Το τελευταίο γράμμα

Έρευνα και μετάφραση Ελένη Κατσιώλη

 

Ο Όσιπ Μαντελστάμ γεννήθηκε το 1891 και πέθανε στις 27 Δεκεμβρίου 1938 στο μεταγωγικό στρατόπεδο Βλαντίμιροφκι του Βλαδιβοστόκ σε ηλικία 47 ετών.

Οι Σοβιετικές αρχές τον συνέλαβαν τέσσερις φορές: δύο το 1920, μια το 1934 από την ΓΚΕΠΕΟΥ στη Μόσχα και μια τέταρτη το 1938 από τη ΝΙΚΑΒΕΝΤΕ που ήταν καθοριστική για τη ζωή του.

 

Η τελευταία του επιστολή προς τον αδελφό του Αλεξάντρ -που χαϊδευτικά τον φωνάζει Σούρα- με ημερομηνία 30 Νοεμβρίου 1938, στάλθηκε από το Βλαδιβοστόκ (σχεδόν 10.000 χιλιόμετρα από τη Μόσχα).

 

Αγαπημένε μου Σούρα!

Βρίσκομαι στο Βλαδιβοστόκ, στο βορειοανατολικό στρατόπεδο αναμορφωτικής εργασίας, στην παράγκα 11. Καταδικάστηκα πέντε χρόνια για «αντεπαναστατική δραστηριότητα» με απόφαση του ειδικού συμβουλίου άμυνας της ΓΚΕΠΕΟΥ. Από τη Μόσχα, από τη Μπουτίρκα[1] μας πήρανε με συνοδεία στις 9 Σεπτεμβρίου και φτάσαμε (εδώ) στις 12 Οκτωβρίου. Η υγεία μου είναι πολύ αδύναμη, είμαι εξαντλημένος απέραντα, αδυνάτησα, έχουμε γίνει σχεδόν αγνώριστοι, αλλά να στείλεις πράγματα, τρόφιμα και χρήματα δεν ξέρω αν έχει νόημα. Επιχειρήστε το πάντως. Κρυώνω πολύ χωρίς ρούχα.

Αγαπημένη μου Νάντινκα, δεν ξέρω αν ζεις καρδούλα μου. Εσύ Σούρα γράψε μου για τη Νάντια αμέσως τώρα. Εδώ είναι μεταγωγικός σταθμός. Δεν με στείλανε στην Κολιμά. Μπορεί να ξεχειμωνιάσω εδώ.

 

Αγαπημένοι μου, σας φιλώ.

Όσια

 

Σούροτσκα, συνεχίζω. Τις τελευταίες μέρες πήγα στη δουλειά και αυτό μου ανέβασε τη διάθεση.

Από το στρατόπεδό μας που είναι μεταγωγικό μας στέλνουν σε μόνιμα. Εγώ, προφανώς, έπεσα σε «ειδική επιλογή» και πρέπει να προετοιμαστώ για να ξεχειμωνιάσω εδώ.

Σε παρακαλώ: στείλτε μου τηλεγράφημα και χρήματα για το τηλεγραφείο.

 

Από δω και πέρα σιωπή, τα ίχνη του χάνονται.

 

Ο Μαντελστάμ ανήκε στον λογοτεχνικό κύκλο του καλλιτεχνικού καμπαρέ «Αλητόσκυλο» στο οποίο σύχναζε η παρέα των ακμεϊστών. Εκεί μεταξύ διασκεδάσεων και συζητήσεων διαμορφώθηκε το μανιφέστο τους. Στην παρέα συμμετείχαν η Άννα Αχμάτοβα, ο Νικολάι Γκουμιλιόφ, ο Ίγκορ Σερεμπριάνιν, η Ναντιέζντα Τέφι, ο Βελιμίρ Χλέμπνικοφ, ο Βσιέβολοντ Μεγερχόλντ, ο Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι, ο Μιχαήλ Κουσμίν, ο Αρτούρ Λουριέ, ο Αλεξέι Τολστόι, ο Αρκάντι Αβέρτσενκο κ.ά.

 

Αποκαταστάθηκε δύο φορές μετά θάνατο: για την υπόθεση του 1938 το 1956 και για την υπόθεση του 1934 το 1987. Είναι άγνωστη η τοποθεσία του τάφου του.

 

Παραθέτω δύο από τα τελευταία ποιήματα του Μαντελστάμ.

Το πρώτο γράφτηκε κατά τη διάρκεια της εξορίας του στο Βαρόνιεζ, τον Απρίλιο του 1935, και ανήκει στη συλλογή «Τετράδια του Βαρόνιεζ» που διαφύλαξε η γυναίκα του:

 

Πρέπει να ζήσω, αν και δυο φορές επέθανα,

ενώ η πόλη έχει αποχαυνωθεί από τις πλημμύρες:

πόσο ωραία, πόσο χαρούμενη και πόσο αφράτη είναι,

πόσο χαίρεται που λειαίνει το παχύ της στρώμα το υνί,

πώς απλώνεται σαν στέπα στο γύρισμα του Απρίλη,

κι ο ουρανός, ο ουρανός είναι δικός σου Μπουαναρότι…[2]

 

Όντας πια κλεισμένος στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως μας ψιθυρίζει:

 

Θα το πω αυθόρμητα, ψιθυριστά

επειδή ακόμα δεν ήρθε η ώρα:

με ιδρώτα και εμπειρία επιτυγχάνεται

το παιχνίδι του ανεξέλεγκτου ουρανού.

 

Κάτω από τον φευγαλέο ουρανό του καθαρτηρίου

συχνά ξεχνάμε ότι,

ευτυχισμένος ουρανός προστάτης είναι

το ξεδιπλωμένο σπίτι μας στη γη.

 

 

 

 

 

 

[1] Φυλακή έξω από τη Μόσχα.

[2] Μιχαήλ Άγγελος.