Πλήρης ημερών

             Στην ταράτσα ατενίζω τον Κόσμο Νέο. Κι όμως οι σελίδες σκοτείνιασαν κι οι ελπίδες δεν είναι ευέλπιδες ντυμένοι σε βυσσινί ταγιέρ ή φουστίτσες με σπαθάκια που έχασαν την αιχμηρότητά τους. Καιρός να διακόψω. Τι να συνεχίσω, δηλαδή. Σάμπως έχω ακροατήριο; Σάμπως κι αυτοί οι δυο τρεις λουόμενοι δεν καταδύθηκαν στον βυθό της πλησμονής τους; Άσε που βαριέμαι να ανάψω το λυχνάρι. Περιμένω μπας και πεφταστέρι με φωτίσει. Άλλωστε ο ηλεκτρονικός πίνακας δε δείχνει την εικόνα μου. Η πόλη άδεια ή πλήρης ημερών αρχαίων, δεν ηλεκτροδοτείται πλέον. Τρομοκρατείται παντιοτρόπως από την αγορά. Τις συναθροίσεις διαλύουν άντρες με ταγιέρ, κράνη, γκλόμπς και σαρανταπεντάρια. Ο απολογισμός να περιμένει παρακαλώ. Άκου, θα συνεχίσω; Και τι να πω; Που να το πω; Κάτι κάδρα κρέμονται στους τοίχους μου, φωτογραφίες σ' ένα τραπεζάκι πλάι στον καφέ και το ουίσκι, ένα στόμα περιμένει το βέλος μου που έχει ένα κύπελλο παχύρρευστο στην άκρη της οπής του. Εκεί, εγώ όρθιος, καμαρωτός, αρτιγενής, αντί να είμαι οριζοντίως. Αντίς αμφεταμίνες και καφέδες άπτωτους. Αντί περίσκεψη, αγορές, σπίτια τρίπατα, άπατα, αυτοκίνητο ξέσκεπο, εμμονή στις ανάπηρες πάπιες που φωτογραφίζονται προθύμως γυρνώντας από την Μύκονο, την Ιο και την παριανή λεύκα μπρος στο εκκλησάκι της Χρυσοπηγής που λάμνει στο φεγγάρι της παιδικής αυλής. Και το μπαστούνι της με χτύπησε κατακέφαλα. Είχε μπαστούνι, αφού το πόδι της έλλειπε, από καιρό κοιτόταν στον κοιτώνα του νοσοκομείου στο Μανχάταν. Δύο Αμερικές έχει στο κεφάλι της. Δύο Τρίτες στην καρδιά της. Μια Πέμπτη στην τσέπη της κύλησε στο πάτωμα με θόρυβο ή μήπως ήτανε λυγμός;

      Εγώ εδώ πάνω, είπε, δε σηκώνω καμιά λέξη που έχει α στερητικό. Είναι βαριές οι λέξεις και κοστίζουν περισσότερο. Προτιμώ τις προθέσεις και τα εμπρόθετα. Τα ρήματα από τα επίθετα. Αλλά η Πέμπτη είναι αριθμητικό ή μήπως  μέρα; Μια μέρα περιέχει τη μέση της που κορέστηκε και το τέλος της. Η νύχτα έρχεται και εγώ ενώ θέλω να πω ναι σου λέω ναι. Ή να είναι το ναι ναι και του ου ου. Αλλά δεν είμαι ετερόφωτος. Γι' αυτό δεν περιμένω την νύχτα για να φορέσω μαύρα ούτε το νύχι μου είναι βυσσινί καθώς ξύνει τις επιφάνειες μιας ώχρας που έχει καλύψει το τζάμι μου.

        Εμένα οι γεύσεις μου έχουν καπνό, παρηγοριά και υπομονή, νύχτα και λέξεις, προθέσεις, προθέσεις και ου. Επιφωνήματα, ένα λαιμό, μια οδό, και ένα πληθωρισμό. Αντιπαθώ ότι έχει προσποίηση, επιτήδευση και πόζα. Τραίνα που πάνε στη λουτρόπολη, περνάνε πάνω απ' τις πηγές τους και τερματίζουν στο νησί μου. Κοιτώ τα πράγματα από εκεί που εσύ στην τύφλα των επιφαινομένων σου δεν βλέπεις. Καβάλησα το άτι μου πριν υποταχθεί στο πάνδημο καφενείο. Βγαίνω στην αγορά όταν τα ρολά κατεβαίνουν και η πόλη αδειάζει από τους τεχνοπαίχτες της. Οθόνες δεν έχω. Βάζω τη μητέρα να κοιτά χωρίς να ακούει.  

(14-8-2002)