Σημειώσεις για μια Ιστορία της Ασχήμιας

από τα μυθικά τέρατα ως την 11/9/2001

«Ο άσχημος είναι η γκριμάτσα του διαβόλου
πίσω από την ομορφιά»
Β. Ουγκώ (1869)

Ομορφιά δεν είναι μόνο αυτή που έχει καλή μορφή – μα περιέχει και το αντίθετό της – την ασχήμια της.

Όπως όλες οι λέξεις, περικλείει και αυτή κάτι από το ίζημα που αφήνει το νέκταρ τον πάτο του ποτηριού.

Το ίζημα, παρότι διαθέτει θεσπέσια συστατικά του θεϊκού ποτού, πετιέται στο νεροχύτη μαζί με τα υπολείμματα και τα αποπίματα ενός λουκούλλειου γεύματος και το ποτήρι πλένεται χωρίς να έχει ίχνη καμιάς γεύσης.

Ο Ρεμπώ όταν πήρε την ομορφιά στα γόνατά του τη βρήκε πικρή και την αρνήθηκε και είναι πολλοί εκείνοι που βρίσκουν την ασχήμια γοητευτική.

Το εύμορφο (μεταγενέστερα όμορφο) είναι όμορο με το άσχημο αφού και οι δύο λέξεις έχουν βασικό συνθετικό τις λέξεις μορφή και σχήμα. Η μορφή και το σχήμα – κατά τα λεξικά της αρχαίας και νέας ελληνικής γλώσσας – ταυτίζονται.

Το όμορφο και το άσχημο δεν είναι, λοιπόν, παρά δύο όψεις του αυτού νομίσματος.

Οι δυισμοί

Ο άνθρωπος σκέπτεται με δίπολα, δυισμούς , διαζεύξεις – τουλάχιστον στη δυτική σκέψη. Αυτό τον βοηθά να συγκρίνει.

Αλλιώς πως θα γευόμαστε το γλυκό, αν δεν υπήρχε το πικρό; Το θερμό, αν δεν υπήρχε το ψυχρό; Το χαμηλό, αν δεν υπήρχε το υψηλό; Το σωστό χωρίς το λάθος; Την αλήθεια χωρίς τη λήθη; Την αμαρτία χωρίς τη συγχώρεση; Τον Θεό χωρίς τον εκπέσοντα Άγγελο – το Διάβολο; Τη ζωή χωρίς τον Θάνατο;

Η Αισθητική και το αρχαίο κάλλος

Οι έννοιες του Ωραίου και του Άσχημου ανήκουν στη σφαίρα της Αισθητικής, η οποία είναι κλάδος της Φιλοσοφίας, ο οποίος ερευνά το Ωραίον. Ο Αριστοτέλης στην «Ποιητική» του αναφέρει πως το άσχημο μπορεί να αναιρεθεί με μια απεικόνιση καλλιτεχνική. Ο Πλούταρχος διατείνεται πως το άσχημο μπορεί να παραμείνει άσχημο σ’ ένα έργο τέχνης, ωστόσο δέχεται μια αντανάκλαση ομορφιάς από την ικανότητα του καλλιτέχνη.

Ο Πολύκλειτος τον 4ο π.Χ. αιώνα έφτιαξε ένα άγαλμα, στο οποίο έβρισκαν εφαρμογή όλοι οι κανόνες της αναλογίας γι’ αυτό ονομάστηκε ΚΑΝΩΝ.

Οι αρχαίοι εξιδανικεύσαν την ομορφιά και την ταύτισαν με την αγαθότητα, την καλοσύνη, την τελειότητα, την ηθική.

Για τον Πλάτωνα ήταν αδιανόητο να υπάρχουν στην πόλη των ιδεών ιδέες και πράγματα ακάθαρτα, μηδαμινά, όπως η λάσπη, οι τρίχες, οι κηλίδες.

Ο Πλωτίνος ταυτίζει την ύλη, που θεωρεί ως κακό και λάθος, με την ασχήμια.

Αν θεωρήσουμε πως ανάμεσα στην ασχήμια και την ομορφιά μεσολαβεί μια κλίμακα, στο κατώτατο σκαλοπάτι κάθεται η ασχήμια και στο κορυφαίο η ομορφιά, τότε θα τοποθετήσουμε στις ενδιάμεσες βαθμίδες όλες τις αποχρώσεις ανάμεσα στις δυο τους.

Όπως για τον Κητς στην «Ωδή σε μια ελληνική υδρία», έτσι και για τους αρχαίους η ομορφιά ταυτίζεται με την αλήθεια. Και τα δύο οφείλουν να είναι απόλυτα μεγέθη. Αν η μέρα, δηλαδή το φως, είναι ομορφιά, τότε η νύχτα είναι η ασχήμια. Όπως είναι γνωστό, υπάρχουν, όμως, πολλές διαβαθμίσεις ανάμεσα στο ξημέρωμα και την πιο βαθιά ώρα της νύχτας.

Οι γάμοι του Ουρανού και της Γης

Κατά μια μυθολογική διήγηση – όπως την αφηγείται στη «Μυθολογία των Ελλήνων» ο Κ. Κερένυι – η Νύχτα – θεά μπροστά στην οποία ο Δίας ένιωθε δέος – ήταν πουλί με μαύρα φτερά. Ο άνεμος τη γονιμοποίησε και «γέννησε το ασημένιο Αυγό στον απέραντο κόλπο της Σκοτεινιάς. Από το Αυγό βγήκε ο γιος του ανέμου που φυσά, θεός με χρυσά φτερά. Ονομάζεται Έρως, θεός της αγάπης.»

Μπορεί όμως και να ονομαζόταν Πρωτόγονος, δηλαδή πρωτότοκος, ή Φάνης, αυτός που μόλις βγήκε από το Αυγό, οδήγησε όλα τα πράγματα στο φως, ό, τι, δηλαδή, ήταν κρυμμένο μέσα σ’ αυτό – όλον τον κόσμο. Επάνω το κενό : Ουρανός, κάτω : το Υπόλοιπο.

Το κενό «χαίνει» γι’ αυτό ονομάστηκε Χάος.

Ο Ουρανός και η Γη νυμφεύθηκαν –  κι έδωσαν μια μοναδική ευκαιρία στον Ουίλλιαμ Μπλαίηκ να υμνήσει τους Γάμους τους (μόνο που στον Μπλαίηκ ο δεύτερος νυμφευόμενος δεν είναι η Γη αλλά η Κόλαση) – και γέννησαν τον Ωκεανό και την Τηθύ.

Όλων μητέρα λοιπόν ήταν η Νύχτα. Άρα ο κόσμος οφείλει την γέννεσή του στην ασχήμια.

Τα Τέρατα

Ίσως γι’ αυτό η κλασσική ελληνική μυθολογία από του γάμους αυτούς κι έπειτα βρίθει σκοτεινών και σκληρών διηγήσεων, θρύλων και μύθων.

Ας δούμε πως τους παραθέτει ο Ουμπέρτο Έκο στην «Ιστορία της Ασχήμιας»

(2007):

« Ο Κρόνος καταβροχθίζει τα παιδιά του, η Μήδεια τα σκοτώνει για να εκδικηθεί τον επίορκο σύζυγο, ο Τάνταλος μαγειρεύει το γιο του Πέλοπα (…), ο Αγαμέμνων δε διστάζει να θυσιάσει την κόρη του Ιφιγένεια για να εξευμενίσει του Θεούς (…), ο Αίγισθος σκοτώνει τον Αγαμέμνονα για να πάρει τη σύζυγό του Κλυταιμνήστρα, η οποία θα δολοφονηθεί από το γιο της Ορέστη, ο Οιδίπους, έστω και χωρίς να το ξέρει, γίνεται πατροκτόνος κι αιμομίκτης.»

Τέρατα κι εγκλήματα

Στον άσχημο, εγκληματικό, φρικτό αυτό κόσμο, όπου Θεοί, βασιλείς, πρίγκιπες, αιμομικτούν, κανιβαλίζουν, μοιχεύουν, εκδικούνται, δηώνουν, δολοφονούν, θυσιάζουν απαίσια τέρατα, όπως η Σκύλλα και η Χάρυβδη, η Σφίγγα, ο Πολύφημος, η Χίμαιρα, ο Κέρβερος, οι Άρπυιες, οι Πλαγκτές Πέτρες, οι Ερινύες, οι Σειρήνες, ο Μινώταυρος, η Μέδουσα.

Όλοι σχεδόν οι Θεοί έχουν διαπράξει την Ύβρη. Με πρώτο τον πατέρα τους, το Δία.

Ησιόδου : Θεογονία

Όταν οι Θεοί δίνουν τέτοιο παράδειγμα, τι να περιμένει κανείς απ’ τους ανθρώπους;

Οι πρώτοι απολαμβάνουν την ασυλία της θεϊκής τους υπόστασης, ενώ τους θνητούς, είτε είναι άρχοντες, είτε δούλοι, είτε φιλόσοφοι, είτε απλοί οπλίτες, τους περιμένει ο Κάτω Κόσμος «τόπος κρυερός και μουχλιαστός που κι οι Θεοί μισούνε» – όπως ανατριχιαστικά τον περιγράφει ο Ησίοδος στην «Θεογονία» του (7ος αιώνας π.Χ.) :

«Εκεί της ζοφερής νυκτός τα φοβερά τ’ ανάκτορα με μαύρα νέφη σκεπασμένα στέκουν. Σ’ αυτά, μπροστά κι ο γιος του Ιαπετού ορθός, κρατάει με το κεφάλι και τα χέρια του τ’ ακάματα, χωρίς να συντριβεί τον μέγα Ουρανό. Η Νύχτα εκεί κι η Μέρα συναντώνται και η μια την άλλη χαιρετά, καθώς περνούν, η μια για εδώ, η άλλη για εκεί, το χάλκινο το μέγα σκαλοπάτι. Έρχεται η μια να κατεβεί και για να βγει η άλλη κι όμως ποτέ η κατοικία τους τις δυο μαζί δεν τις κρατάει. (…)

Η μια κρατάει το μεγαλόλαμπο το φως για τους ανθρώπους, η άλλη έχει στα χέρια της, τον Ύπνο, του Θανάτου τον αδελφό, η κακόβουλη Νύχτα μ’ ολοσκότεινη Νεφέλη σκεπασμένη. Εκεί της μαύρης Νύχτας κατοικούνε τα παιδιά, ο Ύπνος κι ο Θάνατος, οι φοβεροί Θεοί. Ποτέ, ποτές ο Ήλιος με τις ακτίνες Του τις φλογερές δεν τους βλέπει, μήτε απ’ τον Ουρανό σαν κατεβαίνει. Ο ένας ήσυχος και γλυκός για τους ανθρώπους τριγυρίζει τη γη και την απέραντη πλάτη της θάλασσας, μα ο άλλος έχει καρδιά από σίδερο και χάλκινη στα στήθια τη σκληρή ψυχή του, κι όποιον αρπάξει πια, για πάντα τον κρατάει και μισητός και στους αθάνατους Θεούς ακόμα. Εκεί, αντίκρυ μόλις φτάσεις, στέκουν τ’ ανάκτορα τα βουερά του ισχυρότατου Άδη και της δοξασμένης Περσεφόνης» (μτφ. Παναγή Λεκατσά)

Από την εσχατολογική αυτή περικοπή εξάγεται το θεμελιώδες δίπολο : Φως ή Σκότος.

Το δεύτερο συναρτάται με τον Θάνατο που προϋποθέτει την αρρώστια, την αυτοχειρία, το γήρας, την απώλεια και τα παρόμοια και στην εβραιοχριστιανική παράδοση παίρνει τη μορφή της Αμαρτίας, της Τιμωρίας, της Κόλασης.

Από τον Άδη στην Κόλαση  …

Ο Άδης της ελληνικής μυθολογίας ίσως είναι λιγότερο ζοφερός, λιγότερο οδυνηρός από τον τόπο που επικρατεί «κλαυθμός», «τριγμός οδόντων», «άσβεστον πυρ» κι ας μην υπάρχει στον αρχαίο κόσμο ζωή μετά θάνατον, αλλά μόνον αιώνιος ύπνος (αν εξαιρέσουμε την ιδέα του Πλάτωνα για την ψυχή).

Στη «Γένεση» ο διάβολος παίρνει τη μορφή φιδιού και εισέρχεται στις ψυχές στων δαιμονισμένων.

…  και την Αποκάλυψη

Η Καινή Διαθήκη προχωρά πέρα από το θάνατο με τον αποκαλυπτικό τρόπο του Ιωάννη που «εν τη νήσω τη καλουμένη Πάτμο» συνέγραψε την «Αποκάλυψη», κορυφαίο λογοτεχνικό κείμενο που αποτελεί επιτομή της αλληγορίας και κέντρισε τη λαϊκή φαντασία χριστιανών και μη και ενέπνευσε τους καλλιτέχνες των επόμενων αιώνων.

Τα οράματα του Ιωάννη καθήλωσαν και απογείωσαν τη μνήμη και τη συλλογική φαντασία των πιστών χειραγωγώντας τους και υποχρεώνοντάς τους να πιστέψουν στη Δευτέρα Παρουσία και στην Ανάσταση νεκρών μέχρι την εποχή που ο Νίτσε ανακοίνωσε το «θάνατο του Θεού», ο Φρόυντ αναποδογυρίζοντας την εβραιοχριστιανική παράδοση συνέγραψε το «Τέλος μιας αυταπάτης» και αντικατέστησε το Καθαρτήριο με το Ασυνείδητο. Και ο Δαρβίνος διατύπωσε τη θεωρία του για την «Καταγωγή των ειδών».

«Οίδα σου τα έργα, ότι ούτε ψυχρός εί ούτε ζεστός · όφελον ψυχρός ής ή ζεστός. Ούτως ότι χλιαρός ει, κι ούτε ζεστός ούτε ψυχρός, μέλλω σε εμέσαι εκ του στόματός μου» (Αποκάλυψις Ιωάννου Γ’ 15 – 16)

Ακόμη κι ο Θεός αηδιάζει με τον άχρωμο, άοσμο, αδιάφορο άνθρωπο που δεν του κάνει ούτε κρύο, ούτε ζέστη.

Οι μεσαιωνικές περιγραφές ταξιδιών στην Κόλαση, η Αινειάδα του Βιργιλίου, το ταξίδι του Μωάμεθ στο Βασίλειο του Θανάτου – κατά τον Ουμπέρτο Έκο –  οδήγησαν την έμπνευση του Δάντη στη σύνθεση της Θείας Κωμωδίας (1312 – 1321) τόσο αριστουργηματικά ώστε τ’ όνομά του ταυτίστηκε με το ταξίδι στην Κόλαση κι από εκεί στο Καθαρτήριο κι εντέλει στον Παράδεισο.

Τα δύσμορφα, τερατόμορφα, απωθητικά, τρομακτικά πλάσματα κυριαρχούν : Κέρβερος, Μέγαιρες, Ερινύες, ο Γυρηόνης, ο Εωσφόρος.

Ο Κέρβερος είναι «θεριό μονάχο, ολάγριο, με τρεις λαιμούς, ίδιο σκυλί αλυχτάει. Απάνω στις ψυχές που εδώ βουλιάζουν. Με φλόγες μάτια, μαύρα λερά γένια, βοϊδοκοιλιά και με όλο νύχια χέρια, γδέρνει όπως πιάνει τις ψυχές ξεσκλείδια» (Άσμα VI, Κόλαση).

Η καθολική παράδοση και οι ταξιδιώτες της Κόλασης

Ο Τερτυλλιανός τον 2ο με 3ο μ.Χ. αιώνα ισχυριζόταν πως «ο φόβος του θανάτου δεν είναι τόσο μεγάλος όσο ο φόβος του μαρτυρίου».

Ένας από τους ταξιδιώτες της Κόλασης, ο Σαντ’ Αλφόνσο Μαρία ντε Λιγκουόρι στα «Σύνεργα θανάτου» (1758) είναι σίγουρος πως « Κόλαση είναι τόπος μαρτυρίου (…) κι όσο περισσότερο κάποιος πρόσβαλλε σε κάτι τον Θεό, τόσο περισσότερο θα μαρτυρήσει (…) Ο κολασμένος είναι αναγκασμένος να βρίσκεται ανάμεσα σε εκατομμύρια άλλους κολασμένους που είναι ζωντανοί και ταυτόχρονα βρομάνε σαν πτώματα (…) Υποφέρει ταυτόχρονα, από τη βρώμα, από τις κραυγές κι από τη στενότητα του χώρου · επειδή στην κόλαση ο ένας βρίσκεται πάνω στον άλλο σαν πρόβατα στριμωγμένα το χειμώνα». Αυτό είναι το «μαρτύριο της ακινησίας».

Κάπως, δηλαδή, σαν τη διαβίωσή μας στις σύγχρονες κοσμοπόλεις, όπου ζούμε μόνοι χωρίς να επικοινωνούμε ουσιαστικά με τον άλλο, διαθέτοντας λίγα τετραγωνικά για να κινηθούμε, να εργαστούμε. Η διαφορά είναι πως η καθημερινότητά μας είναι πραγματική, ενώ η διαβίωση στην κόλαση φανταστική. Η ζωή μας είναι σύντομη (ο Χόμπς προσθέτει και μοναχική, ενδεής, κτηνώδης και βρωμερή), ενώ η Κόλαση αιώνια.

Ο άνθρωπος και το πλήθος

«Οι περισσότεροι διαβάτες έδειχναν ευτυχείς, πολυάσχολοι και το μόνο που φαινόταν να σκέπτονται ήταν πως ν’ ανοίξουν δρόμο μέσα απ’ το πλήθος (…) Κατέβαινα όλο και πιο κάτω τα κοινωνικά σκαλοπάτια κι άρχισα να περιεργάζομαι τους πιο ζοφερούς, τους ποιο χυδαίους τύπους (…) Μια εξαθλιωμένη άλουστη με κουρέλια, μια ρυτιδιασμένη φτιασιδωμένη, γεμάτη στολίδια, γριά πόρνη που πάσχιζε αγωνιωδώς να μοιάζει νέα, μια ασχημάτιστη παιδούλα με άγουρο σώμα, αλλά που η συναναστροφή με φίλες την είχε κάνει και βιαζόταν να βρεθεί στο ίδιο σκαλοπάτι ξεπεσμού με τις έμπειρες και ώριμες συναδέλφισσες» (Μιλά ο καταραμένος Ε. Α. Πόε, ως «άνθρωπος του πλήθους» – στο ομώνυμο διήγημα του 1841).

Ο Τζακ Λόντον είδε στο κολασμένο Ήστ Εντ του Λονδίνου γέρους και γριές να προχωρούν τρικλίζοντας και να ψάχνουν στα πεταμένα σκουπίδια «μες στις λάσπες να βρουν σάπιες πατάτες, φασόλια και λαχανικά, ενώ μικρά παιδιά κολλημένα σαν μύγες σ’ ένα σωρό σάπια φρούτα, βουτούσαν τα χέρια τους ως τους ώμους μες στα βρωμοζούμια για να βρουν σάπια κομματάκια τα οποία καταβροχθίζουν στο λεπτό» (1903 «Οι άνθρωποι της Αβύσσου»)

Ενώ ο Τ. Σ. Έλιοτ διαπιστώνει στην «Έρημη χώρα» (1922)

«Ανύπαρχτη πολιτεία,

Μέσα στη καστανή καταχνιά μιας

χειμωνιάτικης αυγής,

χυνόταν στο Γιοφύρι της Λόντρας ένα πλήθος,

τόσοι πολλοί,

Δεν το ‘χα σκεφτεί πως ο θάνατος

είχε

ξεκάνει τόσους πολλούς»

Ο Ουΐλλιαμ Μπλαίηκ σ’ ένα «Τραγούδι της πείρας» (1794) ακούει :

«το μεσονύχτι στις στράτες

πώς της νεαρής εταίρας η

βλαστήμια

του νεογέννητου το κλάμα

καταριέται

και φθείρει με δεινά το

νεκροφόρο

γάμο».

Αισθητισμός, Παρακμή

Την εποχή του θριάμβου της μηχανής και της λατρείας της επιστήμης ο παρακμίας κλείνεται στον φιλντισένιο του πύργο.

Ο Βερλαίν (1883) βλέπει την εποχή του να μοιάζει στη Βυζαντινή (και Ρωμαϊκή) παρακμή. Ο Υσμάν (Ανάποδα 1884) βουλιάζει στις αισθητικές απολαύσεις της υπερδιεγερμένης φαντασίας του ήρωά του.

Ο Μπωντλαίρ μιλά για την απόλαυση της ασχήμιας η οποία πηγάζει «από ένα μυστηριώδες συναίσθημα που είναι η δίψα του άγνωστου και η όρεξη για το φρικαλέο», κλείνοντας το μάτι στον «υποκριτή αναγνώστη» που τον αναγορεύει σε όμοιό του, αδελφό του.

Ο Ρεμπώ εγκαταλείπει την οραματιστική ποίηση, αφού περνά μια «εποχή στην Κόλαση» (1873) και χάνεται στα βάθη της Αφρικής.

Ο Ουάιλντ φλερτάρει με την «ψυχή του ανθρώπου στο σοσιαλισμό», ενώ φιλοτεχνεί το «Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέϋ», αλλά και το σπαρακτικό «DeProfundis».

Νωρίτερα ο Ντε Κουίνσυ γράφει τη «Δολοφονία ως μια εκ των καλών τεχνών» (1827) και τις «Αναμνήσεις ενός Άγγλου οπιομανούς» (1821), απότοκο της εμπειρίας του από τα ναρκωτικά.

Ο Μπάροους βυθίζεται στον παραισθητικό κόσμο του «Γυμνού γεύματος», όπως παλαιότερα ο Μπωντλαίρ που χάθηκε στους «τεχνητούς παραδείσους του».

Ο Ζωρζ Μπατάιγ δεν αμφιβάλλει για την ασχήμια της ερωτικής πράξης, ούτε για την «ασχήμια του ζευγαρώματος η οποία προκαλεί αγωνία».

Η λαγνεία, η τρέλα, το γέλιο και ο Διάβολος

Η λαγνεία, ένα από τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα, δεν είναι απλά μια επιθυμία, αλλά ένας ασίγαστος ερωτικός πόθος.

Η Σαπφώ (περ. 630 – 570 π.Χ.) ορίζει έτσι αυτό το αμάρτημα που είναι ανίατο και ασυγχώρητο:

«Μόλις που πάω να σε κοιτάξω νιώθω ξάφνου μου κόβεται η

μιλιά μου

μες στο στόμα η γλώσσα μου στεγνώνει· πυρετός κρυφός με

σιγοκαίει

κι ούτε βλέπω τίποτα ούτε ακούω μα βουίζουν τ’ αυτιά μου κι ένας

κρύος

ιδρώτας το κορμί μου περιχάει τρέμω σύγκορμη και πρασινίζω σαν το χόρτο και λέω πως λίγο ακόμη· λίγο ακόμη

και πάει

θα ξεψυχήσω κι όμως όλα

κανείς

να τα τολμάει πρέπει και

και παρατημένη

ακόμη…»

(Απόσπ. 31, απόδ. Ο. Ελύτης)

Την κόλαση του πόθου κυνήγησαν ανηλεώς οι στυλοβάτες του καθολικισμού, Θωμάς Ακινάτης και ο Ιερός Αυγουστίνος.

Η απάντηση προς τους σοφούς αυτούς πατέρες του Χριστιανισμού έρχεται μ’ έναν αναπάντεχο τρόπο από τον Έρασμο (1469 – 1536) στο περίφημο «Μωρίας Εγκώμιο»:

«Η χριστιανική θρησκεία έχει κάποια συγγένεια με ορισμένη τρέλα μα πολύ λίγη σχέση με τη Σοφία».

Η τρέλα, όπως και η ανθρώπινη σεξουαλικότητα, κυνηγήθηκαν απεινώς.

Οι τρελοί επιβιβαστήκαν σε πλοίο με σκοπό να εξοριστούν από την κοινωνία των λογικών κι ας έλεγε ο Ντοστογιέφσκυ : «ο καλύτερος τρόπος να σιγουρευτείς ότι εσύ είσαι ο γνωστικός δεν είναι το να κλείσεις μέσα το γείτονά σου».

Ο Μ. Φουκώ στην «Ιστορία της τρέλας» (1964), διατείνεται πως «η τρέλα κι ο τρελός έγιναν απειλή κι εξευτελισμός, ιλιγγιώδης παραλογισμός του κόσμου και καταφρονετική γελοιοποίηση των ανθρώπων».

Στο διήγημα «Εκείνος;» (1883) ο Γκυ Ντε Μωπασάν παραληρεί για λογαριασμό του διαταραγμένου ήρωά του :

«Φοβάμαι τον εαυτό μου! Φοβάμαι τον φόβο. Φοβάμαι τους σπασμούς του μυαλού μου που τρελλαίνεται, φοβάμαι αυτή τη φοβερή αίσθηση του ακατάληπτου τρόμου (…) τους τοίχους, τα έπιπλα, τ’ αντικείμενα του σπιτιού που ζωντανεύουν, για μένα, μ’ ένα είδος σαρκικής ζωής».

Αυτό το «Στρίψιμο της βίδας» (τίτλος του ζοφερού διηγήματος του Χ. Τζαίημς) αποτυπώνεται – όσο μπορεί αυτό το ρήμα ν’ αποδώσει κάτι τόσο θαμπό, οραματικό και φευγαλέο, όσο η τρέλα – σε αρκετές αυτοπροσωπογραφίες του Βαν – Γκογκ.

Τρελός λέγεται ένα πιόνι στο σκάκι (αξιωματικός). Οι δύο τρελοί (αξιωματικοί) παραστέκουν τον βασιλιά και την βασίλισσα, όπως οι γελωτοποιοί που διασκέδαζαν και έτερπαν τους βασιλείς και την αυλή τους.

Η Κόλαση καθώς και το Καθαρτήριο, ωστόσο, δεν έχουν κωμική πλευρά. Ακόμη και στον Παράδεισο μόνο αναθυμιάσεις ψύχρας περιβάλλουν τους τυχερούς που βρίσκονται στους κόλπους του.

Οι υπέρμαχοι του κωμικού λένε πως ο Ιησούς δε γέλασε ποτέ.

Το γέλιο, το αστείο, η παρωδία έχει εξοβελιστεί από τα κείμενα των πατέρων, σαν σύνεργο του διαβόλου, το ίδιο και το γκροτέσκο που θεωρείται αφύσικο, βλάσφημο και καταδικαστέο.

Στο είδος αυτό ανήκει η «Γενεαλογία» (1953) του Σάμουελ Μπέκετ που παραπέμπει ευθέως στην παθολογία της οικογένειας, αλλά και στη «Γέννεση» της Παλαιάς Διαθήκης.

«Ο πρώτος που συναντούμε είναι ένας χήρος, ο Τομ Λύντς, ογδόντα πέντε χρονών, καθηλωμένος στο κρεβάτι με αδιάκοπους πόνους στο τυφλό έντερο, χωρίς μολαταύτα να ‘χει διευκρινιστεί η αιτιολογία τους, και τα τρία αγόρια που του έχουν απομείνει, ο Τζο, εξήντα πέντε χρονών, σακατεμένος από ρευματισμούς, κι ο Τζιμ, εξήντα τεσσάρων ετών, αλκοολικός, καμπούρης, κι ο Μπιλ, χήρος εξήντα τριών χρονών, τρομαχτικά δυσκίνητος που τότε που έχασε τα δυο του πόδια ύστερα από ένα παραπάτημα που κατέληξε σε κατρακύλισμα, και η Μαίη Σαρπ, μοναδική του κόρη που έχει επιζήσει, χήρα, εξήντα δύο χρονών, με ανέπαφες όλες τις λειτουργίες της εκτός από εκείνη της όρασης…»

Ο Σαίξπηρ ολοκληρώνει το έργο του με μια κωμωδία («Τρικυμία»), ο Ληρ τρελαίνεται, ο Οθέλλος σκοτώνει τη Δυσδαιμόνα από ζήλεια, ενώ ο Ιάγος την εξάπτει με αχρείο τρόπο, λέγοντας πως είναι «ξέφτι και παραπούλι» και επικαλείται τον Άδη και τη Νύχτα «να βγάλουν το έκτρωμα στο φως». Ο Άμλετ υποκρίνεται τον τρελό, ο Ερρίκος Δ’, του Πιραντέλο είναι και τα δύο, και τρελός και υποκρινόμενος τον τρελό.

Οι συγγραφείς των συναξαριών, οι στυλίτες, οι μοναχοί είναι «σαλοί κατά Χριστόν». Τα παιδιά έχουν ευθύβολη μιλιά, όπως και οι τρελοί κι έχουν την ικανότητα να βλέπουν την αλήθεια καταπρόσωπο, το ίδιο και οι σατυρικοί συγγραφείς και γενικώς οι καλλιτέχνες αφού – κατά τον Μπατάιγ – ο ποιητής «είναι αιώνια ανήλικος μέσα στον κόσμο».

Η λαγνεία τρελαίνει όταν δεν υπάρχει ανταπόκριση. Το κωμικό είναι εκ φύσεως δαιμονικό, αφού είναι αντιστροφή της λογικής, όπως ο παράφορος έρως.

«Η έξαψη της φαντασίας είναι ιλιγγιώδης, όμως αν βασίλευε αυτή ο κόσμος θα είχε παντελώς εκτροχιαστεί.», αποφαίνεται ο Ε. Γιούνγκερ στο «Ναρκωτικά και Μέθη» (1970).

Ωστόσο τον κόσμο δεν τον διαφεντεύουν ούτε οι μεθυσμένοι, ούτε οι φαντασιόπληκτοι, αλλά οι νηφάλιοι και οι λογικοί. Δεν τον κυβερνά ο Διάβολος, αλλά ο καλός Θεός.

Οι διαβολιές των ενσαρκώσεων του κακού (Λούσιφερ, Μαμμωνάς, Λεβιάθαν, Ασμοδαίος, Βεελζεβούλ, Μπελφεγκόρ, Σατανάς) είναι ικανές να διαρρήξουν τις σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους και τη σχέση των τελευταίων με τον Θεό, ο οποίος είναι Παντοδύναμος και Παντογνώστης, είναι ο Λόγος και «ένας οφθαλμός που τα πανθ’ ορά».

Μια από τις πλέον δαιμονικές ιδιοφυίες, ο Μαρκήσιος Ντε Σαντ ίδρυσε μια θεολογικά αντίληψη για το κακό, όπου κάθε αποχαλίνωση των παθών παίρνει τη θέση του υπέρτατου όντος. Μοναδική του έγνοια ν’ απαριθμεί τις δυνατότητες που έχει κάποιος να καταστρέψει ανθρώπινα πλάσματα και να χαίρεται στη σκέψη της οδύνης και της θανάτωσής τους μέσα από τη σεξουαλική διαστροφή.

Ο κατεξοχήν δαιμονικός ήρωας, ο μεγαλομάρτυρας της Αμαρτίας, ο δέσμιος της ηδονής του κακού είναι ο Νικολάι Σταυρόγκιν στο αριστούργημα του Ντοστογιέφσκυ «Δαιμονισμένοι» (1872), που αναρωτιέται «αν μπορεί να πιστεύει στο δαίμονα χωρίς να πιστεύει στον Θεό.»

Στα περισσότερα έργα με θέμα το μύθο του Φάουστ συμπεριλαμβανομένου και εκείνου του Γκαίτε (1832) ο Μεφιστοφελής ηττάται και το καλό θριαμβεύει.

Δεν συνέβη όμως το ίδιο με το «Ολοκαύτωμα» που κατίσχυσε του ορθού λόγου και της μακράς παράδοσης του Διαφωτισμού, ούτε με τα Γκουλάγκ που έπνιξαν το όραμα του σοσιαλισμού.

Μια μεταρρύθμιση οδήγησε στον καπιταλισμό (Μαξ Βέμπερ, «Η προτεσταντική ηθική του καπιταλισμού» (1905).

Ο τελευταίος μοιάζει με φοίνικα που αναγεννάται από τις στάχτες του και ανατροφοδοτείται από τα ίδια του τα σωθικά.

Πόλεμος και Ειρήνη

Τα διώνυμα θριαμβεύουν χάρις στον Πόλεμο, τον πατέρα των πάντων και δεν είναι πια καθαρό αν «πάντων χρημάτων μέτρον είναι ο άνθρωπος».

Ο πόλεμος σε πείσμα της ειρήνης θριαμβεύει. Το ίδιο και ο πόλεμος ανάμεσα στο Καλό και το Κακό. Με συνηθισμένο θριαμβευτή το δεύτερο, που ενδύεται τη μάσκα του Καλού.

Στον καπιταλισμό το καλό είναι το κέρδος, κερδίζουν λίγοι πάντοτε και χάνουν οι πολλοί.

Οι κερδισμένοι γνωρίζουν μόνο πρόσθεση, οι χαμένοι μόνο αφαίρεση. Οι τελευταίοι ζουν μια επίγεια Κόλαση και ονειρεύονται τον εκείθεν του θανάτου Παράδεισο. Γι’ αυτό σπανίως εξεγείρονται, γιατί ψάχνουν τρόπους να γίνουν λιγότερο φτωχοί.

Ωστόσο και οι μεν και οι δε είναι θνητοί. Μ’ αυτή τη σκέψη παρηγορούνται οι φτωχοί, αφού και οι εχθροί τους οι πλούσιοι θα πεθάνουν. Αυτοί όμως βαυκαλίζονται με τον επίγειο Παράδεισό τους.

Έτσι η αγάπη πολεμά το μίσος, η έχθρα τη φιλία. Η έρις την ειρήνη. Η ύπαρξη την ανυπαρξία. Η πολιτεία τη μοναξιά και τη ζωή πολεμά ο θάνατος.

Στον πόλεμο λένε δεν υπάρχουν νικητές. Τότε γιατί το «ουαί τοις ηττημένοις» ;

Γιατί μετά τη μάχη στο πεδίο των ηττημένων ίπτανται μύγες και όρνεα πάνω από τους νεκρούς στρατιώτες που έπεσαν στο «πεδίο της τιμής» – όπως αποκαλούν οι ηττημένοι το πεδίο της μάχης;

Ο Ε. Μ. Ρεμάρκ, που είδε τέτοιες εικόνες στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (1914 – 1918), δεν έφερε κανένα νέο από το «Δυτικό Μέτωπο» και ο Χάσεκ έπλασε έναν ήρωα, τον Σβέικ, που αλώνισε εκμεταλλευόμενος τις παράλογες συνθήκες της αυστρουγγρικής μηχανής, εξυπηρετώντας ιδιοτελείς σκοπούς.

Το πρώτο μυθιστόρημα είναι δραματικό, το δεύτερο είναι κωμικό.

Η τέχνη της καρικατούρας

Πέρα από τις λέξεις υπάρχει η καρικατούρα που στην ακραία μορφή της φθάνει στο τερατόμορφο σκίτσο ενός Ντωμιέ, ή ενός Γκόγια, ή ενός Γκέοργκ Γκρος, στην τραγική αντιπολεμική εμφάνισή της, στην Καίτε Κόλβιτς και στον Μαξ Μπέκμαν.

Η καρικατούρα βλέπει τον εαυτό της στον παραμορφωτικό καθρέφτη του εξπρεσιονισμού, του οποίου η γκάμα περιλαμβάνει όλη την φιλοσοφία και την τέχνη του ανορθολογισμού και άνθισε στη μεσοπολεμική δημοκρατία της Βαϊμάρης. Το καυστικό κοινωνικό σχόλιο αυτής της τεχνοτροπίας με την άνοδο του Χίτλερ (1933) στην εξουσία – η οποία επίσης στηρίχθηκε σε ανορθολογική βάση – θεωρήθηκε «εκφυλισμένη τέχνη» και αντίθετα με τα βιβλία που κάηκαν μαζί με τους ανθρώπους στα κρεματόρια, εκτέθηκε σε αντιπαράθεση με την ρωμαλέα νεοκλασικιστική τέχνη της Λένη Ρίφενσταλ στον κινηματογράφο και του Άρνο Μπρέκερ στη ζωγραφική και τη γλυπτική, καθώς και στην μεγαλεπήβολη αρχιτεκτονική του Άλμπερτ Σπέερ.

Οι μεσοπολεμικές πρωτοπορίες στην Αμερική αυτοεξορίστηκαν, το ίδιο και η Σχολή της Φρανκφούρτης μαζί με κάμποσους συγγραφείς. Όσοι έμειναν πίσω εκτελέστηκαν, ή αυτοκτόνησαν, ή συνεργάστηκαν με τα φασιστικά καθεστώτα (Χάιντενγκερ, Σελίν, Πάουντ, Χάμσουν, Πιραντέλο, Γιούνγκερ, Ντ. Χ. Λόρενς).

Ο πόλεμος τελείωσε

Ο πόλεμος τελείωσε, η διάψευση εγκαταστάθηκε στον μεταπολεμικό κόσμο που καθημαγμένος και χωρίς κάθαρση εισήλθε πάλι στον ατομικισμό, στον φόβο του πυρηνικού πολέμου, στον Ψυχρό Πόλεμο, στον μανιχαϊστικό διαχωρισμό του ελεύθερου κόσμου και του σιδερένιου παραπετάσματος.

Ουτοπίες και Αντιουτοπίες

Ώσπου ήρθε η ώρα της πάλης ανάμεσα στο παλιό και στο καινούριο. Αιώνες μετά τις ουτοπίες του Τόμας Μωρ, του Φουριέ και του Καμπανέλα, εμφανίστηκαν τρεις δυστοπίες ή αντιουτοπίες : «Ο Θαυμαστός Νέος Κόσμος» (1932) του Χάξλεϋ, το «1984» (1948) του Όργουελ και το «Εμείς» (1924) του Ζαμιάτιν , που μιλούν για ένα μέλλον τεχνολογικά άρτιο, αλλά και ζοφερό, όπου θα κυβερνά το Κακό.

Ο άνθρωπος με υπερνανεπτυγμένη την αίσθηση της υπεροχής του εγκατέλειψε το ενδιαφέρον για τα γήινα και ταξίδεψε στο φεγγάρι αρκετά χρόνια μετά το «Ταξίδι από τη Γη στη Σελήνη» του Ιουλίου Βερν και μερικές δεκαετίες αργότερα, όταν έπεσε το τείχος του διαχωρισμού στην Ευρώπη, η Δύση, μετά την 11/9/2001 ανέλαβε σταυροφορία εναντίον της τρομοκρατίας στην Ανατολή και πολεμά ακόμη εναντίων των φονταμεταλιστών, που είναι η νέα ενσάρκωση της Ασχήμιας.

Συμπέρασμα

Άσχημο δεν είναι μόνο ότι αναγνωρίζουμε σαν τέτοιο, αλλά και ό, τι βαφτίζουμε μ’ αυτό το όνομα για να το πολεμήσουμε. Πάντοτε πρέπει να υπάρχει απέναντι στην Ομορφιά το αντίπαλο δέος. Επειδή τίποτα, ακόμα και το όμορφο, δεν μπορεί να σταθεί αφ’ εαυτού.