Το πρώτο άγγιγμα

Μου ζήτησε νωχελικά την πλάτη της να ξύσω.

Αποδέχτηκα ευτυχισμένος ετούτη την πρόσκληση την αναπάντεχη, ξύστης να γίνω, εγώ ο δειλός, που ποτέ δεν έδειξα πως ήθελα να την αγγίξω. Έτριψα μάλιστα κρυφά τα χέρια μου, μπας και σύρει βογγητά παγετού, έτριψα και τη γη με το πόδι μου για την τύχη τούτη να την ευχαριστήσω.

Και επειδή η άυλη σκέψη γεννά και ύλη, ευχήθηκα το άγγιγμα αυτό,  να ανοίξει ένα ρήγμα μέσα της και να αναβλύσει πόθο πρωτόγνωρο που θα τσακίσει όλες τις άμυνες, με ηδονή δηλαδή να υγραίνει.

Θυμάμαι ολοκάθαρα, την πρώτη αυτή στιγμή, την πρώτη επαφή και απορώ γιατί οι άνθρωποι αναβάλουν ακόμη και τη χάρη της αφής.

Θυμάμαι επίσης ολοκάθαρα, την πρώτη φορά που έξυσα ένα δένδρο και δεν ήταν τόσο η μυρωδιά ζωής που αναδύθηκε όσο η απορία γιατί ο εαυτός μας δεν στοχάζεται και δεν τολμά, στα γήινα τα τόσο απλά.

Ποτάμια και Θάλασσες γλιστρούν με φυσικότητα σε ωκεανούς και εμείς εκεί, να προσέχουμε μπας και η κίνησή μας αγγίξει και ζωντανέψει του πόθου τις στριγκλιές. Η μεγάλη απάτη είναι, ίσως, η φρικαλέα αναβολή.

Σαν να άκουσε τις σκέψεις μου, έβγαλε την μπλούζα της και άπλωσε την πλάτη της. Και όπως το σφυρί συναντάει το καρφί, η πρώτη συνάντηση είχε τον ήχο αναστάσιμης καμπάνας.

Ήμουν κάποτε αυτός ο άνθρωπος της αναβολής που σας έλεγα και τώρα μπορώ να σας πω με σιγουριά, ό,τι άγγιξα και άγγιξα, ό,τι  το χέρι έπιασε, βρήκα πως είχε φτερά μικρά στην πλάτη της, τα χάιδεψα απαλά και μεγαλώσανε, ώσπου μας σήκωσαν και εξακοντιστήκαμε στα σύννεφα, πτήση χωρίς γυρισμό προς τον ουρανό.