Το Φαινόμενο

Ακριβώς μόλις μπήκα στη μικρή μπυραρία «Ρασπούτιν», ήρθε τρέχοντας κοντά μου να με σφιχταγκαλιάσει ένας άνδρας σοβιετικής εμφάνισης με παράσημα και μετάλλια.

 -Καλέ μου Βάνια! φώναξε. Καλή χρονιά και καλή τύχη! Εσύ είσαι άνθρωπος! Εγώ αγαπώ τον Τσιγγάνο! Εσύ είσαι Τσιγγάνος κι εσύ είσαι άνθρωπος! Ζήτω η ελευθερία και η δημοκρατία! Ζήτω οι Τσιγγάνοι με μεξικάνικη καταγωγή!

Για τ’ όνομα του Θεού, διαφώνησα, έντονα συγχυσμένος. Δεν είμαι καθόλου ο Βάνια και δεν είμαι Τσιγγάνος και δεν έχω καμία σχέση με μεξικάνικη καταγωγή. Είμαι Ρώσος, ντόπιος Σιβηριανός. Ήρθα στο ευρωπαϊκό κομμάτι της πρώην ΕΣΣΔ από τη Σιβηρία, από την πόλη Κ., πριν πολλά χρόνια. Η πόλη Κ. έχει ένα εκατομμύριο πληθυσμό, που εξαπλώνεται και στις δύο όχθες του ποταμού Ε. και αναμορφώθηκε από τους μπολσεβίκους και τους κομμουνιστές. Ο ποταμός Ε. εκβάλλει με μεγαλοπρέπεια στον Αρκτικό ωκεανό, εκεί που ακόμα δεν έχει πατήσει ανθρώπινο πόδι. Η πόλη Κ. είναι ένα από τα κύρια εμπορικά κέντρα της ασιατικής πρώην ΕΣΣΔ… Κέντρο κουλτούρας, σπορ… και πάει λέγοντας…

-Και λοιπόν, και τι έγινε που είσαι από τη Σιβηρία; Δεν παύεις να είσαι άνθρωπος. Και εγώ γύριζα για πολλά χρόνια στη Σιβηρία, αλλά μέχρι σήμερα δεν έχασα τα ιδανικά μου. Όλοι ήμασταν κάποτε στη Σιβηρία.[1] Φίλε μου εσύ! Μεξικάνε, Τσιγγάνε μου! Εσύ δεν ήσουν που πουλούσες άλογα στις στέπες του Ντον; Εσύ δεν ήσουν που πήγαινες στα πανηγύρια με την αρκούδα που είχε περασμένο τον σιδερένιο χαλκά στη μύτη; Εσύ δεν κάηκες και δεν κρεμάστηκες από τη σοβιετική Τσεκά, ακόμα και από τη φασιστική Γκεστάπο; Φίλε μου! Εγώ είμαι μαύρος, αλλά δεν είμαι Αιθίοπας κι έχω… το δέρμα μου γεμάτο μαρκαρίσματα.[2] Εσύ είσαι άνθρωπος και γι’ αυτό είσαι αδελφός μου.

Και άρχισε να κλαίει και να με αγκαλιάζει σφιχτά.

Ακούγοντας τη λέξη «αδελφός», άρχισα και εγώ να κλαίω και ξαφνικά τα θυμήθηκα όλα: πως γίναμε αγροίκοι και θυμώσαμε τόσο πολύ σχεδόν εκατό χρόνια, πως γίναμε σαρκαστικοί, πως γίναμε ασυγχώρητοι, πως τυραννήσαμε τους ανθρώπους… σα να λέμε!... Χιόνι, δάσος, πάγος, γη, ουρανός –γρήγορα εναλλασσόμενα τοπία της γλυκιάς μου πατρίδας…

Αγκάλιασα τον άνδρα σαν να ήταν συγγενής μου, σταθήκαμε μαζί, αλλά σύντομα εγώ προνοητικά έφυγα από τη μικρή μπυραρία «Ρασπούτιν».

Τα δάκρυά μου όμως έπεσαν στο πλαστικό τραπεζάκι, που ήταν δίπλα στη χυμένη μπύρα, στα κόκαλα, στα γκρίζα λέπια.

Ένα δάκρυ, έχοντας μείνει μετέωρο για λίγο, κύλησε, ξεδιπλώθηκε και βυθίστηκε στα δάκρυα του άνδρα που βρίσκονταν ήδη κοντά στο χείλος του λάκκου, του ξεχειλισμένου με αποτσίγαρα, χαρτιά και σπασμένα γυαλιά.

Και ξαφνικά από την ανάμειξη αυτών των δακρύων έγινε μια δυνατή έκρηξη: τραντάχτηκαν τα τζάμια της μπυραρίας, οι θαμώνες στροβιλίστηκαν και αναποδογυρίστηκαν… Και από το βαρέλι της μπύρας πετάχτηκε ένας κίτρινος πίδακας…

 Λένε πως όμοιες εκρήξεις τώρα πια συγκλονίζουν συχνά τα μπαρ της εκτεταμένης πατρίδας μας. Παλιά, επί σοβιετικών, οι φυσικοί είχαν εξηγήσει παρόμοια φαινόμενα ως ΕΞΑΫΛΩΣΗ, αλλά, όπως λεν, οι σύγχρονοι το έχουν ξεχάσει. Και τι νόημα έχει αυτό, αφού οι εκρήξεις είναι ΕΙΡΗΝΙΚΕΣ και συνήθως δεν προκαλούν στον πολίτη καμία υλική βλάβη; Κατά συνέπεια, ένα παρόμοιο φαινόμενο δεν επηρεάζει αρνητικά την οικονομία του άγριου καπιταλισμού στον οποίο ανήκει η χώρα μας, που πρόσφατα ξαναπήρε το περήφανο ιστορικό όνομα Ρωσία. Κι εμείς, κατά συνέπεια, μπορούμε να συμφιλιωθούμε εντελώς με αυτό το φαινόμενο, κύριοι και σύντροφοι, σύντροφοι και κύριοι… Αδέλφια και αδελφές.

 

Μετάφραση: Ελένη Κατσιώλη

 

Ο Ευγένιος Ανατόλιεβιτς Ποπόφ γεννήθηκε το 1946 στο Κρασναγιάρσκ της Σιβηρίας. Ήρωές του είναι παράσιτα της κοινωνίας, μέθυσοι, πόρνες, υπάλληλοι, διανοούμενοι, γραφομανείς και κομμουνιστές.

Οι ιστορίες του Ποπόφ έχουν μια ποικιλία ρεαλιστικών χαρακτήρων και ως μεταμοντέρνος συγγραφέας σπάει τα στερεότυπα, αναμειγνύει διαφορετικά είδη γραφής, ενώ εισάγει στοιχεία λεκτικών παιχνιδιών, καθώς και αποσπάσματα όχι μόνο από κείμενα αλλά και από συνθήματα και μύθους.

 

[1] Αναφορά στη σταλινική περίοδο.

[2] Μάρκαραν τους κρατούμενους στις φυλακές και στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως κατά την τσαρική περίοδο.