Ιστορίες από το καφενείο – αστακομαρονάδα Μέρος Γ’ – Γαλλικά κι Ανατολίτικα παζάρια
25/06/2018
Η Ασπασία απευθύνεται με αυστηρό κ συνάμα στοργικό ύφος στην κόρη της:
«Ca suffit, ma petite fille»
Η Δάφνη, που έχει καβαλήσει την σοκαρισμένη, ξαφνιασμένη, αναστατωμένη και κοκκινισμένη Λεϊλά Γκιουζέλ, κι είναι έτοιμη να την χαστουκίσει, σταματάει, γυρνάει προς τη μαμά της και της λέει με παράπονο:
«Mais, maman, c'est une prostituée!»
Αλλά η Ασπασία Μάνου – Αρχοντοπούλου δε σηκώνει μύγα στο σπαθί της. Σηκώνεται από το θρόνο της και με επιβλητικό ύφος διατάσει την κόρη της:
«Silence! Αrrête ce combat stupide, instantanément, Δαφνή!»
Η Δάφνη υπακούει απρόθυμα στη διαταγή, αφήνει την Λεϊλά Γκιουζέλ και σηκώνεται όρθια…
Η Λεϊλά Γκιουζέλ σηκώνεται αμίλητη – και με κατεβασμένο το πρόσωπο –, ξαναφορά την μπούργκα της – για την ακρίβεια, την μαντίλα της – και τρέχει προς τον άντρα της
Ένώ καθόταν στη θέση της, ο ινδονήσιος επιχειρηματίας – φανερά αναστατωμένος – γυρνά προς το Μίκη Θεοδωράκη και του ψιθυρίζει:
«Πόσα κιλιάντες γιούρω ντέλει Μίκη γκια να ντου αγκοράσω ζέγκζι γκυναίκα; Ντιακόσια κιλιάρικα είναι γκαλά;»
Γυρίζουμε στο καφενείο:
Ρωτάω, συγκλονισμένος από τις αποκαλύψεις, τον Μίκη;
«Και δε του έσπασες τα μούτρα»;
Ο Μίκης σκύβει το κεφάλι, ανάβει ένα τσιγάρο κι ύστερα με κοιτάει μ’ ένα ελαφριά ένοχο βλέμμα
Και μου λέει:
«Η αλήθεια είναι ότι το σκέφτηκα για λίγο…»
Και μετά, γυρνώντας στον Εμμανουήλ:
«Αλλά δε μου πήγαινε να αποδεχτώ την ελκυστική αυτή προσφορά»
Εμμανουήλ:
«Και τι έκανες;»
Ξαναγυρίζουμε στη σαλοτραπεζαρία:
Ο Μίκης Θεοδωράκης σηκώνεται οργισμένος από την καρέκλα του, πιάνει από τον γιακά τον πανικοβλημένο και κατά – ιδρωμένο ινδονήσιο επιχειρηματία, αφού πρώτα τον σηκώνει βιαία, και του φωνάζει, λυσσασμένα:
«Πως τολμάς, ελεεινέ λαθροεπιχειρηματία να μου κάνεις μια τέτοια προσφορά;»
Και μετά – ταρακουνώντας τον:
«Μόνο διακόσια ψωροχιλιάρικα!» ….
Και:
«Για μια Δάφνη Αρχοντοπούλου!»….
Και
«Η Νταιζάρα μου κοστίζει πάνω από μισό εκατομμύριο!»
Ο Μίκης αντιλαμβάνεται ότι του έχει ξεφύγει η μαλακία και σταματά να ταρακουνάει τον Σουλτάν Μαλάκα
Η παγερή φωνή της Δάφνης Αρχοντοπούλου δεν αργεί ν’ ακουστεί:
«Προσφορά; Ποια προσφορά σου έκανε ο κος Μαλάκα, Μισέλ μου;»
Ο Μίκης γυρνάει να κοιτάξει τη Δάφνη, η οποία ήδη τον κοιτάει με δολοφονικό βλέμμα
Αποφασίζει να ξαναπάρει την κατάσταση στα χέρια του:
«Μου πρόσφερε διακόσια χιλιάρικα για να σε αγοράσει. Ο άθλιος ανατολίτης!»
Η Δάφνη αρχίζει να πλησιάζει αργά αλλά απειλητικά...
Κι όταν φτάνει σε απόσταση μερικών εκατοστών, ξαναρωτάει τον Μίκη
«Και συ τι του απάντησες;»
Ο Μίκης προσπαθεί να προσποιηθεί τον προσβεβλημένο:
«Αρνήθηκα, βέβαια!»
Η φωνή της Δάφνης αποκτάει μια δηλητηριώδη χροιά:
«Αρνήθηκες τα δύο κατοστάρικα… Αλλά θα το συζήταγες για πέντε…»
Και στο «δύο», και στο «πέντε» η Δάφνη χρησιμοποίησε τα δάκτυλα της: σήμα της νίκης και, ύστερα, μούντζα
Σε λίγο ακούγεται το πρώτο χαστούκι
Κι ύστερα:
«Φτού σου, αισχρέ προαγωγέ! Νταβατζή!!»
Μια ροχάλα και μια γροθιά στο στομάχι
Ύστερα η Δάφνη κάνει μεταβολή και τρέχει, κλαίγοντας, στη αγκαλιά της μαμάς της
Και μετά ακούγεται η κλαμένη κι αγανακτισμένη φωνή της Λεϊλά Γκιουζέλ:
«Είσαι μπολύ μαλάκα, Μαλάκα. Μπολύ μαλάκα!»
Ο ταπεινωμένος Σουλτάν προσπαθεί να δικαιολογηθεί:
«Μπλάκα έκανε σε Μίγκη γκια να γκελάσουμε, baby»
Κι ύστερα ακούγεται και το δεύτερο χαστούκι:
Αυτή φορά το δίνει η Λεϊλά στον σύζυγο της, τον Μαλάκα…
Ακούγεται ο ήχος από ένα κουδουνάκι κι ύστερα, η φωνή της Ασπασία Μάνου:
«Ισίδωρε! Ισίδωρε!!»
Η κυρά – Ασπασία καλούσε τον Μπάτλερ – και δεύτερο σύζυγο – της Ισίδωρο Βασιλείου….