Ο Κος Πενθήμερος, Β' μέρος, 65. Αξεχώριστα

Αν μπορούν αυτά που γράφω να βοηθήσουν κάποιον να δει τη γραμμή ανάμεσα, αυτή που μεσολαβεί ανάμεσα –ξέρω τι θέλω να πω αλλά δεν ξέρω πώς– επιτέλους λέω ανάμεσα σε δύο σώματα αξεχώριστα σαν να έχουν κουμπώσει. Σ’ ένα αχυρένιο στρώμα. Σε κάθε τους κίνηση ένα άχυρο σπάει. Ποτέ πολλά μαζί. Τη γραμμή που τα ενώνει, ίδια μ’ αυτή που τα ξεχωρίζει. Χωμένα κάτω από τα σκεπάσματα. Αξεχώριστα. Ποιο το θηλυκό ποιο το αρσενικό. Ώσπου η αμαξοστοιχία σφυρίζει. Αναχώρηση. Καπνός. Αν μπορούσε να βοηθήσει κάποιον. Ποιος είναι εδώ το υποκείμενο; Ποιος ο αφηγητής; Θέ μου όλα έν’ αξεχώριστο κουβάρι. Την τελευταία μέρα. Για τελευταία φορά Της ζήτησε να φύγει. Αλλιώς λέει θα έφευγε εκείνος. Μια σύνταξη που πάσχει.

Την είδε ένα μαύρο έντομο να πετάει γύρω από μια μαύρη τσάντα. Κι ύστερα να εξαφανίζεται. Αν μπορούσα να τη βρω και να της βγάλω τα έντερα έξω. Εκεί που στεκόταν δεν είχε καλή ορατότητα, είναι η αλήθεια. Τον εμπόδιζε κι ο αέρας. Βαρύς αξεδιάλυτος  Δυσοίωνο έντομο.

"Η καρδιά μου κουβάς αναποδογυρισμένος". Η άκρη του τετραδίου βρεγμένη. Μια κουτσή φράση μόλις ορατή: «Δεν είμαι τίποτα. Ποτέ δεν θα είμαι τίποτα»- όχι και κανένα δύσκολο νόημα. Τέτοια σου γράφω όσα θες κι εγώ. Αποχαιρετισμός. Αλλά εγώ άναψα τσιγάρο κι ακολούθησα τον καπνό σαν να ήταν δρόμος. Πώς να σου πω. Μια μεταφορά όλη κι όλη. Καλύτερη ή χειρότερη από τι; Δεν έχω μέτρο σύγκρισης. Τα δάχτυλα μου συσπώνται με θόρυβο κι ένας απαίσιος ήχος έκανε το δωμάτιο να σπάσει. Μυρίζει παντού σπέρμα. Το αξεχώριστο ζευγάρι- όχι δεν το ξέχασα. Εκεί, ακόμα; Ποιος ξέρει. Κι αυτός δε διακρίνει τη γραμμή που χωρίζει το αξεχώριστο. Ένας κουβάς η καρδιά μου. Γεμάτος αίμα. Ως το χείλος του. Τα βιβλία ορθάνοιχτα. Μπροστά του. Αλλά πως να διαβάσεις. Κάποιος βούτηξε τα κλειδιά τους. Δεν ήθελε να βοηθήσει. Αντίθετα με μένα. Αντιπερισπασμοί.

Μη σκοτίζεσαι. Όπου νάναι η νύχτα θα ξυπνήσει, αργά θα απλωθεί σα μουσκεμένο σεντόνι. Θα χασμουρηθεί.

Η μέρα λερώνει την ακινησία της. Μη διαβάζεις άλλο. Τσάκισε τη σελίδα. Μην κλείνεις τα μάτια. Πλησίασε μόνο το κεφάλι στην κοιλιά της. Ζεστή κι ελαφρώς φουσκωτή. Πέρασε τη γλώσσα στη σχισμή της. Άφησε το σάλιο σου στην πληγή. Ύστερα γύρισέ την ανάποδα. Στρίψε. Αναποδογύρισε το καπάκι της καρδιάς σου. Κοφτές φράσεις. Άκουσε τη συμβουλή σαν ψίθυρο μέσα στ’ αυτί της κι αναστατώθηκε. Ακούμπησε το κεφάλι του εκεί κι έκλεισε τα μάτια.

Κολύμπησε. Το δωμάτιο. Γέμισε νερά. Όμορφα καταγάλανα. Παντού αχινοί. Πρόσεχε. Στάξε μια σταγόνα απ’ τη γεύση της. Σου λείπει η διαύγεια. Σου λείπει το σθένος. Ο καπνός ένας δρόμος ανήφορος. Κι η καρδιά σου κουβάς. Ανάποδα. Σπάσε τώρα τις λέξεις κομματάκια σαν το άχυρο μέσα στο στρώμα. Ρώτησέ τες τι άκουσαν από το αξεχώριστο. Προδότρες λέξεις. Βούτηξε τα δάχτυλά σου στον κουβά και γράψε στον τοίχο μια λέξη. Ποια προτιμάς; Ναι. Έτσι δώσε ένα τέλος. Βρήκες τη διαχωριστική γραμμή. Γεμάτη καμπύλες σαν το δρόμο του καπνού. Το αξεχώριστο χωρίστηκε. Ποια κείται τώρα στο στρώμα; Ρούφηξέ την σαν στόμιο σαξόφωνου. Αργεί ακόμα να ξυπνήσει η νύχτα. Αργεί πιο πολύ να κοιμηθεί.

Αν μπορούσαν αυτά που γράφω να βοηθήσουν. Άμα σε πάρει η κατηφόρα από έλλειψη καλής διαγωγής είπε τότε ο θείος. Ποιος είναι πάλι αυτός που κοιμάται μαζί της;

Κι η ζωή του του ήταν ξένη και το αμείλικτο ερώτημα πλανιόταν στην κάμαρη. Το δράμα. Πόσο ανιαρό καμιά φορά, λέω. Τελείωσε και το χαρτί. Δεν χωρεί καμιά αμφιβολία. Είναι φανερό πως ο εγκληματίσας εραστής ήταν πριν λίγο εδώ. Εδώ να, σ’ αυτό το δωμάτιο. Ο κουβάς είχε χυθεί. Το δωμάτιο πλημμυρισμένο στο αίμα. Μια εξέταση αποδείκνυε πως το αίμα ήταν δικό του. Αλλά αυτός δεν ήταν εκεί το είχε σκάσει.

Η ώρα ήταν 12 και 1΄ ακριβώς. Η φαντασία του συγγραφέα με τα 39 ή 141 πρόσωπα ήταν πλέον νεκρή. 321 φαντασίες χωμένες σ’ ένα κεφάλι ενός παιδιού αγέννητου ακόμη.