Το σπίτι με τούς καθρέφτες

Υπήρχε ένα ζευγάρι στον φιλικό μου κύκλο πραγματικά λαμπερό. Ένα ζευγάρι πολύ ερωτευμένο. Ζούσαν σ’ ένα σπίτι επίσης λαμπερό, ένα σπίτι γεμάτο καθρέφτες.

Έβλεπαν τον έρωτά τους, σέ κάθε τους κίνηση, σέ όλους τούς χώρους, συχνά πολλαπλασιασμένο επί των αριθμό των ειδώλων. Αυτό τούς γέμιζε ανείπωτη ευτυχία. Κοιταζόντουσαν στα μάτια όλο αγάπη μέσα από τους καθρέφτες. Ο καθένας, έβλεπε τα μάτια τού άλλου, στον καθρέφτη που είχε απέναντί του, δηλαδή την αντανάκλαση τού ειδώλου τους, από τον καθρέφτη που είχε πίσω του.  Έπαιρναν ερωτικές στάσεις και τίς παρατηρούσαν μέσα μέσα απ’ τούς καθρέφτες τού υπνοδωματίου τους. Ένιωθαν έτσι μεγάλη συγκίνηση.

Όταν έμπαινες στο σπίτι τους, πρώτα έβλεπες το είδωλό σου στον καθρέφτη τής εισόδου. Διόρθωνες στα γρήγορα τίς ατέλειές σου και προχωρούσες. Ύστερα τους αντίκρυζες γεμάτους χαρά στο σαλόνι, πριν ακόμη εκείνοι μπουν μέσα. Στη διάρκεια τού γεύματος στην τραπεζαρία, απολάμβανες μαζί τους άφθονα, λαμπερά πιάτα, σέ μιαν ατμόσφαιρα γιορτινή, πάντα με κόσμο, σέ όλους τούς γύρω καθρέφτες. Πολλές φορές, βρέθηκα μαζί τους την ώρα τού καφέ, να παρατηρώ μια καταιγίδα, όχι πραγματική, μα την εικόνα της, μέσα στους καθρέφτες τού καθιστικού με το τζάκι. Στην αντανάκλαση τους, έβλεπες την εστία τής φωτιάς, στον φόντο τής καταιγίδας. Αχ! Τι ωραίες μέρες που ήταν εκείνες! Όλοι χαιρόμασταν την παρέα αυτών των ανθρώπων.

Το κακό, άρχισε με ένα ράγισμα στον καθρέφτη τής εισόδου, πού πρώτος αντιλήφθηκα εγώ, όταν είδα το είδωλό μου παραμορφωμένο. Μπήκα μέσα κακόκεφος, με μια αίσθηση ακαθόριστου φόβου, ότι κάτι παράξενο συνέβαινε, κάποια απρόβλεπτα φυσικά φαινόμενα, αλλεπάλληλες συστολές διαστολές, προερχόμενες από απότομες αλλαγές τής θερμοκρασίας ίσως, είχαν προκαλέσει αλλαγές στον εσωτερικό χώρο, αλλοιώνοντας τα είδωλα. Το μεγάλο σοκ ήταν το θέαμα τού μεγάλου καθρέφτη τού σαλονιού. Δεν υπήρχαν παρά μόνο τα κομμάτια του, σκορπισμένα στο πάτωμα. Στη θέση του απέμενε ο τοίχος, αποκαλύπτοντας το πραγματικό μέγεθος τού χώρου, που ήταν πολύ μικρός. Στα σκορπισμένα κομμάτια του, έβλεπα ασύνδετα βλέμματα τού ζεύγους, δικά μου άσχημα προφίλ, και παραμορφωμένες διαστάσεις των επίπλων. Καμιά εικόνα δεν ήταν πιά η ίδια. Αυτό έκανε τις κινήσεις μας αβέβαιες. Περάσαμε αμήχανοι στην τραπεζαρία για φαγητό και γευματίσαμε μόνον οι τρείς μας, δίχως κόσμο, ένα λιτό, φτωχό θ’άλεγα γεύμα, χωρίς αντανακλάσεις,( τούς καθρέφτες τους είχαν ήδη απομακρύνει, στην προσπάθειά τους νά τούς περισώσουν). Όταν ήρθε η ώρα τού καφέ, τρέξαμε όλοι ασυναίσθητα στο παράθυρο. Κοιτάξαμε με απληστία τα δέντρα τού κήπου. Τα ίδια δέντρα δίχως τα είδωλά τους, έμοιαζαν αλλόκοτα στον φυσικό τους χώρο, χλωμά στα ασυνήθιστα μάτια μας, ασήμαντα.

Φυσούσε δυνατός άνεμος, ίσως εμπόδιζε την καταιγίδα αν ξεσπάσει, μα ποιο το όφελος;  Η πραγματική καταιγίδα, είχε ήδη ξεσπάσει. Δεν ήταν αντανάκλαση στον καθρέφτη, ήταν η πραγματική εικόνα της, πριν γίνει είδωλο για παρατήρηση.

Σέ λίγο έφυγα. Πριν βγω στoν δρόμο, είδα το είδωλό μου στον μεγεθυντικό καθρέφτη που έμεινε στο μπάνιο. Έδειχνε το σημάδι που είχα στο πηγούνι μου, τεράστιο. Έπρεπε να κάνω κάτι γι’ αυτό, επειγόντως.

Τούς φίλους μου δεν τούς ξαναείδα από τότε. Έμαθα, πώς χώρισαν ύστερα από λίγο καιρό. Δεν τα κατάφεραν να ζήσουν, καθρεφτίζοντας ο καθένας τά μάτια του, στα μάτια τού άλλου.