Επιστολή του Νικολάι Γκόγκολ στον Μιχαήλ Πετρόβιτς Παγκαντίν, καθηγητή του πανεπιστημίου της Μόσχας.

μετάφραση από τα ρωσικά: Ελένη Κατσιώλη

Επιστολή № 38.

30 Μαρτίου 1837, Ρώμη

Έλαβα το γράμμα σου εδώ στη Ρώμη. Είναι γεμάτο με όλα αυτά που τρέχουν στις σκέψεις μας. Δεν λέω τίποτε γι’ αυτή τη φοβερή απώλεια. Για μένα είναι μεγαλύτερη απ’ όλες. Εσύ θλίβεσαι σαν Ρώσος και σαν συγγραφέας, εγώ… εγώ ούτε το ένα εκατοστό από το μερίδιο του πόνου μου δεν μπορώ να εκφράσω. Η ζωή μου, η μεγαλύτερή μου απόλαυση πέθανε μαζί του[1]. Οι φωτεινές στιγμές της ζωής μου ήταν οι στιγμές που δημιουργούσα. Όταν δημιουργούσα έβλεπα μπροστά μου μόνο τον Πούσκιν. Για μένα δεν ήταν τίποτε τα κουτσομπολιά, έφτυνα στον τιποτένιο όχλο, τον γνωστό με το όνομα κοινό· μου ήταν πολύτιμος ο αιώνιος και αμετάκλητος λόγος του. Τίποτε δεν επιχείρησα χωρίς τη συμβουλή του. Ό,τι καλό έχω γράψει το χρωστάω σ’ αυτόν. Και το τωρινό μου έργο είναι δημιούργημά του. Μου απέσπασε τον όρκο ότι θα γράφω, και ούτε μία γραμμή δεν έγραψα χωρίς να τον έχω μπροστά μου. Παρηγορούσα τον εαυτό μου πως θα είναι ευχαριστημένος, μάντευα τι θα του άρεσε και αυτό ήταν το πρώτο και μεγαλύτερο έπαθλό μου. Τώρα πια δεν υπάρχει αυτό το έπαθλο! Τι είναι το έργο μου; Τι είναι πια η ζωή μου; Με καλείς να ’ρθω εκεί. Γιατί; Για να επαναληφθεί η αιώνια μοίρα που περιμένει τους ποιητές στην πατρίδα! Ή σκόπιμα έβγαλες αυτό το συμπέρασμα μετά το οξύ παράδειγμα που μου παρέθεσες, για να το κάνεις ακόμα πιο χτυπητό. Για ποιο λόγο να έλθω; Μήπως δεν ξέρω τη φιλική συνάθροιση των άξεστων μορφωμένων; Ή δεν ξέρω ποιοι είναι αυτοί οι υπάλληλοι, αρχίζοντας από τους κατώτερους μέχρι τους υψηλά ιστάμενους; Γράφεις ότι όλοι οι άνθρωποι, ακόμα και οι ψυχροί, συγκινήθηκαν από αυτή την απώλεια. Και τι ήταν έτοιμοι να κάνουν αυτοί οι άνθρωποι στη διάρκεια της ζωής του; Μήπως δεν ήμουν μάρτυρας των πικρών, πικρών στιγμών που αναγκάστηκε να νοιώσει ο Πούσκιν; Παρόλο που ο ίδιος ο μονάρχης (ευλογημένο τ’ όνομά του) τίμησε το ταλέντο του. Ω! όταν θυμάμαι τους δικαστές μας, τους ευεργέτες, τους εξυπνάκηδες, την ευγενική αριστοκρατία μας… Η καρδιά μου συνταράσσεται και μόνο σ’ αυτή τη σκέψη. Πρέπει να υπήρχαν σοβαρές αιτίες που με εξανάγκασαν να αποφασίσω αυτό που δεν ήθελα. Ή νομίζεις ότι δεν με νοιάζει που εσείς οι φίλοι μου είσαστε πέρα από τα βουνά; Ή δεν αγαπάω την αχανή, την πολυφίλητη ρωσική γη;

Ζω σχεδόν ένα χρόνο σε ξένη γη, ζω σε υπέροχους ουρανούς, σε έναν κόσμο πλούσιο σε τέχνες και ανθρώπους. Μπορώ να αρχίσω να περιγράφω πράγματα που θα εκπλήξουν τον καθένα; Ούτε μια γραμμή δεν θα μπορούσα να αφιερώσω στον ξένο. Έχω δεθεί με ακατάλυτες αλυσίδες, γι αυτό προτιμώ τον φτωχό και άχαρο κόσμο μας και τις καλύβες πάνω στις γυμνές εκτάσεις από ετούτους τους καλύτερους ουρανούς που με κοιτάζουν φιλικότερα. Μπορώ μετά από αυτό να μην αγαπώ την πατρίδα μου; Αλλά γιατί να έρθω και να ανεχθώ την υπεροπτική αλαζονεία της ανεγκέφαλης τάξης των ανθρώπων που μου κάνουν μούτρα και θέλουν να με βλάψουν; Όχι, δεν θα μπορέσω. Είμαι έτοιμος να τα δεχτώ όλα στην ξένη χώρα, είμαι έτοιμος να ζητιανέψω αν φτάσω μέχρι εκεί· αλλά στη δικιά μου, ποτέ. Εσύ δεν μπορείς να αντιληφθείς εντελώς τα βάσανά μου. Είσαι σε λιμάνι, είσαι σοφός, εσύ μπορείς να το ξεπεράσεις και να γελάς λιγάκι. Εγώ είμαι άστεγος, με χτυπούν και με ταλανίζουν κύματα, και μπορώ μονάχα να στηριχτώ στην άγκυρα της περηφάνιας που μου βάλανε στο στήθος ανώτερες δυνάμεις. Είμαι αναγκασμένος να μην πεθάνω στην πατρίδα.

Αν έχεις επιθυμία να ξεκουραστείς και να ανανεώσεις τις δυνάμεις σου έλα να με δεις στη Ρώμη. Εδώ έχω τη μόνιμη κατοικία μου. Τον Ιούνιο και τον Ιούλιο θα πάω στη Γερμανία για ιαματικά λουτρά και αφού γυρίσω θα μείνω εδώ το φθινόπωρο, τον χειμώνα και την άνοιξη. Ο ουρανός είναι θαυμάσιος. Ξεδιψάω με τον αέρα του ουρανού και ξεχνώ όλο τον κόσμο.

Γράψε μου κάτι για τις μοσχοβίτικες βρωμιές. Βλέπεις πόσο δυνατή είναι η αγάπη μου, ακόμα και βρωμιές είμαι έτοιμος να ακούσω ως νέα από την πατρίδα.

Σε χαιρετώ! Δικός σου, Γκόγκολ.

 Η διεύθυνσή μου είναι: Via Isidoro, 17, casa Giovanni Massuci.

 

 

Ο Γκόγκολ έγραψε αυτή την επιστολή από τη Ρώμη, την οποία υπεραγαπούσε και θεωρούσε δεύτερη πατρίδα του. Ενδιαφερόταν για τα έργα τέχνης, τις αρχαιότητες, πήγαινε σε γκαλερί, επισκεπτόταν στούντιο καλλιτεχνών.

 

 

 

στις φωτογραφίες ο Νικολάι Γκόγκολ και ο Αλεξάντερ Πούσκιν

 

 

[1] Αναφέρεται στον Πούσκιν που τραυματίστηκε θανάσιμα στις 27 Ιανουαρίου 1837 και εξέπνευσε δύο μέρες αργότερα.