Ο Κος Πενθήμερος, Β' μέρος, 64. 6:30 μ.μ.
03/07/2017
27 Νοεμβρίου 2014
Λείπει. Στην απομόνωσή του. Μόνος με τον εαυτό του. 24 ώρες. Γιατί ο θάνατος είναι ο χρόνος. Δε γεννήθηκε. Όπως ακριβώς ο Τρίστραμ Σάντι. Γιατί δεν θέλει να πεθάνει. Μάλλον αργεί να γεννηθεί για να μην πεθάνει. Γιατί πώς να πεθάνει ο αγέννητος;
''Ξαναγυρίσαμε σ’ αυτά που εγκαταλείψαμε, σ’ εκείνα που μας εγκατέλειψαν. Στα χέρια μας ένα πλήθος κλειδιά, που δεν ανοίγουν ούτε πόρτα ούτε συρτάρι ούτε βαλίτσα –χτυπάμε το ‘να στ’ άλλο και χαμογελάμε μην έχοντας πια να ξεγελάσουμε κανέναν ούτε τον ίδιο τον εαυτό μας.''(1.1.89) Γ. Ρίτσος.
Μη γυρίζεις τις πίσω σελίδες έχουν ξεφύγει απ’ τα χέρια σου. Είναι εκεί. Ατσαλάκωτες ή μουτζουρωμένες όπως ακριβώς ήτανε τότε που τις έγραψες. Ξεφύλλισέ τις αλλά μην προσπαθείς να τις ξεκολλήσεις από την ημερομηνία που γράφει πάνω δεξιά.
Μη γυρίζεις στις πίσω σελίδες.
Γύρισες σελίδα. Τώρα είσαι εδώ. Όχι όπως ήσουν. Τώρα είσαι απλώς εδώ. Σ’ ένα σπίτι. Το ίδιο σπίτι; Είσαι στην ίδια διεύθυνση. Κι εσύ και το σπίτι. Το κουδούνι της κεντρικής εισόδου γράφει τ’ όνομά σου. Όροφος. Όνομα κι επώνυμο.
Αριθμός επτά. Το ποίημα του Σινόπουλου. Δεν θυμάσαι να τον έχεις διαβάσει. Πού είναι ο επιζών;
Χωρίς πατρώνυμο ανάμεσα στο όνομα και το επίθετο, όπως εσύ. Συνεπώνυμος. Πού είναι οι παρτίδες πόκερ; Η ποίηση; Ποιος γράφει ποίηση;
Απόψε. Κλεισμένος σ' ένα στεγανό δωμάτιο; Με τραβηγμένες κουρτίνες; Μέρα μεσημέρι. Με τον ήλιο να προσπαθεί να φωτίσει τα κλειστά παράθυρα. Τον άφησες απέξω. Τον ήλιο και τη νύχτα. Βάζεις τελεία εκεί που δε χρειάζεται. Ποτέ μια φράση σου δεν τελειώνει. Δεν τα πας καλά με τις τελείες. Ή τα πας θαυμάσια. Άλλοτε πολλές τελείες. Πολλές σελίδες γυρισμένες. Άλλοτε καμία. Τώρα γυρίζεις στις πίσω, στις κάποτε σελίδες. Όλες σχεδόν γραμμένες.
Τι ζητάς να βρεις σ’ αυτές;
Οι μοναχοί τους άνθρωποι.
Αυτοί που κατεβαίνουν από το τρένο όταν ακόμη είναι εν κινήσει. Λαθρεπιβάτες. Με το ένα πόδι να πατά στο κινούμενο έδαφος.
Να φεύγει το έδαφος και να τρέχει πλάι στο τρένο. Το τρένο έχει κόψει ταχύτητα. Εσύ όμως είσαι λαθρεπιβάτης. Το τρένο είναι εξπρές. Δεν σταθμεύει δεν ανεφοδιάζεται. Δε σταματά. Ανακόπτει μόνο ταχύτητα κι εσύ βρίσκεις την ευκαιρία. Αφήνεις το χέρι που κρατούσε τη χειρολαβή και πατάς και το άλλο πόδι στο κινούμενο έδαφος. Προσπαθείς να ισορροπήσεις. Τρέχεις, βηματίζεις, σκοντάφτεις, είσαι όμως ορθός. Δεν είσαι πια στο τρένο. Δε γυρίζεις το κεφάλι σου αριστερά. Το τρένο συνεχίζει να τροχοδρομεί στις ράγες. Ξεκίνησε. Εσύ σταματάς λαχανιασμένος. Ασθμαίνοντας. Δεν έπεσες. Δε χτύπησες. Δε γονάτισες στο έδαφος. Τα πόδια σου που έτρεχαν μαζί σου είναι στη θέση που πρέπει να είναι τα πόδια σου. Αυτά κάτω κι εσύ επάνω.
Εξίμιση. Λέει το ρολόι στον τοίχο απέναντί σου.
Έξι και μισή η ώρα. Απόγευμα. Ώρα να ικανοποιήσεις την έξη σου. Αυτή που δένει το σκύλο με το ξερατό του. Κι ας μην έχεις πια σκύλο. Θα πας βόλτα μόνος σου.