Ο Κος Πενθήμερος, Β' μέρος, 72. Η τρίτη προστασία
08/11/2017
Ύστερα, ένα άλλο βράδυ, περνούσαμε ένα πολύ στενό σοκάκι, τόσο στενό που οι προσόψεις των αντικριστών σπιτιών ήταν σε απόσταση αναπνοής. Όταν το σπίτι αριστερά ανάσαινε, το απέναντί του αλληθώριζε. Εκεί, επειδή νόμιζα, πως κανένα αδιάκριτο μάτι δεν μας έβλεπε πέρασα το χέρι μου γύρω από το λαιμό της. Άγγιξα με την κλείδωση τον γυμνό της αυχένα. Προχωρήσαμε έτσι λίγα μέτρα και τότε ακούσαμε το ψιτ ψιτ ψιτ μιας γυναίκας. Γυρίσαμε και είδαμε μια ηλικιωμένη κυρία να προβαίνει στο παράθυρο. Ξαφνιαστήκαμε. Μας μίλησε πολύ σιγά – ίσα που την ακούσανε τα αυτιά μας, που ήταν κατακόκκινα επειδή είμαστε ερεθισμένοι:
-Πωπώ, είπε η γυναίκα, μου θυμίσατε τα νιάτα μου. Αλλά τώρα δεν είναι όπως τότε. Κινδυνεύετε, το ξέρετε φαντάζομαι, πρέπει να φυλάγεστε. Γι αυτό αν θέλετε, ελάτε μέσα να φιληθείτε. Θα νοσταλγήσω τα δικά μου και σεις θα γλιτώσετε μια πιθανή σύλληψη.
Κοίταξα την Δάφνη με κοίταξε και εκείνη. Συμφωνήσαμε σιωπηλά, να αποδεχθούμε την πρόσκληση.
Σκουπίσαμε τα πόδια μας στο ποδόμακτρο που υπήρχε στην είσοδο και έδειχνε μία γάτα που γλειφόταν και μπήκαμε στο σπίτι της γυναίκας σκυφτοί και σιωπηλοί. Τα πόδια μας δεν ακούστηκαν καθόλου όταν πατήσαμε το δάπεδο του διαδρόμου. Όταν μπήκαμε στη σάλα, μαγεμένοι αντικρίσαμε μια επίπλωση πνιγμένη στο κόκκινο. Η γυναίκα μας είπε να καθίσουμε και πριν προλάβουμε να την ευχαριστήσουμε, χάθηκε στο βάθος του σπιτιού. Και ξαναγύρισε με δύο πιατάκια νερατζάκι γλυκό και δυο ποτήρια νερό σε ένα δίσκο. Κάθισε απέναντί μας στην άκρη μιας πολυθρόνας. Πολύ διστακτικά πήραμε τα πιατάκια με το στρογγυλό σκουροπράσινο νερατζάκι και τα κάναμε δυο μπουκιές, αλλά την κάθε μια τη μασήσαμε σιγά σιγά, ώσπου έλιωσε στο στόμα μας και άφησε μία γεύση όμοια με αυτή του έρωτά μας. Γλυκόπικρη. Ύστερα συγχρονισμένοι ήπιαμε το νερό μονορούφι. Η γυναίκα μας κοίταζε αχόρταγα. Δεν είχε μάτια παρά μόνο για μας. Δε μιλούσε. Ούτε εμείς μιλούσαμε- τι να πούμε;
Περιεργαζόμαστε μόνο το σκηνικό στο οποίο παίζαμε.
-Άντε λοιπόν, πετάχτηκε μετά από αρκετά λεπτά σιωπής, φιλιθήτε, τι περιμένετε;
-Όχι, δεν είναι σωστό.
-Αν ντρέπεστε, εγώ μπορώ να πάω σε άλλο δωμάτιο. Ναι νομίζω πως έχεις δίκιο μικρή μου ... οπότε... αλλά δεν είπαμε ούτε τα ονόματά μας.
Η γυναίκα αυτοσυστήθηκε,
-Είμαι η Μάρθα, είπε
-Είμαι η Δάφνη, είπε το κορίτσι μου
-Είμαι ο Τηλέμαχος, είπα εγώ.
Η γυναίκα πήρε το δίσκο και εξαφανίστηκε στο εσωτερικό του σπιτιού.
-Σα στο σπίτι σας, είπε πριν φύγει.
Την ακολουθήσαμε με το βλέμμα,ως το βάθος του διαδρόμου, ώσπου η πλάτη της έπαψε να φαίνεται.
Ο φωτισμός στο σαλόνι ήταν υποβλητικός. Ένας ορθοστάτης με καπέλο από πάπυρο δημιουργούσε μία τρύπα στο ταβάνι. Άλλος ένας από την άλλη άκρη του καναπέ. Ένας πολυέλαιος στην οροφή σβηστός.
Κοιταχτήκαμε αμήχανα. Ύστερα, είπαμε χωρίς πάλι να μιλήσουμε, να της κάνουμε το χατήρι και να φιληθούμε. Έκανα εγώ την αρχή. Την άρπαξα και την φίλησα. Έχωσα τη γλώσσα μου στην κοιλότητα του στόματός της. Τα πρόσωπά μας σμίξανε. Ήρθανε πιο κοντά και από τα αντικριστά σπίτια στο καλντερίμι. Με τα χέρια μας ψαύσαμε τα σώματά μας. Είχαμε ξεκινήσει ένα παραληρηματικό περίπατο, ο ένας στο σώμα του άλλου. Οι βραχίονες σαν φίδια περιελίσσονταν και έσφιγγαν τις ερωτογώνες ζώνες. Είχαμε ξεχάσει πως βρισκόμασταν σε ξένο σπίτι. Κάποια στιγμή κοίταξα προς το διάδρομο, όπου είχε εξαφανιστεί νωρίτερα η Μάρθα και υποπτεύθηκα πως μπορεί κρυφά να μας παρακολουθεί και να απολαμβάνει το θέαμα που την γύριζε στα νιάτα της.
Δεν το σκέφτηκα διόλου. Δε μπορούσα εκείνη την ώρα να σκεφτώ. Πάντως η υποψία δεν μείωσε καθόλου την ερωτική μου διάθεση. Με κυρίευε ωστόσο ένα άγχος, μια βιασύνη, πως όλα σε λίγο θα τελειώσουν. Η χαρά που παίρναμε ο ένας από τον άλλον και που οι δυο μας δίναμε στην Μάρθα θα λάβαινε τέλος. Θα εξοριζόμαστε από τον Παράδεισο της Μάρθας, στην Κόλαση της απαγόρευσης, του καταναγκασμού, της τιμωρίας. Θα επιστρέφαμε στην αγωνία και τον φόβο μην τυχόν και αποκαλυφθούμε. Επιταχύναμε τις κινήσεις μας και χωρίς να γδυθούμε, χωρίς να ξαπλώσουμε σ' ένα κρεβάτι, χωρίς την άνεση της ιδιωτικότητας, κάναμε τον ωραιότερο έρωτα που είχαμε κάνει ως τότε. Εκεί μέσα, στο σπίτι αυτής της ευγενικής οικοδέσποινας. Ήταν η τρίτη και καλύτερη προστασία που μας προσφέρθηκε, μετά το χορτάρι που ψήλωσε, μετά το φεγγάρι που κρύφτηκε και μας έκρυψε.
Η Μάρθα δεν εμφανίστηκε ώσπου τελειώσαμε- και πάλι όχι αμέσως. Δεν έμαθα αν όντως μας κοίταζε κρυφά και ξαναρχόταν στα χρόνια της Δάφνης, αλλά και τα δικά μου. Γιατί εγώ δεν ήμουν βέβαια 56 - όπως όταν απολύθηκα γιατί δε μεγάλωσα καθόλου, στην διάρκεια της ενηλικίωσής μου, αντίθετα μίκρυνα. Ήμουν πάλι, μόλις 29 ετών – όπως πριν από τριάντα κάτι χρόνια.
Πριν φύγουν από το σπίτι της Μάρθας εκείνη τους έδωσε ένα σημείωμα, λέγοντάς τους πως πρέπει να το απομνημονεύσουν και να το κάψουν. Επρόκειτο για το όνομα μιας οργάνωσης, τους είπε, που τώρα συγκροτείται και σκοπεύει να αγωνιστεί κατά της απαγόρευσης του έρωτα. Η οργάνωση είχε την ονομασία, «ΠΥΡΗΝΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ» (Πυρ.Φ.Ε)
Είχε μια ηλεκτρονική διεύθυνση και ένα κλειδί αποκρυπτογράφησης. Η Μάρθα θα τους σύστηνε, όντας σίγουρη πως δεν κινδύνευε να την προδώσουν, αφού θα ήθελαν να συμμετάσχουν στην αντιστασιακή αυτή οργάνωση.