Αποσιωπητικά...

Η Μονόφθαλμη κοπέλα

Άφηνε πάντα ένα υπόλειμμα στο πιάτο του. Όπως δεν μπορούσε να ολοκληρώσει ένα γεύμα, έτσι δεν μπορούσε να τελειοποιήσει κανένα πράγμα. Ό,τι έκανε, με ό,τι καταπιανόταν παρέμενε ημιτελές. Δεν ήταν ότι δεν προσπαθούσε, δεν έκανε ό,τι χρειαζόταν για να καταλήξει σε κάποια μορφή όσο το δυνατό πιο ακέραια. Όμως κάθε φορά αποτύγχανε. Κάθε έργο του τελείωνε ένα στάδιο πριν το τέλος.

 

Ήταν όμως μανιακός του ονείρου. Κατέγραφε τα δικά του και τα όνειρα των άλλων. Έρχονταν από άλλο κόσμο τα όνειρα. Οπτασίες αλλόκοτες, υπολείμματα επιθυμιών, ορέξεις που δεν ικανοποιήθηκαν τη μέρα, συμβάντα καθημερινά μεταγλωττισμένα, ονειρώξεις, ανεκτέλεστα έργα.

 

Μια νύχτα είδε μια πελιδνή κοπέλα σε μια γωνία. Είχε ένα μάτι βαθουλωμένο. Ο αριθμός μιας κατοικίας ακριβώς πίσω από το κεφάλι της ήταν ο αριθμός των οστών των προπατόρων. Δεν της μίλησε. Φαντάστηκε πως η κοπέλα δεν είχε φωνή. Είχε γραμμένο ένα όνομα στο χέρι της. Αρκετά ευανάγνωστο: Νατζά. Η μονόφθαλμη κοπέλα κατάλαβε πως εκείνος το διάβασε κοιτώντας τα χείλη του που ανοιγόκλεισαν τονίζοντας τη λήγουσα. Τότε σήκωσε το άλλο της χέρι μπροστά στο πρόσωπό της. Εκείνος διάβασε κι αυτό: Αυρηλία και πρόφερε τα δυο ονόματα με τη σειρά που τα διάβασε στα τατού της μονόφθαλμης κοπέλας. Τα ζύγισε εκείνη στις παλάμες της, αλλά δεν αποφάσισε ποιο ήταν τ' όνομά της-- αν ήταν κάποιο από τα δύο-- το όνομα που την ονόμαζε. Ύστερα άνοιξε πρώτα τη μια παλάμη της, ύστερα την άλλη -- άλλο ένα ζευγάρι ονομάτων. Αυτά όμως δεν τα διάβασε, τα άκουσε: Δάφνη - Καικιλία. Του τα ψιθύρισαν τα δέντρα. Τα κατάπιε το σκοτάδι. Τα μούσκεψε η βροχή. Τα σκέπασαν τα φύλλα. Τα σώματά τους κάτω από τα φύλλα ήταν πια ένα με το χώμα.

 

Αυτός κυκλοφορούσε μες στο όνειρό του. Περιπλανιόταν χωρίς σκοπό. Τριγύριζε πάντα έτοιμος για το αναπάντεχο. Τώρα πίσω απ' το κεφάλι της μονόφθαλμης γυναίκας που είχε στο μεταξύ γεράσει, βρισκόταν μια άλλη κατοικία πιο χαμηλή, πιο ταπεινή από την προηγούμενη, σχεδόν ερειπωμένη και ο αριθμός της ήταν η μέρα των γενεθλίων του. Δεν μπόρεσε ούτε τις νεκρές γυναίκες να κλάψει ούτε τον εαυτό του να λυπηθεί. Αυτός πενθούσε μόνο για την Ήβη των ονείρων του. Αλλά αυτή ήταν ζωντανή.

Ιντερμέδιο

        Για άλλο πήγαινε αλλά του βγήκε αυτό. Δεν ήταν και πολύ καλά τελευταία ούτε καν στα όνειρά του. Εκεί κυκλοφορούσαν μισοφαγωμένες μπανάνες, χαρτιά τσαλακωμένα, βρομόνερα. Ώσπου ήρθε μπροστά του εκείνη η κοπέλα που ήταν μισοδική του, αφού το άλλο της μάτι ανήκε σε αυτόν που του είχε δώσει την ιδέα, τον Νερβάλ.  Τα όνειρά εκείνου ήταν πραγματικά μεγαλειώδη και διαδραματίζονταν σε επαύλεις και εξοχικές βίλλες όπου εμφανίζονταν εκεί νύμφες με αραχνούφαντες εσθήτες. όχι βρομόνερα και μισοερειπωμένα δωμάτια. Υπήρχε άβυσσος ανάμεσά μας. Ανάμεσα στον Νερβάλ και σε μένα. Όλοι οι συγγραφείς για τους οποίους σκοπεύω να μιλήσω σ' αυτό το κείμενο απέχουν παρασάγγας από μένα. Έχει χυθεί πολύ μελάνι για χάρη τους. Δεν είμαι καν ποιητής για να μπω στη χορεία των άδοξων ποιητών του Καρυωτάκη.

        Το θέμα αυτού του κειμένου - όχι πως έχει  και μεγάλη σημασία το θέμα - είναι η τρέλα. Κι ίσως ότι σε οδηγεί σ' αυτήν.

        Διαβάζοντας έμαθα πως δεν πρέπει να παίζεις μαζί της να τη ζητάς σε χορό γιατί μπορεί να σε γοητεύσει και να μην μπορείς να κάνεις χωρίς αυτήν. Μπορεί να κινδυνεύσεις σοβαρά να τρελαθείς.

        Αν η τρέλα είχε ένα οικόσημο, τότε μάλλον θα ήταν ένα γέλιο που βγαίνει από ένα γελαστό στόμα. Αν και δεν είναι μόνο το στόμα που γελά αλλά και το σώμα που συμμετέχει.

        Αν η τρέλα είχε μία δίδυμη αδερφή αυτή θα ήταν σίγουρα η λογική. Φυσικά και δεν θα ομονοούσαν ποτέ αλλά θα χρειάζονταν η μια την άλλη.

Οι Οιμωγές των πραγμάτων  

        Θυμάσαι τότε η τρέλα είχε εγκατασταθεί στο ρετιρέ και ας νόμιζαν πως σέρνεται στα υπόγεια. Εκεί, ήταν που άκουγε, λέει, τις οιμωγές των πραγμάτων. Όχι πως είχε και πολλά απ' αυτά. Τα απαραίτητα. Βολευόταν χρόνια μ' αυτά. Σκέψου πως άμα δεν καταλαβαίνει τι λες θα πάψει να διαβάζει. Σταμάτα και βάλε αποσιωπητικά έτσι θα προκαλέσεις υποψίες, θα σκεφτούν πως κάτι κρύβεις. Θα τους φάει η περιέργεια τι είναι και έτσι θα συνεχίσουν να διαβάζουν. Και εσύ το βιολί σου. Κάθε φορά που θα θες να κρύψεις κάτι θυμήσου, βάλε αποσιωπητικά σαν να πρόκειται για ένα καλλιγραφημένο χειρόγραφο που όσο περνάει ο καιρός παρουσιάζονται μουντζούρες σε κάποια σημεία του. Μια στάλα ιδρώτα. Ένα σκουπιδάκι που κόλλησε σαν μαγνήτης πάνω σε τρεις ολόκληρες συλλαβές μιας πολυσύλλαβης λέξης. Ένα κομμάτι πλαστελίνης ή ενός πολυκαιρισμένου υλικού που δεν ξεραίνεται. Μια τρύπα. Ξέρεις. Απ' αυτές που άμα προσπαθήσεις να μετρήσεις το μέγεθός τους αυτές μεγαλώνουν. Έτσι μεγάλωσε και εκείνη η τρύπα που προσπαθούσες να μετρήσεις με το υποδεκάμετρο. Ώσπου μεγάλωσε τόσο που έπεσες μέσα και από το ρετιρέ βρέθηκες στο υπόγειο. Και εκεί συνάντησες αυτούς που ψιθύριζαν κάτι που δεν μπορούσες να ακούσεις καθαρά. Βρομόνερα, παλιόχαρτα, μια ξεχαρβαλωμένη πολυθρόνα. ένα υπερμέγεθες αχλάδι ή μήπως μήλο αχλαδόσχημο; Κάτι σου κρύβανε. Τότε ήταν που απέκτησες συνήθεια να βάζεις... αποσιωπητικά.

 

        Που είσαι; βγες από την κρυψώνα σου λοιπόν, φώναξε ο άνθρωπος με την γκριμάτσα. Και μια μέρα σου ανοίξανε και βγήκες στο φως. Δυνατό φως. Έτσι που να δημιουργεί σκιές, και εσύ τότε άρχισες να μιλάς στις σκιές. Η μήπως αυτές σου μιλούσαν; Χτένισες μια σκιά που ήταν ξεχτένιστη. Μία διαδικασία που επαναλαμβάνεται. Και κάποια που σε επισκέφθηκε χθες, τι κάνεις, είπε. Και δεν περίμενε απάντηση. Αλλά εσύ, είπες, τίποτα, ενώ έτρωγες ένα μήλο αργά και βασανιστικά. Και είχες ένα αδιάφορο βλέμμα - γιατί άλλωστε να ενδιαφερθείς για οτιδήποτε - οι ενδιαφερόμενοι στέκονταν στην ουρά. Εσύ δεν ήσουν ένας από αυτούς. Σε θυμάται λέει εκείνη. Έκανες πάντα το αντίθετο από αυτό που περίμενε να κάνεις. Και μάλλον δεν ήτανε αυτό που ήθελες να κάνεις.

Η πόλη φωτισμένη   

        Μεγάλες τζαμαρίες. Σκίαστρα. Ο ήλιος πολύς. Μέγας. Κάποιος είχε πάει στο παζάρι και είχε αγοράσει πολλά κιλά ήλιο. Μπορείς να ανασάνεις τώρα. Πάρε μικρές κοφτές ανάσες, υψηλή πίεση. Πίεση ποιητή. Ήσουν στο γυάλινο σπίτι τώρα. Απρόσκοπτη θέα. ό,τι έκανες ήταν φανερό σε όποιον ενδιαφερόμενο και ας μην είχες να δώσεις λογαριασμό σε κανέναν. Άνοιξες το βαζάκι με το γλυκό. Μια κουταλιά και ύστερα το κουταλάκι θεόστραβο στο ιδρωμένο ποτήρι. Μια σταγονίτσα από το σιρόπι πάνω στο καλλιγραφημένο χειρόγραφο. Έγραψες μερικούς αραβικούς αριθμούς. Τι αντιπροσώπευαν άραγε; Ένα ρολόι μέτραγε το σφυγμό σου. Τα τζάμια ψιθύριζαν. Σε κουτσομπόλευαν. Θαρρούσαν πως δεν 'άκουγες. Πως σκεφτόσουν τα δικά σου. Αν και όλα ήταν δικά σου. Η μήπως όχι; Σφίγγα είσαι όταν κάτι θες να κρύψεις κάτω από το παπούτσι σου, κολλημένο με κόλλα κάτω απ' το τραπέζι σου. Μια ψείρα ανάμεσα στα φρύδια. Τόση δα. Το φυτό σου στο μπαλκόνι. Άγνωστης προέλευσης. Αγνώστου ταυτότητος που όμως βγάζει γάλα και τσούζει αν πέσει στα δάχτυλά σου. Αν χωθεί ανάμεσα στα νύχια και το κρέας μπορεί να τα κάνει να πέσουν όπως οι τρίχες των μαλλιών μπορεί να χάσεις όλα τα νύχια σου με μιας εξαιτίας του.

        Κύλησε στο πάτωμα. Πήρε τον κατήφορο. Δεν είναι και πολύ ευγενικό να ξέρεις καλύτερα από εκείνον τι τον εξυπηρετεί καλύτερα. Άνοιξες και διάβασες τη σελίδα 238.

        Βρίσκομαι στο μαλακό υπογάστριο του ανελκυστήρα που τρέχει προς τον ογδοηκοστό όροφο του κτιρίου που μένω. Σπεύδω να κατέβω πριν ο ανελκυστήρας ξεκινήσει πάλι. Στην θέση που βρισκόταν η εξώπορτά μου ήταν τώρα ένας τοίχος χρώματος κίτρινου. Πήρα το χρώμα του και φτύνοντας τον κόρφο μου είπα τα λόγια που λένε οι προληπτικοί. Ποτέ μην αφήσεις ένα καπέλο πάνω στο κρεβάτι, κάποιος θα πεθάνει. Γι' αυτό εσύ άφησες το καπέλο σου πάνω στο γραφείο. Και δεν πέθανες. Πέθαναν όμως τα θαλερά γράμματα πάνω στο χαρτί. Τους έκαναν του κόσμου τις ανανήψεις. Τίποτα. Ακόμα να ζωντανέψουν. Εκείνος σου είπε, μπορεί να είναι οριστικό. Αν και τίποτα δεν είναι οριστικό. Και εσύ ακούς ακόμη τους ψιθύρους από τις άδειες σωληνώσεις ενός παλιού καλοριφέρ. Ανακαλύπτεις λοιπόν για άλλη μια φορά πως τα πράγματα ψιθυρίζουν όπως τα φυτά. όταν βρέθηκες εκεί στο τρένο που πήγαινε από σταθμό σε σταθμό οι επιβάτες κοιτούσανε έξω από το παράθυρο το σκοτάδι. Δεν έβρισκες πουθενά μια στάση για το σώμα σου. Μια στάση έξω από τον κανόνα της αδράνειας. Κάποια σε άγγιξε με τον ώμο της. Ένας ήχος πολλαπλασιασμένος ήρθε στο κρυφό αυτί σου. Τράβηξες το χέρι σου και άφησες εκείνον το αγκώνα να ψιθυρίζει. Τι μπορούσες να κάνεις; Τι μπορούμε να κάνουμε έτσι αδύναμοι που πλαστήκαμε; Χουρχούριζε ανάμεσα στα πόδια σου. Κάτι άλλο που δεν πόδι, ούτε αγκώνας. Ήταν όπως τότε που σε είχαν κλείσει μέσα σ' ένα θερμοκήπιο. Με κείνα τα πράσινα φυτά με το όξινο γάλα. Βγήκες έξω αλλά ήταν πολύ πιο επικίνδυνα γιατί έβρεχε δέντρα. Πορτοκαλιές λεμονιές, μανταρινιές, έπεφταν το ένα πίσω απ' τα άλλο, όρθια πρέπει να πω. Σαν να μεταφυτεύθηκαν μόνα τους από κάπου αλλού. 

       

Σώπα και άκουσε

        Σουτ! Σώπα! Ακούσαμε πολύ καλά τι είπες. Δεν έχεις δίκιο. Κάθισε κάτω. Και η φωνή σου που τώρα δε μιλούσε ακολούθησε τις σιδηροτροχιές. Κάθεσαι ανάσκελα στον καναπέ και καπνίζεις. Ένα τσιγάρο με φίλτρο. Ασβεστώσανε την είσοδο και έπεσε μια σιωπή βαθιά.

        Μισοξαπλωμένος καθώς ήταν προσπάθησε να σηκωθεί. Έστησε πρώτα τον δεξί του ώμο και ύστερα τον αριστερό. Έτσι ώστε να αναπαριστούν μια ζυγαριά. Περπάτησε λίγο να ξεμουδιάσει δίχως να ανάψει κανένα φως. Ήταν δεν ήταν σκοτάδι αυτός άναβε ένα φως. Όταν ήταν μέρα το φως δε φώτιζε, ενώ την νύχτα τα πράγματα είχαν μάλλον ένα δικό τους φως. Έτσι το αναμμένο φως δεν ήταν και πολύ απαραίτητο. Σηκώθηκε και άναψε το γενικό διακόπτη και η πόλη φωτίστηκε. Ύστερα κατέβασε το διακόπτη και η πόλη λούστηκε στο φως. Κοιτάχθηκε στον καθρέφτη της τζαμαρίας που εμφάνιζε αυτό το φουτουριστικό τοπίο της πόλης. Διέκρινε μια μικρή ελιά στο αριστερό μάγουλο.  Ένα σκίσιμο στην αριστερή άκρη του στόματος. Είδε το χέρι του να τρέμει ελαφρώς, όλο το σώμα του ντυμένο στα μαύρα.

 

        '' Την εποχή εκείνη με βασάνιζε ένα ακόμη γεγονός, το ότι δε μου μοιάζει κανένας και εγώ δε μοιάζω κανενός. ''Εγώ είμαι δα ο ένας, κι αυτοί όλοι οι άλλοι'', έλεγα μέσα μου και βυθιζόμουνα σε σκέψεις. ''

        Και εκεί που την νύχτα κοιμήθηκα στο κρεβάτι μου στο ρετιρέ, βρέθηκα στην Πετρούπολη, την πρωτεύουσα του τσαρικού κράτους, αυτή την αγία πόλη και τον άκουσα να λέει,

        ''Ομολογώ ότι δεν θα πήγαινα καθόλου στο υπουργείο γνωρίζοντας εκ τω προτέρων την ξινισμένη γκριμάτσα που θα έκανε ο προϊστάμενός μου. Πάει ήδη καιρός που μου λέει, '' Τι κομφούζιο είναι αυτό που έχεις μονίμως στο κεφάλι σου, αδερφέ;  Άλλοτε τρέχεις από δω και από εκεί σαν να πήραν φωτιά τα μπατζάκια σου κι άλλοτε μπερδεύεις τους φακέλους σε σημείο που ακόμα και ο σατανάς να μη βγάζει άκρη, γράφεις τις επικεφαλίδες με μικρά γράμματα, δεν βάζεις ούτε ημερομηνία ούτε αριθμό πρωτοκόλλου''. Αναθεματισμένος ψηλολέλεκας! Σίγουρα ζηλεύει που κάθομαι στο διευθυντικό γραφείο και ξύνω τις πένες για την εξοχότητά του. Με λίγα λόγια, δεν θα πήγαινα στο γραφείο αν δεν είχα την ελπίδα να συναντήσω τον ταμία και να του αποσπάσω ίσως, του οβριού, καμιά μπροστάντζα από τον μισθό μου''. Ναι, δεν είναι αυτός που είχε χάσει την μύτη του κι έψαχνε να τη βρει, αλλά ένας άλλος που δεν είχε χάσει την μύτη του. Η μύτη πάντως δεν τον έψαξε. γιατί οι μύτες δεν σκοτίζονται σε ποια πρόσωπα βρίσκονται και άμα αποσπαστούν από αυτά και χαθούν άντε να τις βρεις. Τώρα αυτός έχει άλλο πρόβλημα, η μύτη του πάντως είναι στη θέση της. Κάποιος του έκλεψε το παλτό. Τέλος πάντων αυτουνού όλο κάτι του λείπει.

        Μια λακκούβα πάνω στο τραπέζι λες και το έκαναν επίτηδες για να μπαλατζάρουν κωμικά τα πιατάκια και τα ποτήρια χύνοντας κιόλας λίγο από το περιεχόμενο τους. Και ενώ αυτός δεν αστειευόταν. Καθόλου μάλιστα. Έλεγε πως ο άλλος ''έπεσε στην άβυσσο, η γέφυρα της αγάπης είχε καταρρεύσει γι' αυτόν, δεν μπορούσε να πετάξει πάνω από την άβυσσο, πέταξε κατευθείαν μέσα της, βγαίνοντας από τον κόσμο.''

        Και κείνη στο κακοειδωμένο κακοειπωμένο ισορροπεί ανάμεσα σε δύο φεγγίτες, συμμετρική αντίδραση του αρχιτέκτονα. ''Δύο πηγές φωτισμού. Δύο μικροί φεγγίτες. Τοποθετημένοι στη δίρριχτη στέγη ένας σε κάθε πλευρά. Ο καθένας να ρίχνει ένα αδύναμο φως (...) μέρα και νύχτα στο σκοτάδι (...) ολοένα και πιο αδύναμο φως. Καθώς τα τζάμια γίνονται όλο και πιο αδιαφανή. Μαυροφορεμένη πηγαίνει και έρχεται. Ο ποδόγυρός της μακριάς της φούστας αγγίζει το πάτωμα. Αλλά είναι ακίνητη συνήθως. Όρθια ή καθιστή. Ξαπλωμένη ή γονατισμένη. Στο αδύναμο φως που ρίχνουν οι φεγγίτες. Αλλιώς με τα ριντό κλειστά όπως προτιμά θα βρισκόταν συνεχώς στο σκοτάδι. Στο σκοτάδι μέρα και νύχτα''.

        Μια γάτα με σηκωμένη την ουρά μπροστά στον αριστερό φεγγίτη αν με καταλαβαίνεις τι θέλω να πω. Και εκείνο το γάμα το αρχικό που 'χε πέσει από τη στέγη με αποτέλεσμα η γάτα να γίνει παιδική βόλτα. Μια λέξη που δε σημαίνει τίποτα, που δεν είναι καν λέξη. Και διαβάζεται και ανάποδα.

        Το Όνειρο

        Αν συμμερίζεσαι την αγωνία μου έπρεπε εγώ τώρα να έχω φύγει, να βρίσκομαι στο Παρίσι, να συναντήσω εκείνον τον ονειροπόλο τύπο, τον Ζεράρ ντε Νερβάλ. Το ένα μάτι του, το αριστερό νομίζω, είναι ριγέ. Έχει γαλανές και γκρίζες κάθετες ρίγες. Εναλλασσόμενο μάτι, σαν το ηλεκτρικό ρεύμα. Αυτός υπέφερε από ονειρώξεις.

Συλβί, Αυρηλία, Ελεονόρα, Ματθίλδη, Ετίτα. Οι νύμφες μετακόμισαν από το δάσος στα βουλεβάρτα. Με τις αποκαλυπτικές εσθήτες τους. Και ένα νυχτερινό ακούγεται στο βάθος από το παλιό γραμμόφωνο.

        Απέναντι μου υπήρχε ένα χωριάτικο ρολόι κρεμασμένο στον τοίχο, και πάνω σ' αυτό το ρολόι ένα πουλί που άρχισε να μιλάει σαν άνθρωπος. Κι έκανα τη σκέψη πως η ψυχή του προπάππου μου ήταν μέσα σ' αυτό το πουλί, δεν με εξέπληττε όμως τόσο η ομιλία του και το σχήμα του όσο το ότι έβλεπα τον εαυτό μου να μετατοπίζεται έναν αιώνα πίσω. Το πουλί μου μιλούσε για πρόσωπα της οικογένειάς μου ζωντανά ή πεθαμένα σε διαφορετικές εποχές, σαν τα πρόσωπα αυτά να είχαν υπάρξει συγχρόνως και μου είπε, ''βλέπετε ο θείος σας είχε φροντίσει να φτιάξει από πριν το δικό της πορτραίτο... τώρα αυτή είναι μαζί μας'' (...) Στο μεταξύ η νύχτα πύκνωνε σιγά σιγά και οι όψεις, οι ήχοι και η αίσθηση των χώρων συγχέονταν μέσα στο νυσταλέο πνεύμα μου, νόμισα πως έπεφτα σε μία άβυσσο η οποία διέσχιζε την υδρόγειο.  Ένιωθα να μεταφέρομαι χωρίς να υποφέρω από ένα ρεύμα λιωμένου μετάλλου και χίλια παρόμοια ποτάμια, που τα χρώματα τους έδειχναν τις  διαφορές του, αυλάκωναν τα έγκατα της γης όπως οι αρτηρίες και οι φλέβες που ελίσσονται ανάμεσα στους λοβούς του εγκεφάλου.''

       

        Η Ονείρωξη

        Κάτω από το φως του ένα στόμα σκιασμένο που μιλά αδιάκοπα. Την είδα να περιφέρεται στις όχθες του ονείρου μου. Είχε ένα ραβδί το οποίο όπου συναντούσε το έδαφος ξεπηδούσαν πολύχρωμα φωτάκια σαν αυτά μιας παιδικής κρεβατοκάμαρας.  Ήμουν ανάσκελα τώρα και η Τζένη είχε καβαλήσει τους βουβώνες μου. Τα πόδια της διπλωμένα κατέληγαν σε δύο μωβ πασούμια. Με πίεζε στο υπογάστριο. Ανεβοκατέβαινε σαν αντλία νερού. Την έβλεπα σκυμμένη να γεμίζει ένα μαστέλο και με τα γυμνά της μπράτσα πίεζε την αντλία που έχυνε νερό απότομα και ύστερα το ίδιο απότομα σταματούσε. Έμοιαζε σαν να 'χε στερέψει. Αλλά εκείνη περίμενε και επιχειρούσε ξανά τρίβοντας την περιοχή της ηδονής. Στο τέλος ήταν εκείνη η μακρόσυρτη σφυριχτή κραυγή σαν να σάλπιζε σιωπητήριο. Αφίππευσε και συνέχισε με τα πόδια το δρόμο της για το μπαρ που την περίμενε κάθε βράδυ. 

        Γυάλινα όνειρα

        Γυάλινο όνειρο είχε καιρό να δει. Καλύτερα γιατί καμιά φορά τα γυάλινα όνειρα σπάνε και το αίμα χτυπά οργισμένο στους κροτάφους σου. Και τότε τα πράγματα αλλάζουν όψη. Και όταν ξανανοίγεις τα μάτια σου είναι αγνώριστα, σαν ασυγύριστο δωμάτιο, σαν πεύκο φυτεμένο ανάποδα, σαν αυγή χωρίς χρώμα, σαν πιστός που άλλαξε δόγμα, σαν τσιγγάνα που δεν ξέρει να χορεύει.

        Είπες μια φράση και έφυγες. Την είχες μασήσει τόσο που είχε φθαρεί κάμποσο. Ύστερα την έφτυσες ανάκατη με σάλια με σύνταξη αβέβαιη, με επισφαλή σημασία, χωρίς σημασία όπως όλα τα πράγματα. Έτσι για να μη μένεις σιωπηλός όταν τα αποσιωπητικά σώνονται. Οι φράση σου σφουγγάρισε το πάτωμα και μέσα στο νερό, οι ελαφρότερες συλλαβές ανέβηκαν στην επιφάνεια. Και εσύ κρατούσες ένα βιβλίο ανοιχτό ανάμεσα στα πόδια. Μπροστά σου η γυάλινη πόλη, πίσω το σκοτάδι. Φώναξε αν μπορείς. Βουβό το σκοτάδι κρυμμένο πίσω από την πλάτη σου όσο η πόλη να βασιλέψει. Το σκοτάδι λικνίζεται στο κανάλι. Τότε σε συναντώ. Εκεί που πάντα με περιμένεις, στην απέναντι όχθη. Κακοειπωμένο με παραμορφωμένο φακό βλέπεις λίγο πιο πέρα απ' τη μύτη σου. Τίποτα δεν είδες. Ίσως και να πνίγηκες σε κείνο το κανάλι ή να τρελάθηκες. Μόνο άμα τρελαθείς μπορείς να γράψεις.

        Δεν ξέρω γιατί οι άνθρωποι νιώθουν ασφαλείς μέσα στην κοινότυπη συμβατικότητα που τους υποχρεώνει η συνήθεια. Θυμίζει το ρητό άλλα λόγια να αγαπιόμαστε. Και ας μην αγαπιόμαστε στ' αλήθεια. Και ας μην αγαπάμε. Δεν ξέρω γιατί οι άνθρωποι κλείνουν τα αυτιά τους στις ίδιες τους τις σκέψεις. Δεν ανοίγουν την πόρτα ούτε στην αλήθεια ούτε στα αισθήματα ούτε στην ανάγκη.   

 

''΄Μόνον τρελός! Μόνον ποιητής! αναφωνούσε

εκείνος που ''Αγκάλιαζε δυο παλιάλογα μιας άμαξας

ώσπου τον έσυρε στο σπίτι ο ξενοδόχος''

έλεγε ο Γκόντφριντ Μπεν για τον Φρειδερίκο Νίτσε. Και αυτός με τη σειρά του έλεγε:

''Να είσαι έξυπνη Αριάδνη! ...

έχεις μικρά αυτιά, έχεις τα δικά μου αυτιά...

άσε να μπει μια έξυπνη λέξη!-

Δεν πρέπει πρώτα να μισήσεις τον εαυτό σου

αν

                θα όφειλες να τον αγαπήσεις; ...

Είμαι ο λαβύρινθος σου...''.

 

Οίστρος

 

Σκέψεις ατάκτως ερριμμένες, ξαπλωτές, όρθιες σπανίως, γεννήματα μιας καθυστερημένης - να αναδυθεί - έμπνευσης, ενός οίστρου που μπορεί πάλι να σκαλώσει σαν παντόφλα στο σκαλοπάτι της σκάλας που έχεις ανέβει για να κρεμάσεις καινούργιες κουρτίνες. Και ύστερα τρέχα-γύρευε, άντε να την περιμένεις να επιστρέψει. Μπορεί μάλιστα να πέσεις απ' τη σκάλα και να τραυματιστείς, οπότε κράτα τον οίστρο σου ανάμεσα στα πόδια σου όσο εκείνος αντέχει εσένα και εσύ αυτόν.

 

Ορισμοί

 

Όμως ακόμα ύστερα από τόσες χιλιάδες λέξεις εκκρεμεί ένας ορισμός της τρέλας. Διαζευκτικά διατυπωμένος θα μπορούσε να είναι: τρέλα είναι το αντίθετο της λογικής.

        Ο Σταρομπίνσκι θα κάνει λίγο πιο δύσκολα τα πράγματα λέγοντας, ''δεν είναι οι γιατροί είναι οι φιλόσοφοι που μιλάνε για μια οντότητα που θα ονομαζόταν τρέλα. Αυτή η οντότητα είναι άπιαστη''.

  Αν ήταν τόσο εύκολο να δώσεις έναν ορισμό στην τρέλα, δηλαδή να την ορίσεις, να την περιορίσεις, να της προσδιορίσεις τις συντεταγμένες τότε η τρέλα δεν θα ήταν τρέλα.

        Ο Αρτώ παραπονιέται, '' ο φρενοβλαβής είναι ένας άνθρωπος τον οποίο η κοινωνία δεν θέλησε να ακούσει και τον οποίο θέλησε να εμποδίσει να διατυπώσει ανυπόφορες αλήθειες''.

        Ο Ιονέσκο κατορθώνει να διατυπώσει με την βοήθεια της ειρωνείας τον εξής ορισμό, ''Η λογική είναι η τρέλα του πιο δυνατού, η λογική του λιγότερου δυνατού είναι η τρέλα''.

 

Η Οδύνη της τρέλας και ο Έρωτας

       

Ωστόσο η κοινωνία ανοήτως ανάλγητη, καθότι ενδεής απέναντι στη διαφορετικότητα της τρέλας, εξοβελίζει από τους κόλπους της όσους έχουν μολυνθεί απ' το μικρόβιό της. Γι αυτό ο Ντοστογιέφσκι σαρδόνια ισχυρίζεται '' ο καλύτερος τρόπος για να σιγουρευτείς ότι εσύ είσαι ο γνωστικός, δεν είναι το να κλείσεις μέσα το γείτονά σου''.

Περί τα τέλη του μεσαίωνα τότε που άρχισε να εξαφανίζεται η λέπρα και οι άνθρωποι να ανακουφίζονται από την απειλή της θεωρούσαν την τρέλα αμάρτημα. Δηλαδή κατάσταση διαβολική και επειδή δεν μπορούσαν να την αντιμετωπίσουν αλλιώς, έδιωχναν τους τρελούς από την πόλη, τους εξόριζαν ή τους επιβίβαζαν στο πλοίο των τρελών και τους αμολούσαν στο πέλαγος.

        Ο Eustache Deschamps

''Είμαστε δειλοί μίζεροι και κατσιασμένοι

γερασμένοι, πλεονέκτες και γλωσσοκοπάνες.

Άλλο δε βλέπω από τρελές, τρελούς

το τέλος πλησιάζει και όλα μα όλα,

μα την αλήθεια, παν κατά διαόλου''.

 

 

Σε γράμμα προς τον ψυχίατρό του ο Αρτώ ο οποίος υπέστη χρόνιο εγκλεισμό σε ψυχιατρείο διεκτραγωδεί την εμπειρία του,

''Η κατάστασή μου που χειροτέρευε εδώ και ένα χρόνο αιφνίδια από τον περασμένο Ιούνιο, μετατράπηκε σε κάτι το τρομακτικά ΤΡΕΛΟ... Κατέπεσα σε μια απουσία σκέψης, μια δυσκολία λόγου, που με καθιστούσε ανίκανο να διατυπώσω τα πιο απλά πράγματα. Δεν μιλούσα πια παρά μόνο άναρθρους φριχτούς ήχους ή τραυλίζοντας. Και βυθίστηκα μέσα σε αγωνία ΑΒΥΣΣΑΛΕΑ που με κρατούσε για μέρες ολόκληρες και τη νύχτα μέχρι την αυγή κάτω από μια πραγματική ασφυξία. Πνιγόμουνα''. 

        Ένας ανώνυμος ψυχασθενής προσθέτει τη δική του μαρτυρία. ''Ο τρελός είναι αυτός που καταβροχθίζεται από τον εαυτό του. Βρίσκεσαι γυμνός απέναντι στον εαυτό σου, απέναντι σ' αυτή την κεντρική φωτιά που ενεδρεύει μέσα στον καθένα μας, καταπίνεσαι σιγά σιγά από αυτή τη φωτιά, γίνεσαι ολοκαύτωμα''.

        Και ένας τρίτος λέει, ''μου παίρνουν την ψυχή με το αγκίστρι σαν να πεθαίνω είναι''.

Στον αντίκτυπο, τη συμπεριφορά και τις αντιδράσεις των ανθρώπων απέναντι στους τρελούς αναφέρεται το σπαρταριστό απόσπασμα απ΄ το μυθιστόρημα ''Αγάθος'' του Νίκου Βασιλειάδη.

''Η Λαμπρινή ήταν πρόσωπο δύσφημον και περίγελως των σκυλιών, συναποτελούσε μαζί με τον Ρούφουλα ή Ξεφτίλα, τον Χασάν τον κουλό, τους δυο τρελούς Μανόλη και Ριρίκο και τον χασικλή Διαμαντή την εσχάτην υποστάθμην της κοινωνίας μας. Όλοι αυτοί περιγελώμενοι, υβριζόμενοι, προπηλακιζόμενοι, καταβρεχόμενοι, ακόμη και δερόμενοι, επιτελούσαν ασυναισθήτως το μέγα κοινωνικόν έργον της εκτονώσεως κάθε σκοτεινής και βαρβάρου ορμής των υπολοίπων και της επιβεβαιώσεως ότι εκείνοι είναι υγιείς και αρτιμελείς, σωματικώς και πνευματικώς προπάντων δε ηθικώς. Έτσι εμετριάζοντο κάπως ύβρεις και ξυλοδαρμοί συζύγων και τέκνων, κακεντρέχειες και επιβουλές μεταξύ συγγενών και γειτόνων, χαιρεκακίες, καταδόσεις, εκμεταλλεύσεις και γενικώς πάσα ψυχογενής αντικοινωνική δραστηριότης και οι Αργυρουπολίτες μπορούσαν να κυκλοφορούν με το κεφάλι τους ψηλά...''

 

Μιλώντας με το στόμα του Ρολάν Μπαρτ θα μπορούσα να πω και εγώ πως έχω συνείδηση της τρέλας, αλλά ταυτόχρονα αγορεύω γι' αυτήν. Αφού λοιπόν έχω τον έλεγχό της δεν είμαι όπως νόμισα προς στιγμήν τρελός επειδή είμαι ερωτευμένος. Αλλά ας μιλήσει ο ίδιος ο  Μπαρτ χωρίς την μεσολάβησή μου:

''Πιστεύεται, γενικά, ότι κάθε ερωτευμένος είναι τρελός. Μπορείτε όμως να φανταστείτε ερωτευμένο έναν τρελό; Καθόλου. Έχω δικαίωμα μόνο σε μια τρέλα φτωχική, ατελή, μεταφορική, ο έρωτας με κάνει σαν τρελό, όμως δεν επικοινωνώ με το υπερφυσικό, μέσα μου δεν υπάρχει τίποτα το ιερό. Η τρέλα μου, απλός παραλογισμός είναι άχρωμη, κάτι περισσότερο: αόρατη. Άλλωστε, είναι μια τρέλα που την έχει οικειοποιηθεί τελείως η κουλτούρα, δεν τρομάζει. (Κι όμως, μέσα στην ερωτική κατάσταση, ορισμένα λογικά άτομα μαντεύουν ξαφνικά ότι η τρέλα είναι παρούσα, εφικτή, και πολύ κοντινή, μια τρέλα μέσα στην οποία θα καταποντιζόταν ακόμη και ο ίδιος ο έρωτας.)

 

        Όσο και να αναζητώ, όσο και να τραυλίζω προσπαθώντας να την ορίσω -πάλι κλέβω ασύστολα τον Μπαρτ - δεν θα καταφέρω παρά να εκφέρω ένα ρήμα κενό, αφού αδυνατώ να χαρτογραφήσω την περιοχή της τρέλας γιατί μοιάζει σαν να πρόκειται να εξηγήσω το ανεξήγητο, να συλλάβω το αδιανόητο, να πλεύσω χωρίς πυξίδα στην ταραγμένη θάλασσα, να δω τα ουράνια σώματα χωρίς τηλεσκόπιο…

 

 

παραπομπές και πομπές...

1. Από το ''Υπόγειο'' του Ντοστογιέφσκι, μτφρ. Νίκου Κυτόπουλου, Εκδόσεις Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος, 1992.                           

2. Από το ''Ημερολόγιο ενός Τρελού'' του Νικολάι Γκόγκολ, μτφρ. Ελένη Μπακοπούλου, Εκδόσεις Ερατώ, 2015. 

3. Από το Επίμετρο του ''Ημερολογίου ενός Τρελού'' του Αντρέι Μπιέλι. 

4. Σάμιουελ Μπέκετ ''Η τελευταία τριλογία'' μτφρ. Θωμάς Συμεωνίδης, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2016.

5. Από την '' Αυρηλία'' ή το ''Όνειρο και η Ζωή'' , του Ζεράρ ντε Νερβάλ, μτφρ. Δημήτρης Δημητριάδης, Εκδόσεις Άγρα, 1989.

6. Από τη συλλογή ''Λόγια της Τρέλας'', μτφρ. Νίκου Τζαβάρα, Εκδόσεις Ίνδικτος, 2017.