Η σκάλα (Лестница)
04/08/2017
Το λεωφορείο κινιόταν σε ανώμαλο έδαφος. Κατά μήκος του δρόμου τα σπιτάκια έγερναν ενοχλημένα από το πράσινο. Μπήκαμε σε μια άθλια κωμόπολη, αρχίσαμε να περιπλανιόμαστε στα δρομάκια της, και ίσα-ίσα που χωρούσαμε στις στροφές. Στροφή δεξιά, στροφή αριστερά, πάλι αριστερά και να που είδαμε τη φαρδιά ερειπωμένη σκάλα, απότομη προς τα πάνω μέχρι την πλαγιά του λόφου.
Η επιδιωκόμενη άνοδος, κατευθείαν από τα κατεστραμμένα λόγω χρήσης σκαλοπάτια, ήταν τόσο δύσκολη και επικίνδυνη, ώστε ο οδηγός σταμάτησε το αυτοκίνητο για να συγκεντρωθεί και να πάρει δυνάμεις. Βγήκα κι εγώ για να καπνίσω. Κοίταξα άλλη μια φορά την άνοδο της σκάλας: ευθεία, γκρίζα, γεμάτη με σκόρπια γρανιτένια χαλίκια, ανέβαινε μέχρι τον ορίζοντα. Τα διατηρημένα τμήματα των σκαλιών, στα ψηλά -σχεδόν μέχρι την κορφή- έμοιαζαν με ανυπέρβλητο εμπόδιο για το λεωφορείο.
Αποφάσισα να καταφέρω την άνοδο με τα πόδια και να ξαναπάρω το λεωφορείο όταν θα έχει φτάσει στον λόφο. Με γρήγορο βήμα ξεκίνησα για τη σκάλα. Από πολύ κοντά ο λόφος φαινόταν τόσο ψηλός, ώστε κατάλαβα ότι είχα υπερεκτιμήσει τις δυνάμεις μου. Είχε ύψος πενταόροφου κτηρίου, καθόλου λιγότερο. Αριστερά του δρόμου αποκαλυπτόταν ένα ζοφερό αποπνικτικό κλιμακοστάσιο με χαμηλά ταβάνια, με σκοτεινά τα ψηλά σκαλιά, με σιδερένια κιγκλιδώματα. Αφού είχα κατακτήσει μερικά μεσόσκαλα, είδα μέσα από το θολό παράθυρο έναν μεγάλο τοίχο και μικρούς θαλάμους ασανσέρ κατά μήκος του. Έτρεξα γρήγορα προς τα κάτω για να τα προλάβω.
Μπήκα σ’ έναν θάλαμο και έκλεισα πίσω μου την πόρτα. Το ασανσέρ δεν ήταν σε φρεάτιο αλλά εξωτερικό, με μια πλευρά να ακουμπάει στον πέτρινο τοίχο. Έκατσα στο στρογγυλό σιδερένιο κάθισμα και έψαξα για κάποιο στήριγμα. Αντ’ αυτού βρήκα κάποιους κρίκους στους οποίους μπορούσες να περάσεις τα δάχτυλα και λυγίζοντάς τα να κρατιέσαι. Καθόμουν σκυφτός στο σιδερένιο κάθισμα, με τους κρίκους περασμένους στα δάχτυλα και περίμενα.
Μια βραχνή βαριεστημένη φωνή από το ραδιόφωνο με ρώτησε αν είμαι έτοιμος για την άνοδο κι εγώ απάντησα καταφατικά, αλλά ο θάλαμος δεν έδειξε να κινείται. Αντί γι’ αυτό η κουρασμένη φωνή άρχισε να μου υποβάλει ερωτήσεις για την ηλικία μου, για τη δουλειά μου, για τα μελλοντικά μου σχέδια κι εγώ απαντούσα υπάκουα. Οι σιωπές μεταξύ των ερωτήσεων ήταν μακριές και βαριές. Μετά η φωνή σίγησε εντελώς και απόμεινα με τις προσδοκίες μου σε μια βαρύθυμη, νευρική κατάσταση. Σκεπτόμουν ότι το λεωφορείο θα είχε φύγει από ώρα και δεν θα το ξανάβρισκα. Ήμουν συντετριμμένος που δεν πήγα με τα πόδια από τη σκάλα -αυτό θα ήταν γρηγορότερο.
Και ξαφνικά πάγωσα από φρίκη, άρχισα να μαντεύω ότι το ασανσέρ ποτέ δεν θα ξεκινήσει και θα μείνω για πάντα στον θάλαμο, μέσα στον οποίο μπήκα οικειοθελώς. Ήθελα να σηκωθώ, όμως το κάθισμα και οι κρίκοι με κρατούσαν σαν σταθεροί μαγνήτες. Προσπάθησα να φωνάξω, αλλά η φωνή μου χτύπαγε στη γωνία του θαλάμου και χανόταν πνιγμένη ανάμεσα στα κάγκελά του. Στρίβοντας το κεφάλι, κοίταξα προσεκτικά με ελπίδα τους γειτονικούς θαλάμους, ήταν όμως όλοι άδειοι. «Τι να είναι αυτό σκέφτηκα –ζωή, όνειρο, οπτασία;» χωρίς να ελπίζω τίποτε και χωρίς να εκπλήσσομαι από τίποτε. Όποιος κι αν ήταν ο εφευρέτης αυτού του άθλιου παιχνιδιού –πώς ήταν δυνατόν να με εκπλήξει, έτσι κουρασμένος που ήμουν από τα μεγάλα τραντάγματα του λεωφορείου; Αποτινάσσοντας την αυταπάτη με σιχασιά έκλεισα τα μάτια και αναστέναξα.
Μετάφραση: Ελένη Κατσιώλη
Ο Αρκάντι Μπόρισοβιτς Ρόβνερ γεννήθηκε στην Οδησσό της Ουκρανίας το 1940. Συμμετείχε στο Μοσχοβίτικο θρησκευτικό-φιλοσοφικό και μυστικιστικό αντεργκράουντ ρεύμα της δεκαετίας του ’60. Το 1973 μετανάστευσε στις ΗΠΑ όπου έγινε πανεπιστημιακός καθηγητής. Η σκάλα ανήκει στη συμβατική-μεταφορική λογοτεχνία η οποία θέτει φιλοσοφικά ερωτήματα για την ανθρώπινη ύπαρξη.