Ο Κος Πενθήμερος, Β΄μέρος, 61. Το πρώτο κείμενο

Τώρα βραδιάζει νωρίς.Κάθεσαι σ’ ένα παγκάκι.Νιώθεις τα πόδια σου στη θέση τους. Μόνο λίγο ξέπνοα.Τα νιώθεις όμως εκεί που ήταν πάντα. Όταν περπατούσες. Τώρα δεν περπατάς. Κάθεσαι. Τα πόδια σου λυγισμένα ακουμπούν σε μεγάλα τετράγωνα πλακάκια. Ακουμπάς τους αγκώνες λίγο πιο πάνω από τα γόνατά σου .Τα χέρια σου είναι μπροστά σκιάζουν το πλακάκι που βρίσκεται ανάμεσα στα δυο σου πέλματα. Μυρμηγκιάζουν οι πατούσες. Κάθεσαι έτσι μερικά λεπτά. Ώσπου ένα καμπανάκι αναγγέλλει το δείπνο. Δεν είσαι λοιπόν στο σταθμό. Ούτε είναι 6:30 μ. μ. ούτε τα πόδια σου μυρμηγκιάζουν. Ούτε πήδηξες από το τρένο. Τότε τι σου συμβαίνει;

Την έκανες ή όχι αυτή την πράξη διαφυγής;

Θυμήσου.

Πότε κατέβηκες από το τρένο; Όχι κανονικά. Με τις αποσκευές σου υπό μάλης. Το σακίδιο στην πλάτη. Το σταθμό ανοιχτό.

Ταξιδιώτης στην αποβάθρα. Κόσμος που πηγαινοέρχεται βιαστικά, να προλάβει να πάρει το τρένο των 6:27, γιατί έχασε την ταχεία των 6:07 κι αυτή των 4:04 έχει περάσει προ πολλού.

Κανένα τρένο δεν πρόλαβαν αυτοί; Αναρωτιέσαι.

Ποτέ δεν ήσουν καλός στην πρόσθεση. Στην αφαίρεση κάποτε – κάποτε τα καταφέρνεις καλύτερα. Αλλά μόνο πρόσθεση κάνουμε όλοι μας σ’ αυτή τη ζωή.

Δεν πήγες στη θέση σου και τη βρήκες πιασμένη. Έτσι φορτωμένος που ήσουν. Βρήκες μιαν άλλη τρεις σειρές πιο μπροστά. Δεν θέλησες να ενοχλήσεις αυτόν που καθόταν στη θέση σου. Αλλά ήρθε κάποιος σου έδειξε το εισιτήριό του και ζήτησε να του δείξεις το δικό σου.

Ντράπηκες. Είπες πως κάπου εδώ το είχες αλλά δεν ήξερες πού. Έκανες πως ψάχνεις, ενώ με το δεξί σου χέρι το συνάντησες στην τσέπη σου. Και δεν έχεις πολύ βαθιά τσέπη. Το 'πιασες ήταν ανάμεσα στα δάχτυλά σου. Μπορούσες να το ανασύρεις από κει και να του το δείξεις. Αλλά δεν είχε νόημα. Δεν έγραφε 47 αλλά 56.

Σηκώθηκες μουρμουρίζοντας μια συγγνώμη. Και κατευθύνθηκες προς το 56. Θέση 56. Με την αμαξοστοιχία των 4:04. Αλλά και το 56 και το 58 ήταν πιασμένα. Το ίδιο και το 57 και το 59. Πιο πίσω το 62 και το 64. Όχι το 61. Ήταν οι θέσεις όλες πιασμένες. Έπρεπε να σηκώσεις αυτόν που είχε καταλάβει τη θέση σου. Έπρεπε να το είχες κάνει νωρίτερα. Όταν ανέβηκες στο τρένο. Τότε. Δεν έπρεπε να καθίσεις σ’ άλλη θέση.

Ξερόβηξες και έσκυψες προς το κεφάλι του 56. Με συγχωρείτε είπες αλλά κάθεστε στη θέση μου.  Κι αυτός είπε για να δω κι εσύ, ορίστε του έδειξες το εισιτήριο. Το εξπρές των 4:04 θέση 56. Χωρίς επιστροφή. Με συγχωρείτε πολύ είπε αυτός. Αλλά… και σηκώθηκε. Το δικό σας πού είναι, τι θέση γράφει; Αυτός δεν απάντησε. Πήρε ένα μικρό σάκο και βγήκε στο διάδρομο. Ήταν εύκολο, λοιπόν.

Δε χρειάστηκε παρά δυο τρεις φράσεις ν’ ανταλλάξεις μαζί του κι αυτός πείστηκε αμέσως. Δεν έκανε τον κόπο να σου δείξει το δικό του. Τυχαία είχε καθίσει εκεί. Ανακουφίστηκες. Γύρισες το κεφάλι δεξιά κι αριστερά. Ύστερα κατευθείαν μπροστά. Οι συνεπιβάτες σου άγνωστοι. Δεν ήξερες κανέναν. Δεν συνταξίδευες με κανένα. Όλοι άγνωστοι. Γυρισμένα κεφάλια. Κοιτούσαν μπροστά τους. Κι εσύ το ίδιο. Εκείνος που καθόταν στη θέση σου δε φαινόταν πια. Είχε ανοίξει την πόρτα του βαγονιού φαίνεται κι είχε περάσει στο άλλο βαγόνι. Την ώρα που κοιτούσες δεξιά κι αριστερά ο άλλος είχε γίνει καπνός. Ξάπλωσες αναπαυτικά στο κάθισμά σου κι έκλεισες τα μάτια.

Τώρα είσαι σπίτι. Στο σπίτι σου. Έχεις βάλει μουσική και κάθεσαι ήσυχα στον καναπέ σου.

 Έχεις ένα τετράδιο στα πόδια σου και το φυλλομετράς.

Φαίνεσαι ήρεμος. Έτσι είσαι σχεδόν πάντα. Εξωτερικά. Έχεις αναμμένο ένα στριφτό. Στο τασάκι. Καπνίζει. Ύστερα σβήνει και μένει εκεί. Ακούς μουσική. Όχι δεν ακούς τίποτα. Τον ήχο του ρολογιού ακούς. Το ρολόι στον τοίχο αριστερά σου. Αν γυρίσεις ελαφρά το κεφάλι σου θα δεις την ώρα.

Το τετράδιο στα πόδια σου αγγίζει την κοιλιά σου. Τα δάχτυλά σου έχουν σταματήσει να γυρίζουν τις σελίδες.

Πατάς αναζήτηση. September Song κι ας είναι Μάιος.

Φωτογραφίες. Η μια πλάι στην άλλη. Τετραγωνάκια το ένα πλάι στο άλλο. Πλαίσια ενός περιεχομένου. Κοιτάζεις. Χωρίς γυαλιά στην αρχή. Ύστερα πατάς την ένδειξη πλήρης οθόνη. Πατάς τον κέρσορα κι εμφανίζονται οι φωτογραφίες με το τετράγωνο πλαίσιο μία μία.

Πατάς την ένδειξη έξοδος από την πλήρη οθόνη. Κάθετη στήλη. Οριζόντια στήλη. Ημερομηνίες. Κατά σειρά εμφανίσεως.

Εμφανίζονται:

…Οι ηθοποιοί: Πέτρος Αλεξάνδρου, Διονύσης Δεγαΐτης, Απόστολος Βλασσόπουλος, Λίλιαν Αποστολοπούλου, Τέρψη Λιγοπούλου, Μαίρη Μανιάτη.

Σκηνοθείσα: Θέμις Καλαντζίδης.

Η παράσταση ξεκινά στις 9 μ.μ.

Δεν πήγες ποτέ κι ας είχες εισιτήριο.

Τι ψάχνεις; Φυλλομετράς. Αναζητάς. Άφησε τις σελίδες στη θέση τους ή σκίσε τις ή πέταξε τις. Κάνε τις κομμάτια. Τετράγωνα χαρτάκια. Κακοκομμένα. Μικρά καλλιγραφικά γράμματα και διαγραφές.

Τις διάβασες; Ωραία λοιπόν. Φώτισέ τις με το τωρινό φως. Αυτή την αναιμική λάμπα που αργεί να γεμίσει όλο της το φως. Μισοφωτισμένο χειρόγραφο. Τι λέει; Δεν ξέρεις πια. Δεν θυμάσαι. Πού να θυμάσαι. Ξέχασες. Έχει περάσει καιρός. Άλλος στη θέση σου…

Παίρνεις μια έκφραση ειρωνείας.

Κουράστηκες να διαβάζεις τις γραμμένες σελίδες.

Τα μάτια σου κλείνουν.

Παραιτήσου.

Υπέβαλες την παραίτησή σου. Ή σε παραίτησαν πριν προλάβεις να πάρεις αυτό το ξαφνικά αποκτημένο ύφος. Το πρωτοφανέρωτο τάχα και να πεις αυτά συλλαβίζοντας τη λέξη: Παραιτούμαι.

Αιτούμαι επιείκεια.

Αιτούμαι στο αρμόδιο γραφείο ΙΖ΄6 123 765

Αίτησις.

Ο κάτωθι υπογεγραμμένος.

Ο Αιτών.

Εδώ γράφει, σου λέει ένα στόμα που καθώς ανοιγοκλείνει φαίνονται κάτι χαλασμένα δόντια. Μασάει τις λέξεις κι εσύ τις ακούς μασημένες. Εδώ λέει ότι σας απέλυσαν κύριε και τα γυαλιά του στόματος με τα χαλασμένα δόντια σκύβουν στο χαρτί να προσπαθούν να διακρίνουν το όνομα, την υπογραφή.

Εδώ λέει πως εσάς τον κύριο... απέλυσαν στις 10.5.10 κι εσύ δε λες τίποτα γυρίζεις την πλάτη και περπατάς προς την έξοδο.

Σταθείτε φωνάζει πίσω σου ξαφνικά το στόμα.

Είστε ο Κος Πενθήμερος έτσι δεν είναι;

Ήμουνα λες. Δεν είμαι πια.

Δεν πρόλαβα καν να παραιτηθώ. Με παραίτησαν. Με απέλυσαν. Συμβαίνουν αυτά. Πού να δείτε πώς κάνουν αυτοί οι οποίοι ούτε που σκέφτηκαν να παραιτηθούν. Να κατέβουν απ’ το τρένο. Εν κινήσει μάλιστα, σκέφτηκες εσύ. Σαν να ήμουν λαθρεπιβάτης. Μα πώς είναι δυνατόν να είμαι λαθρεπιβάτης αφού έχω εισιτήριο και κάθομαι στη θέση που γράφει το εισιτήριο. Οι λαθρεπιβάτες δεν έχουν εισιτήριο. Και, γιαυτό το λόγο δεν καταλαμβάνουν καμιά θέση.

Ήμουν λοιπόν κάποτε. Πριν από καιρό ο Κος που είπατε.

Τώρα δεν είμαι πια αυτός. Κι ας πρόλαβαν να μ’ απολύσουν. Κι ας σκέφτηκα εκ των υστέρων την παραίτηση. Γιατί όσα δεν φτάνει η αλεπού...

Έβαλε τελεία. 7 σελίδες.

Η ώρα είχε περάσει. Δεν ήταν εξίμιση ούτε επτά. Αλλά περασμένες τρεις τη νύχτα κι αυτός είχε γράψει το πρώτο κείμενο.