Χρονοχάρτες

Περί κάθετου και οριζόντιου χρόνου

 

Είμαι 20 χρονών και πιστεύω ότι θα ζήσω μέχρι τα 80. Ο χρόνος περνάει γρήγορα και αργά. Τα μεσημέρια και τα απογεύματα της Κυριακής φαίνονται ατελείωτα. Αλλά δε βλέπω το λόγο να φύγω ταξίδι για λιγότερο από 10 μέρες. Πριν καλά-καλά πας, έχεις γυρίσει και αυτό μου φαίνεται απόλυτα κουραστικό. Έχω όμως καιρό να γίνω αστροναύτης, να ερωτευτώ μια πριγκίπισσα, ή να σώσω την ανθρωπότητα από την επικείμενη καταστροφή. Ίσως δε προλαβαίνω να είμαι ο Μότσαρτ, γιατί η μητέρα μου λέει ότι κάτι τέτοιο θα είχε εντοπιστεί από τα γεννοφάσκια μου και θα έπρεπε να το καλλιεργούσα ήδη συνεχώς από τότε. Δε ξέρω αν έχω χάσει άλλο τρένο πέρα από αυτό της προοπτικής Μότσαρτ. Και αν δε το έλεγε η μητέρα μου, δε θα μου είχε περάσει από το μυαλό ότι έχω πιθανόν ήδη χάσει οποιοδήποτε τρένο.

 

Μπορώ να κάνω τα πάντα στη ζωή μου. Κάποτε αργότερα το δίχως άλλο. Ο χρόνος περνάει όλο και πιο αργά, αλλά έχει πολλά περιθώρια επιτάχυνσης καθώς θα μεγαλώνω. Αυτό όμως που με ανησυχεί περισσότερο, είναι πως ο χρόνος έχει γίνει αμετάκλητα οριζόντιος. Οριζόντιος σημαίνει όπως των ρολογιών. Τα ρολόγια αυτού του κόσμου είναι εγκατεστημένα παντού και αποτελούν το μετρονόμο της όρθιας και εγκόσμιας ζωής μου ως κοινωνικού όντος. Σε αυτή τη ζωή πρέπει να είμαι πάντα στην ώρα μου. 

Νομίζω πως ο άνθρωπος όταν γεννηθεί έχει μόνο τον κάθετο προσωπικό του χρόνο, αυτόν που ντύνει τα βιώματά του, σα δειλή, άρρυθμη και σε κάθε περίπτωση προαιρετική υπόκρουση. Μόνο η μέρα και η νύχτα υπάρχει σαν εξωτερική υπόμνηση και αυτές μπορούν να μείνουν μια σιωπηλή και ασυνείδητη επίπτωση στους ρυθμούς του οργανισμού του. Μπορεί να νυστάξει επειδή ο ήλιος έδυσε και παράλληλα να παραλείψει να παρατηρήσει μια ολόκληρη μέρα. Ή μπορεί να την παρατηρήσει αλλά να μη τη μετρήσει. Ή μπορεί να μετρά ακατάπαυστα αν αυτό του αρέσει (άλλωστε και η καρδιά του αυτό κάνει) και, για την κάθετη πραγματικότητά του, αυτό να αποτελεί ένα βατήρα προς τη σκοτεινή αγκαλιά από την οποία προέρχεται και στην οποία θα επιστρέψει -άγνωστο πότε-, μια αντίστιξη, ένα ψήγμα εγκόσμιας ομορφιάς, ένα πασατέμπο πνευματικής αφύπνισης.

Εύχομαι λοιπόν να ξαναβρώ το φάρμακο του κάθετου χρόνου. Γιατί πολύ φοβάμαι ότι λίγο πριν πεθάνω, το ρολόι θα τρέχει κι εγώ ακόμα θα χορεύω στο ρυθμό του και η αλαζονεία μου θα είναι τόσο ασύμβατη με τη σωματική μου ανημπόρια, όσο γελοίο θα είναι το απελπισμένο και κακόμοιρο αγκίστρωμά μου σε ανέφικτες πλέον απολαύσεις και επομένως σε ανεξέλεγκτο θυμό για αυτά που παρέλειψα, σαν να ήταν στο δικό μου χέρι όλα, του καβαλημένου. Πιθανόν δε θα έχω γίνει πλούσιος ή διάσημος  και μάλλον δε θα έχω πηδήξει τη Σλεναρίκοβα. Θα έχω κουτουπώσει κάμποσες μπακατέλες αντί για τις μουνάρες που φαντάζομαι και διηγούμαι στην αντροπαρέα -αν τις έχω καταφέρει κι αυτές- και θα με έχει φάει η ρουτίνα καθώς βασανιζόμουνα όλο και περισσότερο να διαχειριστώ αποφάσεις που δε μου ταίριαζαν και που στη συνέχεια δεν είχα τα αρχίδια να αμφισβητήσω: δουλειά, γάμο και παιδιά, αποφάσεις που  πρόσθεταν πίκρα και όχι οικογενειακή -πόσο μάλλον κοινωνική- αποδοχή. Θα τρέχουν τα σάλια μου με τις νοσοκόμες, θα κάνω φασαρία για να με προσέξουν  και  θα  πεθάνω  βογκώντας και διαμαρτυρόμενος που το χωράφι -πριν 50 χρόνια- το γράψανε στο Γιάννη. 

Υπάρχει πάντα και η καλή εκδοχή.

Είμαι 80 χρονών και δε ξέρω αν θα κλείσω τα 81. Ο χρόνος περνάει αργά και γρήγορα. Μία βόλτα στο πάρκο διαρκεί όσο οι διακοπές ενός μήνα στα νιάτα μου, αλλά νοιώθω ότι ένας ολόκληρος χρόνος περνά πριν καλά-καλά το καταλάβω. Δεν έχει πια σημασία αν θα πεθάνω από καρκίνο ή από συνάχι. Τα εγκόσμια ρολόγια έχουν σιγήσει. Κατοικώ στο δικό μου χρόνο και στο δικό μου εσωτερικό κόσμο των άυλων επιθυμιών της ψυχής. Με κάποιο τρόπο οι αρμοί του σύμπαντος έχουν χαλαρώσει, όσο και η συνδέσεις μου με αυτό το κόσμο. Είμαι μακριά από όσους αγάπησα αλλά πιο ενωμένος μαζί τους από ποτέ. Και αν οι πόνοι μου παραμείνουν σιωπηλοί όσο και οι χυμοί του κορμιού μου, έχω το περιθώριο να νοιώθω απόλυτα μακάριος. Ακριβώς όσο περιθώριο είχε και ο Μότσαρτ.

 

 

Περί των ρωγμών του χρόνου.

 

Ο Χέλμουτ είναι απόγονος του Μότσαρτ, αν θέλει να πιστέψει τον πατέρα του. Σίγουρα δεν αποκλείεται καθόλου, αφού κληρονόμησε ένα κουτί με χειρόγραφες παρτιτούρες και αλληλογραφία, αλλά γι’ αυτόν πρόκειται για πληροφορία εντελώς αδιάφορη. Θα τον ενδιέφερε να ανταλλάξει αυτό το κουτί με κάποιο σημαντικό ποσό χρημάτων, αλλά μια τέτοια προοπτική προϋποθέτει κάποια ενασχόληση και -για την ώρα- δεν είναι διατεθειμένος να καταβάλει οποιαδήποτε προσπάθεια, δεδομένου ότι η οικονομική του κατάσταση του εξασφαλίζει αυτή την πολυτέλεια.

Ο Χέλμουτ είναι 30 χρονών και έχει όλη τη ζωή μπροστά του -ή πάντως έτσι νομίζει. Σημασία, φυσικά, έχει αυτό που νομίζει, το εσωτερικό του βίωμα, που τον συνοδεύει κάθε στιγμή, χωρίς να χρησιμοποιήσει τον εγκέφαλό του. Άλλωστε οι εγκεφαλικές ενασχολήσεις δεν ανήκαν ποτέ στα σπορ της προτίμησής του.

Η μητέρα του δεν του είπε ποτέ ότι δεν προλαβαίνει να γίνει ο Μότσαρτ. Η μητέρα του ήταν μια απλή νοικοκυρά. Αλλά και ο πλέον λόγιος από τους συγγενείς μιας τέτοιας οικογένειας, δικαιοδοτείται να αρκεστεί στην συγγένεια με τον ίδιο τον Μότσαρτ και να στρογγυλοκαθίσει αμέριμνη στις μαξιλάρες του δανεικού κλέους. Πάντως, αυτός ο ίδιος ο Χέλμουτ, δε δίνει δεκάρα αν θα προλάβει ή δεν θα προλάβει οποιοδήποτε τρένο αυτού του κόσμου.

 

Ο Χέλμουτ έχασε τον πατέρα του την εποχή που δουλεύαμε μαζί στο ίδιο γραφείο. Σε πρώτη φάση αυτή η απώλεια δεν έμοιαζε να διαταράσσει ιδιαίτερα το εσωτερικό του τοπίο. Διατάραξε περισσότερο εμάς, επειδή μας διηγήθηκε -με αρκετή αφέλεια ομολογουμένως-  ότι τη στιγμή που ο πατέρας του ξεψύχησε, έσπασαν οι δείκτες του ρολογιού που φορούσε στο χέρι του και η λειτουργία του διακόπηκε δια παντός στις 11.10μμ. Το ρολόι, που αρχικά είχε περιέλθει στον πατέρα από τον παππού, τοποθετήθηκε μαζί με άλλα  κειμήλια στην τράπεζα, στην οικογενειακή θυρίδα.

 

Λίγους μήνες αργότερα, έγινε μια διαβόητη ληστεία στη συγκεκριμένη τράπεζα. Οι επιτήδειοι ήταν άριστα οργανωμένοι. Είχαν βρει πρόσβαση μέσω κάποιου υπόγειου δικτύου και σήκωσαν ανενόχλητοι τα πάντα μέσα σε μια νύχτα. Τα γεγονός αυτό δεν άφησε ασυγκίνητο το Χέλμουτ. Μόλις επιβεβαίωσε ότι το περιεχόμενο της θυρίδας τους είχε εξαφανιστεί, αισθάνθηκε ανεπανόρθωτα φτωχότερος. Τα αντικείμενα που απέκτησε με ευγενή αδιαφορία, χωρίς να έχουν ποτέ τύχει του συναισθηματικού του ενδιαφέροντος ή κάποιας οργανωμένης προσπάθειας αποτίμησης και εμπορίας, είχαν ξαφνικά μετατραπεί σε μια οικονομική απώλεια τεραστίων διαστάσεων, για την οποία έπασχε νυχθημερόν.

 

Σε αυτή την ευάλωτη κατάσταση, με το νευρικό του σύστημα σμπαράλια και μια παρούσα πρωτόγνωρη βιωματική απειλή χωρίς ονοματεπώνυμο, ο Χέλμουτ δέχτηκε την χαριστική βολή. Έκλεινε χρόνος από το θάνατο του πατέρα και εκείνο το βράδυ. Όταν ξάπλωσε να κοιμηθεί, είδε το ρολόι του πατέρα ακουμπισμένο στο κομοδίνο του. Έτσι ο Χέλμουτ έχασε τον ύπνο του. Δεν εμφανίστηκε ξανά στο γραφείο. Την ιστορία τη μάθαμε από τη μητέρα του που ήρθε για να ζητήσει να τον αποδεσμεύσουν από τα καθήκοντά του.

 

Δεν ήταν δυνατόν να μάθω αν και πόσο άλλαξε η αίσθηση του Χέλμουτ για το προσδόκιμο της ζωής του μέσα σε αυτό τον ένα χρόνο από το θάνατο του πατέρα του -μπορεί να μειώθηκε και μερικές δεκαετίες. 

 

Ο Χέλμουτ που γνώρισα κατοικούσε στον οριζόντιο χρόνο και δεν διατηρούσε σχέσεις με το υπέρλογο  -όπως άλλωστε και με τους άλλους. Έναν αιώνα οριζόντιου χρόνου νωρίτερα από το Χέλμουτ, είχε γεννηθεί η γιαγιά Γιαννού. Εκπρόσωπος μιας εποχής, όπου η διασυνδεσιμότητα των ανθρώπων μεταξύ τους, ήταν άλλης τάξεως. Η μόρφωση ήταν τόσο μικρότερη, όσο και η παραμόρφωση. Το υπέρλογο έκοβε βόλτες ανενόχλητο στις συντροφιές των ανθρώπων και οι ρωγμές στο χρόνο, τους μισόκλειναν συνωμοτικά το μάτι. Οι περισσότεροι άνθρωποι αιωρούνταν στην ενεργειακή πραγματικότητα των υπόγειων αισθήσεων της ψυχής και απολάμβαναν την ανοικτή δυνατότητα της έκστασης ανάμεσα στο 1+1=2 και στο 1+1=3. Και καθώς  μετρούσαν τον οριζόντιο χρόνο, έκαναν μακροβούτια στον κάθετο.

 

Η γιαγιά Γιαννού αγαπούσε να διηγείται ιστορίες και κυρίως την ιστορία για τη μαγική πόλη. Μιλούσε συνεπαρμένη για κάποιο ουράνιο περιβάλλον, όπου το φως ήταν πιο άσπρο και ο αέρας μαλακός σαν τα άσπρα τα σύννεφα και όλοι οι άνθρωποι ήταν συνδεδεμένοι μεταξύ τους με έναν ιστό σαν τεράστιο δίχτυ. Και ότι σε κείνο το μέρος υπήρχε θαλπωρή και ηρεμία και σιγουριά, “που δεν ξεύρουν ούτε τα μωρά στην κοιλιά της μάνας τους”. Και πάντα, παρόλο που καθόλου δεν μπορούσε να περιγράψει με λόγια αυτή τη μαγική πόλη, εξηγούσε με μεγάλη σαφήνεια τον τρόπο που βρέθηκε εκεί. Κάθε φορά ήταν μια άλλη ιστορία και κάθε φορά είχε να κάνει με τη διαθεσιμότητά της να κατρακυλήσει μέσα σε μια ρωγμή του χρόνου. Για παράδειγμα, θα έλεγε πως ήταν μια μέρα όπως όλες οι άλλες και καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας και έπινε τον καφέ της χαζολογώντας. Και ξαφνικά θα φώναζε η κόρη της και θα της διασπούσε τη προσοχή και ακριβώς εκείνο το μαγικό λεπτό, μόλις το βλέμμα της επέστρεφε στο τραπέζι, θα είχε εξαφανιστεί το φλυτζάνι του καφέ. “Ξεχείλισε, παιδάκι μου, απ’ τη χαραματιά το μυστικό της ζωής” έλεγε “και, όπως τραβιόταν πίσω, με το φλιτζάνι στη κοίτη του, πήγα και γω απόκοντα στο κατόπι του.” Τόσο τον έπαιζε στα δάχτυλα τον κάθετο χρόνο η γιαγιά Γιαννού, που στο τέλος είπε να καταδεχτεί να παίξει κι αυτός μαζί της. Και όλα έγιναν εύκολα και μαγικά. Τη μέρα του θανάτου της η γιαγιά Γιαννού έβαλε τα άσπρα και είπε: “Σήμερα, παιδί μου, θα πάγω στη μαγική πόλη και δε θα γυρίσω ξανά.” Και η κόρη της έγραψε στον τάφο: “Πέθανε όπου αγάπησε.”, όπως θα λέγαμε σήμερα για ένα μηχανόβιο που σκοτώθηκε στα γκάζια.

 

Πίστευα πάντα ότι το μυστικό της ζωής κρύβεται καλά κάπου έξω από τα στενά πλαίσια της επιστήμης και ότι η διατύπωση κάθε απόλυτου μαθηματικού μοντέλου είναι χρήσιμη κυρίως για να ονοματιστεί η εξαίρεση, για να οριοθετηθεί το μετρήσιμο και να προσδιοριστεί το έξω ή το μετα-επιστημονικό, για να προσμετρηθεί το θαύμα,  γιατί ποτέ η χαρά του 1+1=3 δε καθίσταται τόσο πλήρης, όσο με το μόχθο της κατάκτησης του 1+1=2, για να πριμοδοτηθεί η συναίσθηση  του περιορισμού και της στρέβλωσης, μέσα σε ένα υπερσύνολο που διέπεται από νόμους άλλους, συχνά αντίθετους από αυτούς στους οποίους μας σπρώχνει η ανθρώπινη αντιληπτικότητά μας.

 

 

Περί μαθηματικών μοντέλων και μαγείας.

 

Είναι μια μέρα απόλυτης φθινοπωρινής επιμέλειας. Οι κινέζοι σκουπίζουν τα φύλλα της μεγάλης πλατείας με τις αστείες σκούπες τους και οι άγγελοι απλώνουν προσεκτικά το χρόνο πάνω στη γη, όπως οι μαθητές το αυτοκόλλητο στα τετράδια της καινούργιας χρονιάς.

 

Παρατηρώ τους κινέζους και αναλογίζομαι τη δουλειά των αγγέλων. Η πλατεία είναι επίπεδη -όπως άλλωστε και τα τετράδια των παιδιών. Και η γη σφαιρική. Στις επίπεδες επιφάνειες η επιμέλεια κάνει θαύματα. Αν και ποτέ δε τα κατάφερνα καλά με το αυτοκόλλητο. Όλο και κάπου μου ξέφευγε, σε κάποιο σημείο στραβοκολλούσε. Και χρειαζόταν να το ανασηκώσω προσεκτικά για να καλύψω το στραβοπάτημα και να κολλήσω ξανά το μικρό ανυπότακτο κομματάκι.

 

Ο χρόνος δε επιτρέπει το παραμικρό περιθώριο για λάθη. Πρέπει να ακολουθεί τέλεια το ρυθμό, να μη πισωγυρίζει, να μη βιάζεται, να μη καθυστερεί, να μην παρουσιάζει ρωγμές. Ας πούμε πως δε θα μπορούσε να το καταφέρει τέλεια κανένας άνθρωπος -ούτε καν ο Μότσαρτ.