O Koς Καθετί και η Κα Καθεπώς, Μια ιστορία για τον Καθένα, 7. Ο Κος Καθετί και ο Κος Σιοράν.

      Ζεστό ή κρύο; Δεν αποφάσιζε. Αλλωστε το κρύο δεν είχε έρθει ακόμη. Μια βροχή μόνο. Μια υγρασία που νότιζε ανθρώπους και πράγματα, που εισχωρούσε ύπουλα στα κόκκινα νεύρα του μυαλού, στις ίνες της μνήμης, στο αίμα της καρδιάς. 

       Εφτιαξε ένα ζεστό καφέ. Τον φραπέ δεν μπορούσε πια να τον πιεί. Καθετί στον καιρό του, για τον Μεσιέ Καθετί. Γι’ αυτόν και την κάθε τι υπόστασή του. Γι’ αυτόν και την καθετί με την οποία ψάρευε στην Θεσσαλονίκη. Μοναχικός. Οχι εντελώς. Οχι πάρα πολύ. Οχι πάντα. Οσο του χρειαζόταν για να γράφει ασκήσεις ύφους. Μικρά κείμενα με λογοπαίγνια και διηγήσεις. Παράξενες. Δυσνόητες καμμιά φορά για τους μη μυημένους στο nonsence. Από κεί ο Καθετί και η Καθεπώς ήλκυαν την καταγωγή τους. Από μια ανοησία δηλαδή από την οποία ωστόσο, προέρχεται η «Αλίκη στην Χώρα των Θαυμάτων» και του «Καθρέπτη», τα στιχάκια του Εντουαρντ Ληρ, του βικτωριανού ποιητή και ζωγράφου και φυσικά το πιο ακατανόητο βιβλίο από την εποχή του μεσαίωνα, «η Αγρύπνια του Φίννεγκαν».

       Αλλωστε ο Καθετί είναι ένας που αγρυπνά και επαγρυπνεί, όπως ο φαντάρος στην σκοπιά του, όπως ο λύκος το θήραμά του, όπως ο Θεός για τα πλάσματά του, όπως ο ψαράς για τα δολώματά του, όπως ο βιαστής για το θύμα του, όπως ο τουρίστας για τον περίπατό του στην ξένη πόλη, όπως ο ερευνητής για τα πορίσματά του, όπως η μητέρα για το καλοθρεμμένο της αγόρι, όπως ο πατέρας για την πρόοδο του γιου του, ή με την τύχη της κόρης του, όπως η αυτάρεσκη κοπέλα για τα τσιλιμπουρδίσματα του εραστή της. Εδώ ήταν που σταμάτησε την απαρίθμηση. Καθόλου τυχαία. Σκεφτόταν. Τι σκεφτόταν. Την Καθεπώς να προσπαθεί να τον σώσει απ’ το όνειρό του. Να παραβλέπει τις αντιπαθητικές πλευρές του. Τις σκοτεινές του επιθυμίες. Θα γίνονταν ζευγάρι; Θα ήθελαν ο ένας τον άλλον; θα λαχταρούσαν τις συνευρέσεις; Σκεφτόταν και ήθελε. Ετσι νόμιζε τουλάχιστον. Ετσι θεωρούσε πως θα ξέφευγε από τη μοναξιά του. Κάνοντας μια σχέση. Παύοντας να είναι μόνος. Θα συνέχιζε όμως τις ασκήσεις ύφους. Τα λογοπαίγνια, τα αστεία και τα κυνικά και σαρκαστικά σχόλια με τις ζωές των άλλων. Τις συνήθειες των άλλων. Την ύπαρξη των άλλων.

«Θα αναπνέαμε καλύτερα αν μια ωραία πρωία μαθαίναμε ότι είχανε επιτέλους εξαφανιστεί, ως διά μαγείας, σχεδόν όλοι οι συνάνθρωποί μας». Αυτή η σαρδόνια σκέψη του Σιοράν που βγάζει τη γλώσσα στους συνανθρώπους του ήταν γι’ αυτόν ένα πολύ οικείο ανέκδοτο. Και ο μηδενιστής Σιοράν ένας εξαιρετικά συμπαθής δάσκαλος. Κι αυτό θα μπορούσες να το εκλάβεις σαν ανατρεπτικό χιούμορ καυστικό, δεικτικό και σαρδόνιο αλλά όχι την άλλη σκέψη, που όταν την διάβαζε ερχόταν σε κατάσταση έκστασης: «Πείσμων εκ φύσεως, αμφιταλαντευόμενος εκ προαιρέσεως. Προς τα που να κλείνω;  Για ποιον να αποφασίσω; Σε ποιο εγώ μου να προσχωρήσω;» ή το άλλο: «διάβασα κάπου το απόφθεγμα: «Ο θεός μιλά μόνο για τον εαυτό του.» σ’ αυτό το συγκεκριμένο σημείο ο ύψιστος έχει πολλούς ανταγωνιστές.» Η διατύπωση του αφορισμού, η φόρμα παίζει κυρίαρχο ρόλο σε αυτό το πολύ δύσκολο είδος γραφής. Κι ο Σιοράν τα καταφέρνει άριστα αλλά για τον έρωτα δεν έχει τίποτα να του πει, εκτός απ’ εκείνο: «η μεγάλη, η μοναδική πρωτοτυπία του έρωτα είναι ότι καθιστά την ευτυχία αξεχώριστη από την δυστυχία.»

   Από αυτό που αισθανόταν τώρα για την  Καθεπώς όμως, δεν μπορούσε να τον αποτρέψει κανείς, ούτε ο αγαπημένος του Σιοράν.

Ένα κενό στο στομάχι, αδυναμία συγκέντρωσης. Αγρυπνίες. Η σκέψη του είχε εξορίσει ότι δεν είχε σχέση με εκείνη.

Επρεπε να τη συναντήσει. Σύντομα. Ηταν κάτι που δεν σήκωνε αναβολή. -