Ο Κος Πενθήμερος, Β΄μέρος, 62. Σύλληψη

Δεν είμαι κάτι ιδιαίτερο. Είμαι πρώην κάτι, κάθε φορά. Πρώην παιδί, πρώην νέος, πρώην φοιτητής, πρώην ονειροπόλος, πρώην πτυχιούχος, πρώην υπάλληλος, πρώην απολυμένος, πρώην ενήμερος, πρώην καθημερινός, πρώην κάτι τις. Απολύθηκα. Ενώ δεν έπρεπε. Γεννήθηκα ενώ δεν το ζήτησα. Έπειτα με περιέλαβε ένας συγγραφέας, όχι άνθρωπος, συγγραφέας, αυτός με γέννησε δεύτερη φορά. Και άλλαξα.

Όλα τα πρώην σαρώθηκαν και πήγαν στην ανακύκλωση. Ακολούθησα τη διαδικασία. Αλλά δεν ωφέλησε. Έγινα παντογνώστης στην ιστορία του σουρεαλισμού και στην ιστορία του 20ου αιώνα. Άρχισα να ενδιαφέρομαι για τα κοινά. Για την επανάσταση, την εξέγερση. Τον έρωτα. Ναι έφτασα ως εκεί. Ερωτεύθηκα. Ένα δίδυμο όνομα. Μια γυναίκα με δύο ονόματα. Καν τρία. Είμαι άνθρωπος. Γι’ αυτό είμαι βέβαιος, έστω και μυθιστορηματικός. Άλλωστε δεν αναζήτησα εγώ συγγραφέα. Εκείνος μόνος του με γέννησε χωρίς να με ρωτήσει.

Είμαι άνθρωπος, άλλος άνθρωπος, αλλά άνθρωπος. Χωρίς κανονικό μητρώο,  χωρίς αγάπη, αλλά άνθρωπος όπως όλοι οι άνθρωποι, γεννημένοι ή αγέννητοι.

Δεν έχω επαφή με την τρίχρωμη γυναίκα. Δεν γνωρίζω τ’ όνομά της ή αν μου το είπε το έχω ξεχάσει.

Δεν είμαι ο συγγραφέας μου, είμαι ο ήρωας μου ή, αν θέλετε ο ήρωάς του. Ούτε ξέρω ποιος είναι αυτός ο Τρίστραμ Σάντι. Δεν έχω διαβάσει ποτέ την ιστορία του. Δεν είμαι παντογνώστης. Έκανα λάθος. Δεν προσπαθώ να προστατεύσω τον εαυτό μου και δεν έχω ιδέαν γιατί με συνέλαβαν. Αν με συνέλαβαν. Δεν ξέρω τι σημαίνει σύλληψη. Δεν έκανα τίποτε έξω εκτός από το να ερωτευθώ. Κι ήμουν για πρώτη φορά κάπως καλύτερα έως πολύ καλύτερα. Έπειτα δεν ξέρω τι σημαίνει αυτή η λέξη.

Δεν λέω πράγματα ακατάληπτα. Την αλήθεια λέω, γιατί δεν ξέρω τι είναι ψέμα.

Πως λοιπόν μπορώ να διαχωρίσω τις έννοιες;

Δε μοιάζω με κανέναν και μοιάζω με τον καθένα. Δεν έχω διαβάσει Όμηρο. Ούτε την Οδύσσεια. Όσο για το όνομα που μου λέτε Τηλέμαχος, ούτε που το ξέρω, ούτε που το χρησιμοποίησα εγώ. Ό,τι και νάχω μάθει δεν το θυμάμαι. Δεν έχω μνήμη. Δεν έχω χαρίσματα ούτε πειθώ. Δεν έχω ενοχές. Αφού δεν έδρασα ποτέ. Είμαι ένας αδαής.

Αν είμαι ένοχος; Δεν ξέρω τι είναι αθώος.

Δεν έχω παράπονο από σας κι από τη μεταχείριση που μου επιφυλάξατε. Δεν έχω μίσος για κανέναν. Γιατί δεν ξέρω τι είναι αγάπη. Δεν θυμάμαι αν το ξαναείπα. Συμφωνώ μαζί σας ως προς το ότι με προστατεύετε αλλά συνήθως συλλαμβάνουν κάποιον που κάτι έκανε. Εγώ αν έκανα κάτι δεν το γνωρίζω. Όχι δεν θέλω να δω τη δίδυμη γυναίκα αυτή τη θυμάμαι. Τη γνώρισα όντως μπροστά σ’ ένα πίνακα με δύο εραστές όπως έλεγε ο τίτλος ως τότε δεν ήξερα τι είναι εραστές ώσπου βρέθηκα μπροστά σε μια πλάτη και δύο κεφάλια καλυμμένα.

Η πλάτη ήταν ζωντανή, μιας γυναίκας η οπίσθια όψη, με μαλλιά ως τη μέση, και δυό κεφάλια καλυμμένα να πλησιάζουν τα χείλη τους. Ένα σέρβικο αεράκι φύσαγε τα μαντήλια πάνω στα κεφάλια. Από κάτω έγραφε the lovers, ναι, ξέρω αγγλικά, Εισαγωγές- εξαγωγές έκανε η εταιρεία που δούλευα. Όλα τα ψάρια τα φέρναμε από τις Σκανδιναυικές χώρες. Δε ξέρω σουηδικά ούτε γερμανικά.

Ο ζωγράφος μου ήταν άγνωστος αν και διάβασα τ' όνομά του στο καρτελάκι ακριβώς από κάτω. Εγώ πλησίασα και διάβασα στο καρτελάκι σκύβοντας λίγο αν και ξέρω πως δεν είμαι πολύ ψηλός ούτε πολύ κοντός. Ξέρω ακόμη πως η γυναίκα που είχα δει την οπίσθια όψη της και το μεσαίο κούρεμα των μαλλιών της και πρόσεξα το φόρεμά της και το σέρβικο αέρα που το φυσούσε κι αυτό και το χρώμα του, και τα λουλούδια πάνω σ’ αυτό δεν μετακινήθηκε διόλου από τη θέση της, είχε τα χέρια της δεμένα μπροστά στο στήθος, λίγο πιο κάτω από το στήθος. Tην κοίταξα δεν το αρνούμαι.

Δεν έμοιαζε με κάποια που γνώριζα αφού δεν γνωρίζω καμία γυναίκα εκτός από τη μητέρα μου, τις φίλες της κι αυτές τις γυναίκες που βλέπω στο δρόμο ή στα μέσα μεταφοράς, ναι έχω αυτοκίνητο αλλά σπανίως το κυκλοφορώ. Δεν μ’ αρέσει να οδηγώ. Όχι δεν ξεφεύγω από το θέμα του πίνακα. Ο πίνακας, οι εραστές ήταν κρεμασμένος στον τοίχο. Η γυναίκα είχε το κεφάλι ακάλυπτο κι εγώ το ίδιο κι ο σερβικός αέρας αρχίζει από σερ… νομίζω κάπου το άκουσα αλλά όχι από τη γυναίκα αυτή, γιατί δεν ανταλλάξαμε παρά μόνο βλέμματα όπως κι σ’ ένα πάρτι προ ημερών ή εβδομάδων που ίσως την είχα συναντήσει και δεν είχα καμία πείρα με τις γυναίκες όπως ακριβώς με τις συλλήψεις.

Δεν έχω συλλάβει  εγώ ποτέ μου τίποτα, καμία ιδέα και θέλω να πιστεύω πως ο λόγος μου δεν είναι ούτε αντιφατικός, ούτε ασυνάρτητος. Πολύ περισσότερο μάλιστα ψευδής. Άλλωστε είμαι ένας μυθιστορηματικός ήρωας, άρα ένα ψέμα- το ξέρετε φαντάζομαι κύριοι- πως ένας ήρωας, δεν συλλαμβάνει τίποτα, τον συνέλαβε ο συγγραφέας του. Επιπλέον δεν μπορεί να συλληφθεί. Γιατί δεν είναι άνθρωπος, αλλά ήρωας.

Μια φορά συλλαμβάνεται αυτός ο ήρωας, χάριν μάλιστα του μυθιστορήματος, που γράφει ο συγγραφέας του προς τέρψιν του κοινού. Ο συγγραφέας μου όμως μ’ εγκατέλειψε και τότε βρέθηκα μπροστά στον πίνακα  ''The lovers'' και πίσω από μια γυναίκα, όλοι βρισκόμαστε πίσω από τις γυναίκες. Οι γυναίκες. Αυτές είναι πάντα μπροστά. Βαδίζουν μπροστά, προπορεύονται, είναι πιο δυνατές κι όταν είναι δίδυμες τότε τις βλέπεις διπλές αν στο όνομά τους προστίθεται μάλιστα μια παύλα, τότε πρέπει να έχεις πιει πολύ γιατί μια γυναίκα είναι όπως και να το κάνουμε μια γυναίκα μόνον, όταν μάλιστα κάθεται και κοιτάει ένα πίνακα με δύο πρόσωπα τότε –λέω εγώ που έχω κοινό νου– πως είναι μόνη ή χρειάζεται συντροφιά. Το σέρβικο αεράκι και το φόρεμα, το χρώμα του και τα λουλούδια του αγρού που είχαν επάνω αποτυπώσει απλώς συμπληρώνουν την εικόνα. Επιμένω. Δεν μίλησα με τη γυναίκα κι ομολογώ πως δεν την συνέλαβα με το βλέμμα μου.

Δεν έχω συλλάβει ποτέ καμία γυναίκα.

Αν τώρα εσείς σε κάθε δεν που λέω παίρνετε μια γομολάστιχα και το σβήνετε αυτό το δεν και αφήνετε, το ρήμα ή το ουσιαστικό που ακολουθεί να φαίνεται θετικό, δικαίωμά σας. Δεν υπερασπίζομαι τον εαυτό μου.

Υπερασπίζομαι τα δεν.

Το χωρίς, το διόλου, το καθόλου.

Καμιά γυναίκα δεν συνάντησα λοιπόν με την οποία να δημιουργήσουμε, σ’ εκείνη την γκαλερί, κάποιου είδους σχέση ούτε καν γνωριμία. Μπορεί ν’ ανταλλάξαμε τα ονόματά μας, κάποιο όνομα της είπα κάποιο όνομα μου είπε. Ένα-δύο ή τρία δεν έχει καμιά σημασία.

Συστηθήκαμε.

Όταν είμαι σπίτι μου κάθομαι και κοιτάω το ταβάνι. Στο ταβάνι μια νύχτα όπως θυμάμαι είχε μια μουτζούρα στο κέντρο του στρογγυλού φωτός που έστελνε στο ταβάνι το πορτατίφ που έχω δίπλα στο κομοδίνο μου.

Αυτή η μουτζούρα με υπνώτιζε σιγά-σιγά και κοιμήθηκα.

Όχι δεν πήγα στις 4 το πρωί στο Super Market γιατί ήταν κλειστό, όπως είναι φυσικό.

Και δε λέω μπούρδες.

Ούτε στο Πολυτεχνείο πήγα που βρίσκονταν κλεισμένοι νεαροί και νεαρές διαμαρτυρόμενοι για ένα σπουδαστή που έκανε απεργία πείνας, ούτε στα Εξάρχεια έχω πάει ποτέ.

Τι δουλειά έχω εγώ εκεί ένας απολυμένος μεσήλικας, ένας ήρωας μυθιστορηματικός, που δραπέτευσε από το μυθιστόρημά του.

Δε γνωρίζω, ούτε γνώρισα ποτέ καμία γυναίκα. Δεν έχω καμπαρντίνα στην ντουλάπα μου, ούτε καραμπίνα.

Δεν είμαι ήρωας. Δεν έκανα κανένα κατόρθωμα.

Δεν έχω μπότες στην παπουτσοθήκη μου.

Ούτε σακίδιο στην πλάτη.

Είμαι συνταξιούχος.

Απολυμένος,  αυτοαπασχολούμενος έπειτα, μελετητής του χαώδους αιώνα στον οποίο έζησα κι εγώ και τώρα μόνος, όπως και πριν, χωρίς γυναίκα.

Δεν έχω κάνει ποτέ κανένα κατόρθωμα. Είμαι ένας αποτυχημένος. Αν εννοείτε, κατανοώ σωστά την κοινόχρηστη έννοια επιτυχία.

Το ότι γεννήθηκα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο δεν είναι επιτυχία. Είναι τύχη.

Είχα την τύχη να γεννηθώ.

Δεν είμαι αθώος, γιατί κανείς δεν είναι αφότου γεννηθεί. Δεν είμαι ένοχος, αφού είμαστε όλοι ένοχοι. Το προπατορικό αμάρτημα γαρ.

Το ότι με λένε Τηλέμαχο;

Μπορεί έτσι να με φώναζε η μαμά, η μάνα μου, η μητέρα μου που αδιαφορούσε για μένα και είχε εγκαταλείψει τον πατέρα μου.

Ναι. Μάχο με φώναζε η μαμά και της μιλούσα στον πληθυντικό. Της μαμάς και δεν τη φώναζα Μα – μά. Αλλά με τ’ όνομά της, το οποίο έχω ξεχάσει. Γιατί δεν είχα παρά μια αδιάφορη μαμά που δεν μ’ άκουγε ποτέ όπως και να τη φώναζα·λοιπόν τι σημασία έχει. Και ναι, η μαμά είχε μια γίδα. Αληθινή ή ψεύτικη θα σας γελάσω.

Μια γίδα που ερχόταν κάθε Τετάρτη και χτυπούσε το κουδούνι.

Δεν ήταν γίδα ακριβώς ή μόνο γίδα αλλά γυναίκα-γίδα. Κι εγώ κρυβόμουν όποτε ερχόταν σπίτι εξήμισι τ' απόγευμα.

Όχι δεν είμαι ο Αρτώ, αρχίζω πάλι... Εσείς πάρτε τη γομολάστιχα και σβήστε όποιο δεν είναι αληθινό, ή σβήστε όλα τα δεν.

Αλλά έτσι θ’ αντιμετωπίσετε νομίζω μεγαλύτερο πρόβλημα  από το να τ’ αφήσετε όλα τα δεν στη θέση τους.

Γράμματα γνωρίζω. Το είπα. Έχω πτυχίο, μεταπτυχιακό, εκπονώ μια διατριβή περί τον σουρεαλισμό και την οικονομία του μεσοπολέμου του ιδίου αιώνα, του 20ου.

Το ζώδιό μου είναι

Έχω σώας τα φρένας, σας διαβεβαιώ. Άλλωστε μπορείτε να το διαπιστώσετε.

Γεννήθηκα στις

ή στις

ή στις

Πάντως γεννήθηκα.

Δεν έχω τραπεζικές καταθέσεις άνω των 100 χιλιάδων ευρώ. Τράπεζά μου είναι η ΤΡΑΠΕΖΑ  Α.Ε.

 

Διαβάζω την ''Κραυγή'' και την...δεν θυμάμαι...

 

Μ' αρέσουν οι επαναλήψεις και οι αφαιρέσεις, οι αναιρέσεις και οι αναθεωρήσεις, οι αυξήσεις, και τα ρήματα. Δεν λέω καθαρά το ρ, γι΄αυτό δε μπορώ να προφέρω τ' όνομα Τρίστραμ (Σάντι) σωστά. Δεν προφέρω καθόλου το ρ. Όσες λέξεις έχουν ρ τις αποφεύγω.

Σας βεβαιώνω λοιπόν πως δεν θα συνέχιζα τη γνωριμία μιας γυναίκας που το όνομά της είχε ρ. Δεν θα έφερα ποτέ το όνομα Πενθήμερος γιατί έχει ρ και δεν μπορείς να τ’ αποφύγεις όπως και τη μέρα.

Η δυστυχία μου είναι πως μπορεί να μην αρχίζουν πολλές λέξεις από ρ, αλλά πολλές λέξεις, στα ελληνικά τουλάχιστον, αλλά και στις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες περιέχουν αυτό το περίεργο σύμφωνο που στροβιλίζεται ανάμεσα στη γλώσσα και τον ουρανίσκο.