Ο Κος Πενθήμερος, Β' μέρος, 59. Νύχτα

'Να παίζουνε τ' αστέρια εκεΙ σα μάτια και σα να μου γελάνε'  

Καρυωτάκης

Αυτός που για χρόνια πλάγιαζε νωρίς, τώρα στη νέα του ζωή που δεν έμοιαζε διόλου με εκείνη του Δάντη –άλλωστε δεν είχε Βεατρίκη, και δεν ονειρευόταν πως θα βρει- θα ψάξει όμως να βρει για νά χει επιτέλους μια παρηγοριά σ’ αυτόν τον καινούργιο κόσμο που είχε ξημερώσει, δεν κοιμόταν νωρίς, αφού τίποτα δεν τον περίμενε στο τέλος της νύχτας.

Δεν ήξερε πως ήταν η νύχτα ούτε την υφή ούτε την ποιότητά της γνώριζε ούτε τη σύντομη διάρκειά της το καλοκαίρι ούτε τη μεγάλη νύχτα του χειμώνα. Οι νύχτες του, όπως των περισσότερων ανθρώπων, σ’ αυτόν τον κόσμο ήταν για να κοιμάται με τα μάτια σφικτά κλεισμένα. Χωρίς όνειρα, χωρίς ονειροπόληση, χωρίς σχέδια για κάτι έξω από αυτό που ζούσε.

Τώρα που οι πενθήμερες εβδομάδες, οι πενθήμεροι μήνες, τα πενθήμερα χρόνια απότομα σταμάτησαν, κόπηκαν, τώρα που συναισθήματα αναδύονταν από τα βάθη του είναι του, ασχολίες και ενδιαφέροντα, τώρα που η λαχτάρα να συνεχίσει αλλιώς τον καταλάμβανε άρχισε να ξενυχτά.

Απ’ έξω έμπαινε ένας χλιαρός, υγρός Αύγουστος. Εισχωρούσε η δροσιά, η μαγεία της νύχτας. Η νύχτα χωρίς επίθετα κι επιθέματα. Χωρίς φλυαρίες. Μόνο η νύχτα έτσι όπως πρέπει να είναι. Σκοτεινή, ανακουφιστική για τις φύσεις που τη μέρα δεν λειτουργούν. Για τους ανθρώπους που τους ταράζει το φως και η αδιακρισία του. Για τους κρυμμένους στα συρτάρια της τα υποφωτισμένα.

Η νύχτα ήταν πάντα χώρος ελευθερίας, όταν μάλιστα η μια νύχτα διαδέχεται την άλλη χωρίς τη μεσολάβηση της μέρας τότε η νυχτόβια ζωή παρηγορεί, είναι σπαρμένη θαύματα, είναι γεμάτη μάγια.

Η νύχτα δεν είναι μέρα ντυμένη στα μαύρα. Η νύχτα έχει το μύθο της, τους μύθους και τον οίστρο της και δεν πίνει στην υγεία της μέρας. Η μέρα είναι πραγματικότητα, η νύχτα φαντασία και φαντασίωση. Η νύχτα περιέχει όνειρα, ονειροπόληση, μεθύσια, έρωτες, ψευδαισθήσεις, υπόνοιες, αντιθέσεις, διάθεση που αντιστέκεται όταν ήσυχη και αδιατάρακτη είναι η κατάστασή της μέρας. Η νύχτα έχει τριξίματα, νυγμούς, υπονοούμενα, αβύσσους.

Η μέρα έχει επιδιώξεις, φιλοδοξίες, κούραση, μανιακό κυνήγι της επιτυχίας. Τη μέρα, οι άνθρωποι της μέρας, συνήθως αποτυγχάνουν, οι άνθρωποι της νύχτας αδιαφορούν για την αποτυχία.

Η νύχτα ταιριάζει στον Ε. Α. Πόε, στο Μπωντλαίρ, στον Υσμάν, στους Αυτόχειρες, αν και συνήθως αυτοί αυτοκτονούν τη μέρα. Η νύχτα ανήκει στους τρελούς, σ’ όσους γελούν, σαρδόνια καταπρόσωπο της μέρας.

Οι νύχτες δε είναι τόσο επικίνδυνες. Μπορεί νά ναι γλυκές, ήσυχες, παρηγορητικές, αδιατάρακτες, απελευθερωτικές, ονειρικές.

Ο Αβραάμ θα θυσίαζε τον Ισαάκ τη μέρα που ακολούθησε τη νύχτα που πάλευε με την πατρική του συνείδηση. Όλα τα εγκλήματα γίνονται μέρα κι ας επιμένουν οι αστυνομικές ιστορίες και τα θρίλερ πως όλα τα κακά και διαστροφικά πράγματα λαμβάνουν χώρα τη νύχτα.

Τη νύχτα ακούγονται μόνο οι σκέψεις των θυτών, σχεδιάζονται τα εγκλήματα. Οι ποινές απονέμονται μέρα μεσημέρι.

Η νύχτα τα σκεπάζει όλα κάτω από τα πέπλα της. Ακόμα και τον ημερήσιο Κο Πενθήμερο δέχτηκε στους κόλπους της κι εκείνος γλίστρησε αθόρυβα στις γωνιές της, αλλά θα καθυστερούσε να πιάσει τον παλμό της έτσι σκοτεινή που ήταν. Γιατί βέβαια σε κανέναν δεν αποκαλύπτεται η νύχτα γιατί κανένας ποτέ δεν τη γνωρίζει σ’ όλη της την έκταση. Αλλιώς θά χανε τη γοητεία της θα γινόταν μια πληκτική, ανιαρή ώρα, ούτε καν ο σκόρπιος στα ετερώνυμά του Φερνάντο Πεσόα, ο Πορτογάλος ποιητής, δεν τη γνωρίζει και ας λέει «Εγώ τη μέρα είμαι ένα τίποτα τη νύχτα είναι εγώ».

Το φλερτ με τη νύχτα ξεκίνησε τη νύχτα με τους άσκοπους περιπάτους. Τότε άρχισε να βλέπει πως είναι τα οικεία γι’ αυτόν μέρη, τα κτίρια, τα σπίτια που τα γνώριζε μόνο φωτισμένα με το φως της ημέρας.

Δύσκολα ο ρέκτης της μέρας ερωτεύεται τη νύχτα. Δύσκολα περνά τα σκοτεινά της σπλάχνα. Από την ψύχρα της μέρας στη θερμότητα της νύχτας ο δρόμος είναι μακρύς.

Αλλιώς η αναστάτωση στα σπλάχνα της θ' αποτύχει.

Αυτές τις σκέψεις έκανε ο Κος Πενθήμερος τη μέρα γιατί τον παραξένευε η μεταλλική ασημιά ψυχρότητα του σεληνόφωτος και οι σκιές του.

Λένε πως οι άνθρωποι που έχουν ερωμένη τους τη νύχτα δεν έχουν μια σκιά αλλά τρεις.

Ο Κος Πενθήμερος από τότε που έχασε τη δική του σκιά της μέρας δεν είχε καμιά τη νύχτα.

Όταν θα την αποκτούσε θα κέρδιζε την ελευθερία του, θα άναβε το φως της φαντασίας του, θα τελείωνε η καταπίεση της συνήθειας, της αδιαφορίας και της απάθειας. Θα έψαχνε τα πράγματα και τους ανθρώπους με το φανάρι σαν το Διογένη κι όχι σαν τον Πλάτωνα που ήταν ασφαλής μέσα στο σύστημά του και δεν έψαχνε τίποτα και κανέναν έξω από αυτό.