O Κος Πενθήμερος, Β' μέρος, 76. Προτελευταίο κεφάλαιο: Ο σουρεαλισμός πέθανε

Δεν έχουμε τίποτα παρά μόνο το χρόνο

χρόνο που απολαμβάνουν όσοι

Δεν έχουν πού την κεφαλή κλίναι Μπαλτάσαρ Γκραθιάν

 

 

Οι περισσότεροι άνθρωποι ζουν απλώς για να μην πεθάνουν

Μορίς Μέτεριλνγκ

 

Στο βάθος, στις εσχατιές του κόσμου, εκεί που ο χρόνος δεν τελειώνει, γιατί ο χρόνος δεν τελειώνει ποτέ, εμφανίζονται τα μέλη της αντιστασιακής ομάδας και ξανασμίγουν ο Τηλέμαχος με την Ελεονόρα, η Ελεονόρα με την Δάφνη και οι νεώτεροι που γεννήθηκαν και ανδρώθηκαν μέσα στο καθεστώς της απαγόρευσης. Και αυτός που έλεγε πως είχε πολύ Βορρά μέσα του, ο Μπρετόν, θα ’πρεπε να το ’χε μετανιώσει, γιατί αυτός είχε υμνήσει τον έρωτα, είχε ερωτευθεί την Νατζά, την Μελουζίν , τις γυναίκες της ζωής του, όπως και ο Ελυάρ την Νας, ο  Νταλί την Γκαλά, ο Λωτρεαμόν το φεγγάρι και το ποτάμι, ο Ρεμπώ το χωριό του και τους ανέμους του άλλου αιώνα, και όταν αυτοί μπήκαν στην κόλαση και όταν ήρθε η εποχή των δολοφόνων, δεν ήταν εκεί, για να προστατεύσουν τον Αντονέν Αρτώ, που έπινε τα ίδια του τα υγρά και τρεφόταν με τα περιττώματά του. Έτσι που η φωνή του είχε πνιγεί στο λαρύγγι του. Γύρισαν. Επέστρεψαν. Τους ξέρασε ένα πλοίο στις ακτές της Μπαρμπαριάς. Όσους είχαν επιζήσει. Και είχαν επιζήσει σχεδόν όλοι. Δεν είχαν κάνει και σπουδαία πράγματα όσο έμεναν εκεί. Και η Ευρώπη στην οποία γύρισαν δεν ήταν αυτή που είχαν αφήσει στην αρχή του πολέμου. Και ο κόσμος από προπολεμικός είχε γίνει πολεμικός και τώρα μεταπολεμικός. Και ο γαλλορουμάνος ποιητής Τριστάν Τζαρά έδινε διάλεξη, με θέμα,ο Σουρεαλισμός και ο Μεταπόλεμος, στη Σορβόνη. Και άκουγαν οι συγκεντρωμένοι φοιτητές σαν να ήταν μια διήγηση για ένα μουσειακό πράγμα που είχε συντελεστεί στον περασμένο χρόνο. Και ο χρόνος ο τωρινός να είναι μέσα στον περασμένο χρόνο. Χρόνος μελλούμενος να μην υπάρχει. Ο Σουρεαλισμός delenda est και το αίνιγμα του Ντε Κίρικο να έχει λυθεί. Και ο Νταλί να μην γυρίζει απ’ την Αμερική και να σωρεύει δολάρια. Και ο σουρεαλισμός να εμπνέει τους ελέφαντες των διαφημιστικών γραφείων. Και στο δρόμο να παρελαύνει «ο Ρινόκερος» του Ιονέσκο. Και ο Μπερανζέ να λέει περίπου τα λόγια του Κάσπαρ ''θα ‘θελα να ήμουν όπως ήταν μια φορά ένας άλλος''. Ποιος είπε ότι δεν τον άφηνε να κοιμηθεί το τρόπαιο του Μπρετόν; Ποιος μπορούσε πια να ζηλέψει την τύχη του πατριάρχη του κινήματος; Προπορευόταν τότε. Και ο νονός του σουρεαλισμού να είναι ο Απολιναίρ και η Σφίγγα στο πιο ψηλό της βάθρο πάνω από την άβυσσο να ζητάει να τον κατακρημνίσει, αυτόν που το πρωί μπουσουλάει, το μεσημέρι περπατάει στα δυο του πόδια και το βράδυ έχει και τρίτο. Και ο θεός να ΄χει πεθάνει. Και ο Νίτσε το ίδιο και ο Χέγκελ και όλοι οι άλλοι. Αυτοί που κίνησαν τον αιώνα και ας φορούσε ο αιώνας το κοστούμι της επιστήμης και όχι της τέχνης.

 

«Ο Ντανταϊσμός θέλησε να καταργήσει την Τέχνη χωρίς να την πραγματοποιήσει – ο Σουρεαλισμός θέλησε να πραγματοποιήσει την Τέχνη χωρίς να την καταργήσει... Η κατάργηση και η πραγματοποίηση της Τέχνης είναι οι αξεχώριστες όψεις του ενός και του αυτού ξεπεράσματος της Τέχνης» Από την «Κοινωνία του Θεάματος του Γκυ Ντε Μπορ» παρ. 191.

«Όντας ένα συμπλήρωμα στην ιστορία της Τέχνης, ο Σουρεαλισμός βρίσκεται στο πεδίο της κουλτούρας, όπως η σκιά ενός προσώπου που απουσιάζει σε ένα πίνακα του Ντε Κίρικο. Μας δείχνει την έλλειψη ενός αναγκαίου μέλλοντος.» Γκυ Ντε Μπορ απο την παρέμβασή του στη συζήτηση «Ο Σουρεαλισμός είναι νεκρός ή ζωντανός;», 10-11-1958.

Ο Ραούλ Βανεγκέμ που έγραψε το 1958, μια μελέτη πάνω στον Λωτρεαμόν, ίσως να μη διάλεξε τυχαία το ψευδώνυμο Ζυλ-Φρανσουά Ντιπουί ιδιοκτήτη πανδοχείου στο οποίο έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του και πέθανε ο Λωτρεαμόν, για να γράψει μια «Αντι- ιστορία του Σουρεαλισμού» που ξεκινάει κάπως έτσι: «Στα ενωτικά καθεστώτα – των οποίων η ελέω θεού μοναρχία είναι το πιο γνωστό παράδειγμα – η ενοποιητική δύναμη του μύθου κρύβει το διαχωρισμό ανάμεσα στην κουλτούρα και στην κοινωνική ζωή. Σαν τον χωρικό, τον αστό, τους άρχοντες και το βασιλιά, έτσι και ο καλλιτέχνης, ο συγγραφέας, ο σοφός, ο φιλόσοφος ζούνε τις αντιφάσεις τους μέσα σε μια ιεραρχική δομή που είναι, από την κορυφή ως τη βάση, το ουσιαστικά αμετάβλητου έργου ενός θεού.

Στο μέτρο που αυξάνεται η σημασία της εμπορικής και βιομηχανικής τάξης η αποϊεροποίηση, οργανώνοντας τις σχέσεις των ανθρώπων ανάμεσά τους στη λογική βάση της ανταλλαγής, σύμφωνα με τη μετρήσιμη δύναμη του χρήματος και την μηχανική σιγουριά του συγκεκριμένου, επιταχύνεται, διαλύει τις ειδυλιακές σχέσεις που υπήρχαν ανάμεσα στον αφέντη και στον δούλο. Η πραγματικότητα της πάλης των τάξεων ξεπροβάλει στην ιστορία με την ίδια κτηνωδία όπως στον οικονομικό τομέα, που τοποθετήθηκε ξαφνικά στο κέντρο κάθε ανησυχίας.»

«Όντας θύμα της δυστυχισμένης  συνείδησης, ο δημιουργός, περιφρονημένος από τους ανθρώπους των οικονομικών, του εμπορίου και της βιομηχανίας, θα προσπαθήσει να κάνει την κουλτούρα ένα υποκατάστατο του μύθου, μια νέα ολότητα, ένα τόπο αφιερωμένο στο ιερό, σε αντίθεση με τους χυδαίους τόπους των συναλλαγών και της εμπορευματικής παραγωγής. Είναι φανερό πως, βασιλεύοντας σε ένα απόσπασμα, που δεν ανάγεται στην οικονομία και είναι διαχωρισμένο τόσο απ’ τον κοινωνικό όσο και απ’ τον πολιτικό τομέα δεν μπορούν να ισχυριστούν ότι ξαναδημιούργησαν τον ενωτικό μύθο, δημιουργούν μόνο μια αναπαράστασή του. Σε αυτό δεν διαφέρουν καθόλου απ’ την απόπειρα των πιο φωτεινών πνευμάτων της αστικής τάξης να ξαναφτιάξουν ένα νέο μύθο, να επαναϊεροποιήσουν όλους τους τομείς, όπου η οικονομία δεν διακρίνεται άμεσα. (δεν θα προσπαθήσουν να δημιουργήσουν την λατρεία του χρηματιστηρίου, αντίθετα θα προσπαθήσουν να ιεροποιήσουν τα εργοστάσια με το στρατήγημα της λατρείας της εργασίας.)

''Το θέαμα είναι ότι απόμεινε από τον μύθο που χάθηκε.'' Ο Σουρεαλισμός όντας πια νεκρός απόμεινε χωρίς το μύθο του, αποχωρίστηκε απ’ αυτόν και σύρθηκε στη λάσπη της κοινωνίας του θεάματος. Ντύθηκε τα σκουπίδια των μέσων επικοινωνίας αναμείχθηκε με την καβαλίνα των εργοστασίων παραγωγής της μαζικής κουλτούρας, αυτής που κατηγορούσαν ανοιχτά, οι της Σχολής της Φρανκφούρτης, Τέοντορ Αντόρνο και Μαξ Χορκχάιμερ. Το 1945 λίγα πράγματα είχαν απομείνει απ’ τον Σουρεαλισμό και τον μύθο του. Ο πόλεμος δεν είχε σκοτώσει μόνο ανθρώπους, δεν είχε καταστρέψει μόνο χώρες, δεν είχε ενσπείρει μόνο το μίσος ανάμεσα στους ανθρώπους. Το 1945 ήταν που ο Μορίς Ναντώ είχε υπογράψει την ληξιαρχική πράξη θανάτου του Σουρεαλισμού, στην περίφημη «Ιστορία του Σουρεαλισμού». Κάποιοι είπαν πως βιάστηκε. Ο Μπρετόν ζούσε ακόμα. Και δεν ήταν μόνος του. Ο Στάλιν είχε πεθάνει. Δεν γινόντουσαν πια δίκες. Τα γκουλάγκ όμως αντί να αδειάζουν γέμιζαν. «Η τήξη των πάγων» δεν ήταν και τόσο ολοκληρωτική. Ο ψυχρός πόλεμος καλά κρατούσε. Η ατομική βόμβα επικρέματο πάνω από τα κεφάλια των ανθρώπων. Και μερικοί ετοίμαζαν την κιβωτό τους. Στα βάθη της ιστορίας, στην άβυσσο του χρόνου στο εδώ και τώρα και το αύριο... Που να θυσιάσει κανείς; Ποιος θα σφάξει το μόσχο τον σιτευτό για τον άσωτο; Παρήλαυναν στο δρόμο και ξάφνου ύψωσαν οδοφράγματα την ώρα που τα τανκς αποκαθιστούσαν την τάξη. Στο Βερολίνο. Στην Βουδαπέστη. Στην Πράγα. Παρίσι, 1968 Μάης. Βλέπω σημειωμένο τον κεραυνό, διαβάζει στο λεωφορείο, πηχιαίος θάνατος, πηχιαίος τίτλος. Ο Σαρλ Ντε Γκωλ είναι νεκρός. Ο Αντρέ Μπρετόν, νεκρός... Κάποτε αυτοί επανακήδευαν το πτώμα του Ανατόλ Φρανς. Κάποτε αυτοί δίκαζαν τον Μορίς Μπαρές, καταδίκαζαν τον αντισημιτισμό. Τώρα ποιος θα τους κηδέψει; Ποιος θα κηδέψει το σώμα του Σουρεαλισμού;

«Ο Σουρεαλισμός βρίσκεται παντού κάτω από τις επαναφομοιωμένες μορφές του: εμπόρευμα, έργο τέχνης, διαφημιστικές τεχνικές, γλώσσα της εξουσίας, μοντέλο αλλοτριωμένων εικόνων, αντικείμενο λατρείας, αξεσουάρ κάθε θρησκείας. Αυτές τις επαναφομοιωμένες παραλλαγές του, όσο και αν ορισμένες μοιάζουν ασυμβίβαστες με το πνεύμα του, ο Σουρεαλισμός τις περιείχε από τις απαρχές του, όπως ο Μπολσεβικισμός περιείχε το «αναπόφευκτο» του Σταλινισμού.

Ο Σουρεαλισμός έφθασε στην διαύγεια των παθών του, ποτέ όμως το πάθος της διαύγειας. Ανάμεσα στους τεχνητούς παράδεισους του καπιταλισμού και του σοσιαλιστικούς παράδεισους, δημιούργησε ένα χωρόχρονο θλιβερής αναδίπλωσης και στομωμένης επιθετικότητας που το σύστημα του εμπορεύματος και του θεάματος, ενοποιώντας τις δύο όχθες του παλιού κόσμου, τον ροκάνισε ως το μεδούλι. Σε τέτοιο σημείο που πρέπει σήμερα να ψάξουμε να βρούμε σ’ αυτόν τα ραδιενεργά στοιχεία της ριζοσπαστικότητας...»

           Μετά τη σύλληψη, για δεύτερη φορά, του Τηλέμαχου και της Ελεονόρας απολογήθηκαν ενώπιον του ανακριτή και αφέθηκαν ελεύθεροι. Έκτοτε η Ελεονόρα εξαφανίστηκε και μοιραία χάθηκε από τη ζωή του Τηλέμαχου.  Ξαναβρέθηκαν τώρα μετά από τόσο καιρό εξαιτίας αυτής της μικρής αντιστασιακής ομάδας η οποία με διάφορους έξυπνους, ακτιβιστικούς τρόπους θα προσπαθούσε να νικήσει την αντίδραση αυτού του ανάλγητου καθεστώτος και να επαναφέρει τον έρωτα στην καρδιά των ανθρώπων.  Ο πρώτος κίνδυνος που αντιμέτωπιζαν ήτανε να συλληφθούν ξανά  και αυτή θα ήταν η τελευταία τους φορά γιατί δεν θα τους ξανάφηναν ελεύθερους επειδή θα είχαν διαπιστώσει ότι δεν ήταν μόνοι τους πια και δε δρούσαν για τον εαυτό τους ο καθένας, αλλά είχαν δημιουργήσει αυτή την ομάδα αλληλεγγύης μεταξύ τους, υπεράσπισης αυτού του σπουδαιότατου ανθρώπινου συναισθήματος. Δεν υπήρχε και μεγάλος κίνδυνος να συλληφθούν εφόσον δεν είχαν διαπράξει κάποια αξιόποινη πράξη, ήταν ακόμη νωρίς. Έπρεπε να βολιδοσκοπήσουν την κατάσταση καθώς και την πιθανότητα να διευρύνουν με άλλα άτομα την ομάδα τους. Στο επόμενο διάστημα θα περνούσαν στη δράση.  

-----------------------------------

*τα αποσπάσματα προέρχονται από το: Ζ.-Π. Ντιπουί (Ραούλ Βανεγκέμ), η Αντι-ιστορία του σουρεαλισμού, ελευθερος Τύπος, 1985, μετφρ.Νίκος Κούρκουλος