ο γείτονας
17/09/2017
Από τα αφηγήματα ΤΡΟΜΟΥ, ΑΓΩΝΙΑΣ & ΔΕΟΥΣ
ο γείτονας Α στέκεται εμπρός στο παράθυρο. κοιτάζει απέναντι το παράθυρο του γείτονα Β. η μελιά κουρτίνα είναι ανοικτή. η κουνιστή πολυθρόνα από μπαμπού πάει και έρχεται ελαφρά.
η γυναίκα πάνω στην πολυθρόνα φοράει ένα νεγκλιζέ σε ανοικτό πράσινο χρώμα. τα μαλλιά της είναι ξέπλεχα στο χρώμα της άμμου. φαίνεται κάπως το μεγάλο στήθος της.
ο γείτονας Α φαντάζεται πως τα μάτια της είναι γκρίζα.
ο γείτονας Α φαντάζεται πως του χαμογελά.
ο γείτονας Α της δίνει ένα όνομα: Ισαβέλλα.
από νωρίς μέχρι που να βραδιάσει, κοιτούν το ίδιο ηλιοβασίλεμα.
περνάνε ημέρες, εβδομάδες, μπαίνει ο χειμώνας.
ο γείτονας A κτυπάει το κουδούνι του γείτονα Β. τον καλησπερίζει και του ζητά, πολύ ευγενικά, να δει την γυναίκα του πάνω πατώματος.
ο γείτονας Β, γίνεται έξω φρενών. απαντά πως δεν υπάρχει γυναίκα στο σπίτι. κλείνει την πόρτα βιαστικά στο πρόσωπο του γείτονα Α, που μένει εμβρόντητος.
και.
πρώτον : μετά ανεβαίνει στην σάλα και κλείνει τις κουρτίνες θυμωμένος.
δεύτερον : βγάζει μία κραυγή. σα να σπάει πορσελάνη.
τρίτον : κατεβαίνει στο υπόγειο και με πολύ τρυφερότητα μιλά στο σώμα της...
-έλα Ισαβέλλα να σε πλύνω, να σε μυρώσω, να σου βάλω κηραλοιφές.
και η νεκρή αργά σηκώνεται από το φέρετρο.
ζητά το νεγκλιζέ της.