το δαγκωμένο μήλο
14/04/2018
Ένα μήλο πήγε μόνο του στο παζάρι να πουληθεί. Το μήλο ήταν δαγκωμένο. Κούτσαινε πηγαίνοντας. Κατρακυλώντας. Ώσπου, έφτασε στα πόδια μιας κοπέλας. Ήταν μια μελαχρινή, πολύ όμορφη και φορούσε ένα ινδικό φόρεμα. Τα παπούτσια της ήταν κόκκινα. Το μήλο ήταν πολύχρωμο. Αλλά η δαγκωματιά ήταν λευκή. Η κοπέλα πήρε το μήλο στα χέρια της, έβαλε το δείκτη εκεί που ήταν η δαγκωματιά και το πληγωμένο μήλο πόνεσε. Τότε, χωρίς εκείνη να το ρωτήσει άρχισε να της λέει την ιστορία του. Η δαγκωματιά έγινε στόμα που μίλαγε και γελούσε. Της είπε λοιπόν ότι ερχόταν από ένα κήπο που τον έλεγαν Εδέμ και εκεί ζούσαν δύο άνθρωποι χωρίς ονόματα στην αρχή, που τους φωνάζανε πρωτόπλαστους. Στον κήπο αυτό, έκανε πάντα κρύο. Τον τύλιγε μια αχλή, λευκή και γαλάζια. Μια μέρα ένας κεραυνός έφερε κάτι που, ως τότε, ήταν άγνωστο στον κήπο της Εδέμ. Έσταζε πάνω στα κεφάλια μας, είπε το μήλο, νερό, στάλες χοντρές και δυνατές που μαστίγωναν το δέντρο, που πάνω του ήμουν κρεμασμένο. Και αυτό όπως έμαθα αργότερα το λέγανε βροχή και έπεφτε όποτε της κάπνιζε χωρίς προειδοποίηση και χωρίς έλεος επί δικαίων και αδίκων. Ύστερα βγήκε ο ήλιος. Ούτε αυτόν τον ξέραμε. Και η αχλή εξαφανίστηκε. Αυτές οι εναλλαγές, λέγονταν καιρικά φαινόμενα και κάποια εταιρεία με τα αρχικά Ε.Μ.Υ έκανε προβλέψεις και κάποιες φορές έβγαιναν αληθινές. Η επόμενη πρόβλεψη της Ε.Μ.Υ. ήταν μια λέξη: αιθρία. Εκείνη την ημέρα ήμουνα πολύ όμορφο. Ροδαλό και πολύχρωμο, όχι όπως τώρα και καθόλου δαγκωμένο. Ένα χέρι μ’έκοψε και το δέντρο τραντάχθηκε και παρά την αιθρία, ένας κεραυνός το κατέκαψε. Έτσι εγώ νόμιζα πως την γλύτωσα που δεν κάηκα, αλλά δαγκώθηκα. Με δάγκωσε αυτή η κυρία και μάσησε το κομμάτι που έκοψε με τα δόντια της. Ύστερα το σημείο που είχε δαγκωθεί από τα μικρά δοντάκια της Εύας έγινε μεγαλύτερο γιατί με δάγκωσε και ο Αδάμ. Κάποιος που μέχρι τότε δεν ξέραμε και είχε ένα δισύλλαβο όνομα, τον έλεγαν θεό, βάφτισε τους πρωτόπλαστους Αδάμ και Εύα. Την Εύα την δημιούργησε δαγκώνοντας το αριστερό πλευρό του Αδάμ, αλλά αντί να φάει το κρέας του έκανε τα μαγικά του και έφτιαξε την Εύα. Μετά από μέρες πολλές, ή σε λίγη ώρα, γιατί χρόνος, όπως τον ξέρετε εσείς τώρα,δεν υπήρχε τότε, ούτε ο Χάιντεγκερ υπήρχε, ούτε το βιβλίο του «Είναι και Χρόνος», η Εύα αφού δε με χρειαζόταν άλλο και δεν ήθελε να φάει όλη τη σάρκα μου μέχρι το κουκούτσι με πέταξε στο χώμα. Εγώ ήμουν πολύ στεναχωρημένο. Με μια στεναχώρια που ένα μήλο δεν μπορεί να νιώσει. Μια ανθρώπινη στεναχώρια, μια στεναχώρια που δεν υπήρχε ως τότε στον κήπο της Εδέμ, όπως δεν υπήρχε η βροχή, ο ήλιος, η αιθρία, ο κεραυνός, το χαλάζι, τα ξινισμένα μούτρα της Εύας, τα στραβά δόντια του Αδάμ. Και αυτός ο θεός δεν είχε εμφανιστεί ως τότε. Αλλά υπήρχε. Αυτός υπήρχε από πάντα. Και το μόνο πράγμα που χρειάστηκε να κάνει ήταν να φτιάξει την Εύα και να βαφτίσει τους πρωτόπλαστους. Μετά κανείς δεν τον χρειαζόταν, και έτσι αυτός, συρρικνώθηκε. Όταν ο θεός συρρικνώθηκε, η Εύα δυσανασχέτησε, ο Αδάμ σκοτείνιασε, το μήλο, δηλαδή εγώ, δραπέτευσε. Η Εδέμ εξαφανίστηκε και ο θεός δεν ξαναφάνηκε. Τα σύννεφα έγιναν απειλητικά και στην Αμερική ψήφισαν πρόεδρο τον Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος είπε, πως εκείνη η ακυβέρνητη πολιτεία, η Ιερουσαλήμ ήταν η πρωτεύουσα του Ισραήλ. Και οι Παλαιστίνιοι οργίστηκαν και οι Ρώσοι διαφώνησαν και ο Τραμπ έπεσε για ύπνο. Πώς σε λένε, ρώτησε το μήλο την κοπέλα και η κοπέλα απάντησε: Eτίντα με λένε.
Αυτή η ιστορία μπορεί και να συνέβη στα αλήθεια, εξάλλου δε διαφέρει και πολύ απ’ αυτή που διαβάζουμε στη Βίβλο και ο Ιωάννης στην Αποκάλυψη μας λέει πως στη Δευτέρα Παρουσία, θα αναστηθούν οι νεκροί και θα πάρουν τη θέση των ζωντανών. Αν και νομίζω πως ζωντανοί δεν θα υπάρχουν. Και ο Ιωάννης κάπου προς το τέλος της «Αποκάλυψής» του, λέει πως αν δεν είσαι ούτε κρύος ούτε ζεστός ούτε θερμός ούτε ψυχρός, ο θεός θα σε κάνει εμετό και επειδή στην ιστορία μας όλοι και όλες ήταν μέτριοι, εκτός από το μήλο, δηλαδή εμένα, ο θεός έδιωξε απ’ τον κήπο του τον Αδάμ και την Εύα και τους έστειλε σε ένα μέρος που λεγόταν γη. Και αυτοί γίνανε γήινοι. Και ζήσανε μερικά χρόνια και ύστερα πεθάνανε. Και ο ένας γιος τους σκότωσε τον άλλον γιο τους. Και πέθαναν και οι απόγονοι του γιού που απόμεινε και γενικώς όλοι οι άνθρωποι ήταν θνητοί. Ενώ ο θεός ήταν αιώνιος, αλλά έτσι συρρικνωμένος που είχε γίνει δεν μπορούσε να κάνει και πολλά και επειδή είχε κουραστεί από τις έξι μέρες της δημιουργίας, ξεκουραζόταν σε ένα φέρετρο τεράστιο και γαλάζιο που το λέγανε ουρανό. Το μήλο φάνηκε πως τελείωσε την ιστορία του και η Ετίντα, την βρήκε πολύ ενδιαφέρουσα και εξαιρετικά ξεκαρδιστική, έβαλε το μήλο στην τσέπη της και πήγε μαζί του σπίτι της. Το τοποθέτησε μπροστά στα εικονίσματα και το ξέχασε. Και όταν το μήλο σάπισε γιατί οι άνθρωποι πεθαίνουν και τα μήλα σαπίζουν, το καθεστώς των αναστημένων νεκρών κατέρρευσε υπό το βάρος της μεγάλης αμαρτίας να αναφέρει το όνομα του Κυρίου επί ματαίω.
Μάλλον -λέω εγώ τώρα- το μήλο το μισοδαγκωμένο φαίνεται μεν πως ήξερε πολλά γι αυτό έπρεπε να σαπίσει, ή κατά μία άλλη εκδοχή το μήλο ήτα καταραμένο, ζαρωμένο και τρισάθλιο και επίγειο αντί για επουράνιο. Κι η ιστορία του είναι μια μισοτελειωμένη ιστορία και κανείς δεν ξέρει αν ποτέ θα ειπωθεί ολόκληρη.