το λευκό σεντόνι

Δεν θέλω να το βλέπω. ωστόσο την είδε εκεί στο νεκροκρέβατό της. Όχι, δεν ήταν πια εκεί αλλά στο θάλαμο των νεκρών. Σαν χταπόδι στη θαλάμη του. Ακίνητο μέσα σε μελανό νερό. Αντί λευκό φορούσε ένα καφετί φόρεμα από τον λαιμό ως τα νύχια των ποδιών. Έμοιαζε με σακί παρατημένο σε μια γωνιά του νεκροθαλάμου. Η ατμόσφαιρα πιο ψυχρή κι από ψυγείο κρεάτων. 
Του φέρανε ένα λευκό σεντόνι. Ολόλευκο. Σαν το φως του θαλάμου. Πάντα σκεφτόταν πως το λευκό ήταν το χρώμα του πένθους. Σαν τους θαλάμους των νοσοκομείων. Σαν τα σεντόνια που σκεπάζουν τους ασθενείς. Σαν τη λευκή σημαία της παράδοσης. Σαν τη λευκή γενειάδα του παππού του στη φωτογραφία που είχε πάρει φως. Σαν σιωπή που παρατείνεται. Σαν τη νύχτα στους πόλους. Σαν τον κεραυνό που καίει το μαύρο φως του ερέβους.
Δεν ήθελε λοιπόν να τη σκεπάσει μ' αυτό το κατάλευκο σεντόνι. Τ' άφησε να πέσει. Δάγκωσε το κάτω χείλος του ώσπου μάτωσε. Βουβάθηκε. δεν είπε τίποτα. Μόνο ολόλευκες σκέψεις έκανε. Σαν αυτές και σαν άλλες. 
Άφησε το σεντόνι στη νοσοκόμα που ήταν κι αυτή ολόλευκα ντυμένη και μύριζε αντισηπτικό. είχε ολόξανθα μαλλιά και και καθόλου ροδαλό πρόσωπο. Δεν ήταν νέα. Δεν την είχε δει ποτέ ως τότε. Κι ούτε θα την ξανάβλεπε ούτε αυτή ούτε τη μητέρα του.