Ο Κος Πενθήμερος, Β' μέρος, 60. Ο Γενναίος Τηλέμαχος

Με λένε Τηλέμαχο. Είμαι αυτός που μάχεται από μακρυά. Αλλά δεν είμαι ομηρικός ήρωας. Είμαι εγώ ένας άλλος. Είμαι άνθρωπος με σάρκα και οστά. Ωστόσο είμαι και μυθιστορηματικό πρόσωπο. Για τα μυθιστορηματικά πρόσωπα νοιάζονται περισσότερο οι άνθρωποι απ’ όσο για τους ανθρώπους τους αληθινούς.

Αν ο Τρίστραμ  Σάντι ήτανε αληθινός άνθρωπος ουδείς θα νοιαζόταν γι αυτόν.

Ωστόσο εγώ που είμαι και δεν είμαι -είμαι πιο πολύ χάρτινος παρά σάρκινος, δεν είδα να νοιάζεται κανείς για μένα. Ο πατέρας μου εξαφανίστηκε όσο εγώ ήμουν στις φασκιές.  

Η  μαμά δεν τον χρειαζόταν πια και τον έδιωξε. Κι αυτός δεν έκανε και πολλές προσπάθειες να επιστρέψει. Δε με διεκδίκησε ποτέ, δεν ήταν δίπλα μου όταν τον χρειαζόμουν. Η ζωή είναι σκληρή για ένα αγόρι χωρίς πατέρα. Η μητέρα ήταν πιο σκληρή απ’ τη ζωή. Πιο άκαρδη. Ενδιαφερόταν μόνο για τις φίλες της –πιο πολύ γι’ αυτές παρά για μένα.

Δε θυμάμαι να ήταν ποτέ πλάι μου. Έτσι μεγάλωσα μόνος.

Η μητέρα ήταν λεσβία.

Της άρεσαν οι γυναίκες.

Αναρωτιέμαι αν θα μ’ αγαπούσε αν ήμουν κορίτσι.

Δούλεψα χρόνια μακρυά απ’ όλα, ατέλειωτα χρόνια.

Ύστερα απολύθηκα χωρίς λόγο. Ή μάλλον δεν ήξερα το λόγο τότε. Έπειτα συνειδητοποίησα τι είχε συμβεί. Δεν είχαν απολύσει μόνο εμένα. Είχαν απολύσει τους πάντες. Η ανεργία είχε χτυπήσει κόκκινο. Κάποιος σ’ ένα γραφείο με αναπεπταμένους γύρω μου χάρτες και διαβήτες, βάλθηκε να καταστρέψει τη μεσαία τάξη.

Τους ήσυχους υποταγμένους ανθρώπους, αυτούς που κατανάλωναν τα πάντα με βουλιμία. Για νάναι χαρούμενοι μέσα σ’ ένα κόσμο που παθαίνει ασφυξία από την αδικία.

Μέχρι που απολύθηκα δεν ήξερα γρι. Δε μ’ ένοιαζε.

Είχα το πενθήμερό μου. Είχα την ησυχία μου. Ήμουν μόνος, δεν μ’ ενοχλούσε κανείς.

Ύστερα κατάλαβα όταν γνώρισα στο καμπαρέ Βολταίρ τον Τζαρά. Όταν είδα το Λένιν να περπατά νευρικά πάνω κάτω σ’ ένα καλντερίμι στη Ζυρίχη. Όταν συνάντησα τον Αραγκόν στο Παρίσι, το χωριό μου. Όταν είδα τον Αρτώ αμέσως μετά που βγήκε από τον 9χρονο εγκλεισμό του στο ψυχιατρείο.

Όταν κουβέντιασα με τον Βικτόρ Σερζ, άκουσα τον Μαγιακόφσκι ν’ απαγγέλλει το «Σύννεφο με παντελόνια».

Όταν γνώρισα τον Ελυάρ, τον Σουπώ, τον Ερνστ, τη Δωροθέα Τάνινγκ, τον Ρενέ Κρεβέλ και τον Κλάους Μαν, τον εραστή του που δεν αγαπούσε τον σουρεαλισμό, αλλά τον Ρενέ τον λάτρευε.

Ο Κάφκα, ο Λωτρεαμόν, ο Απολινέρ, ο Πικασό, ο Νταλί έγιναν για μένα οικεία πρόσωπα. Ο Μπουνιουέλ κι ο Λόρκα.

Ο Εγγονόπουλος κι ο Εμπειρίκος, ο Κάλας που έφυγε από την Ελλάδα ποιητής και πηγαίνοντας στην Αμερική έγινε τεχνοκρίτης.

Εμπέδωσα, σώρευσα τη γνώση, την ποίηση, τους μύθους, τους ποιητές. Τώρα δεν θέλω τίποτα να διώξω ή να κρατήσω.

Θέλω να ερωτευθώ. Ναι να ερωτευθώ αυτό θέλω και να επαναστατήσω απέναντι σ’ αυτή την μεταμνημονιακή εποχή που όλα βουλιάζουν στο φόβο και τη σιωπή.

Της είπα το αληθινό μου όνομα. Τηλέμαχος. Ως τότε δεν είχε χρειαστεί να πω τ’ όνομά μου αφού δεν είχα κανέναν να με φωνάζει μ' αυτό ή με οποιοδήποτε άλλο.

Εκείνη όμως το επανέλαβε ξανά και ξανά. Είσαι αυτός που μάχεται από μακρυά, είπε.

Εκείνη μου εμπιστεύθηκε το δικό της εκεί μπροστά στον πίνακα του Μαγκρίτ με τους Εραστές.

Ελεονώρα – Δάφνη είπε.

Ελεονώρα είπα εγώ  είναι εκείνη που ανεβαίνει σ' ένα ελαιώνα που βρίσκεται σ' ένα λόφο κι όταν φθάσει στη μέση του λόφου  κατεβαίνει στο άλφα, στην αρχή.

Ύστερα πέρασα μια νύχτα μοναξιάς κοιτώντας το λεκέ στο ταβάνι. Ύστερα θα πρέπει να κάναμε έρωτα όπως δεν είχαμε ξανακάνει.

Κι ύστερα βρέθηκα στο ανακριτικό γραφείο.

Ύστερα λιποθύμησα κι είμαι τώρα στο κρεβάτι μου μ’ εκείνο τον λεκέ να με κοιτά απ’ το ταβάνι.