρρενας βαρείς οικοκυράς χονδράς με νεάνιδας και μαθητρίας, εις των οποίων τους σφιχτούς γλουτούς και τα σφύζοντα στήθη, πολύ εκ των συνωθουμένων, ως ήτον φυσικόν επάσχιζαν (όλοι φλεγόμενοι, όλοι στητοί, ως Ηρακλείς ροπαλοφόροι) να κάμουν με στόματα ανοικτά και μάτια ονειροπόλα, τας συνήθεις εις παρομοίους χώρους επαφάς.

Τις συνηθισμένες βαρυσήμαντες τελετουργικές προστρίψεις που διευκολύνονται απ' τον συνωστισμό. Ψαύσεις, συνθλίψεις και προστρίψεις επί των σφαιρικών θελγήτρων των δεκτικών μαθητριών και κορασίδων. Ιούλιος πάντα και ο Καρυωτάκης δεν υπάρχει πια και κανείς δεν αναρωτιέται γιατί μας ήρθε το καλοκαίρι αυτό. Και ο παραλογισμός του καύσωνα χρειάζεται φως για να υπάρξει, δόξα για να διαιωνιστεί και ποιητές να την υμνήσουν. Κάθε λύπη κάθε θλίψη εξατμίζεται ολοσχερώς και χρειάζεται φως για να γιορτάσει το θρίαμβό της.

        Προηγουμένως η εγκεφαλική τους ουσία χύθηκε κατά λάθος και μούσκεψε το χώμα ενώ η Νύχτα και η Μέρα συναντήθηκαν και χαιρετήθηκαν και η Νύχτα πέρασε για Μέρα και η Μέρα πέρασε για Νύχτα. Ενώ τα τέρατα βρυχώνται και ένας οικουμενικός σεισμός ισοπέδωσε τα πάντα και όσοι άνθρωποι σώθηκαν βγήκαν απ' τις σπηλιές και ανέβηκαν με βιάση στα αεροπλάνα τους να δραπετεύσουν, αλλά πώς μπορεί να δραπετεύσει κανείς από την Κόλαση;

 

Και καταβιβάσω σε προς τους καταβαίνοντας, εις βόθρον προς λαόν αιώνος και κατοικώ σε εις βάθη της γης ως έρημον αιώνιον μετά καταβαινόντων εις βόθρον, όπως μη κατοικηθής, μηδέ αναστής... όπως λέει ο Ιεζεκιήλ.

 

Την ίδια στιγμή λαβαίνουν χώρα γεγονότα μυστήρια που θεωρούνται σημάδια επικείμενων συμφορών. Γεγονότα εξωπραγματικά, όπως το να βρέχει αίμα, φλόγες στον ουρανό, ανώμαλες γεννήσεις με παιδιά ερμαφρόδιτα.

Ο Σουίφτ στα ταξίδια του Γκιούλιβερ, από το 1726 κιόλας ομολογεί ότι ποτέ κανένα πράγμα δεν τον έκανε να αηδιάσει τόσο όσο η θέα του τερατώδους μαστού της που δεν μπορώ με τίποτα να τον συγκρίνω για να δώσω σε τούτον τον περίεργο αναγνώστη μια ιδέα μόνο για το τι θέλω να πω.

 

        Όπως λέει ο θείος Μαρκήσιος στα Σόδομά του ήταν ψηλός, στεγνός, αδύνατος με μάτια βαθουλωτά και σβησμένα, μ' ένα στόμα κάτωχρο και αρρωστημένο. Με ανασηκωμένο το πηγούνι. Πολύ τριχωτός και με εγωισμό εξογκωμένο ενώ το κίτρινο είχε διογκωθεί όπως και η ποσότητα της άμμου που είχε καταλάβει όλο τον πίνακα γιατί όλα εκεί μέσα απ' αρχής μέχρι τέλους ήταν ριγμένα στο χάος. Όπως διατείνεται ο Μεφιστοφελής να κάνει το κακό και σε καλό να φθάνει. (...)

Είναι το πνεύμα που τα παντ' αρνείται.

Τα υπόλοιπα πνίγονται στη σιωπή χωρίς ν' αφήσουν ίχνη.

 

Σημείωση: 

Τα παραθέματα προέρχονται από κείμενα ή ποιήματα: 

Κ.Γ. Καρυωτάκη, Σεφέρη, Κερένυι [η Μυθολογία των Ελλήνων], Άρθουρ Καίσλερ, Αποκάλυψη Ιωάννου,

Τζόζεφ Κόνραντ [η Καρδιά του Σκότους, μτφρ., Γ.Ι. Μπαμπασάκης],

Έλιοτ [ Έρημη Χώρα, μτφ., Γ. Σεφέρη],

ντε Σαντ [Οι 120 Μέρες στα Σόδομα, μτφρ., Πέτρος Παπαδόπουλος-Τάκης Θεοδωρόπουλος] 

Ρίτσος, Σαββόπουλος, Εμπειρίκοςκατά Ματθαίον κζ'33-54.